Further tags

Δεν αφορά την προσωπικότητα του εν λόγω παλαίμαχου ποδοσφαιριστή αλλά το χαρακτηριστικό της κόμης του. Ξέφωτο και μοιραία λατινοαμερικάνικη χαίτη. Συνώνυμα: Μπουμπλής, καραφλογιεγιές.

- Πω, πω! Ρε φιλε σε σένα έχει κάνει ο τριχοφάγος χρυσές δουλειές... Πας για ξύρισμα ε;
- Ασ' τον... την έχει δει Ρότσα!

(από Dimosthenis, 05/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος κυνηγάει το ίδιο γκομενέτο από την πρώτη δημοτικού μέχρι 48 χρόνια μετά. Προέρχεται από τον θεό πρωταγωνιστή Σιρίλο της παιδικής σειράς Καρουζέλ και την συνεχόμενη απόρριψή του από τη Μαρία Χοακίνα. Το νέτο προφανώς δεν γουστάρει λάχανο, επειδή ο σιρίλος είναι μαυρούλης λόγω απλυσιάς και έχει στην τσέπη μόνο ένα κατοστάρικο χωρίς να γνωρίζει καν την ύπαρξη αυτού του καινούργιου, του διακοσάρικου.

- Ρε την καριόλα την Τζένη, 20 χρόνια τώρα έχει πάει με όλους εκτός από μένα...
- Αφού είσαι σιρίλος ρε, πλυς, ντυς, ξυρίς και θα δεις!

O Μπρούνο Τσιρίλο του ΠΑΟΚ (από allivegp, 18/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειπωμένο από τον μετρ της σλανγκικής!

Όρος που θυμίζει τον ισπανό πολιτικό Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο,του ονόματος του οποίου και παίρνει την κατάληξη, προσδίδοντας στον όρο μια μελωδική χροιά.

Αναφέρεται στον τζαμπατζή, δηλαδή σε αυτόν που κάνει τον ανήξερο την ώρα της πληρωμής.

  1. - Παιδιά ξηλωθείτε, είναι 30 ευρώ το άτομο.
    - Περιμένουμε τον Κώστα ρε, είπε είχε μια δουλειά και θα έρθει.
    - Κατάλαβα την έκανε με ελαφρά πάλι.
    - Εναι ρε, κλασικός τζαμπατέρο ο Κωστάκης!

  2. - Νίκο, Αλέξη, μου χρωστάτε από χθες λεφτά.
    - Τι λες, αφού πληρώσαμε όλοι!
    - Αφήστε τα αυτά, ξέρω τι τζαμπατέρο είστε..

(από Khan, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσικό, στην καθιερωμένη σημασία της λέξης, είναι το παιδικό τμήμα μας ποδοσφαιρικής ομάδας (βλ. εδώ τον ορισμό του Τριανταφυλλίδη).

Στην έκφραση «παίζω με τα τσικό» αποκτά μεταφορικώς μια υποτιμητική σημασία. Σημαίνει δραστηριοποιούμαι σε περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών, ασήμαντου ανταγωνισμού, που δεν μου αρμόζει, που δεν προάγει την προκοπή μου. Ένα περιβάλλον που με κάνει να μένω στάσιμος, αν όχι να χειροτερεύω με την πάροδο του χρόνου.

- Άντε ρε, δεν θα κάνεις την πρακτική σου στην Θεσσαλονίκη;
- Φίλος, καλή-χρυσή η Θεσσαλονίκη αλλά για την διαφήμιση τι να την κάνω; Με τα τσικό θα παίζουμε τώρα; Θα κατέβω Αθήνα, ν' αρχίζω να μπαίνω στα κόλπα, ξέρεις, εκδοτικά συγκροτήματα, τηλεόραση κι έτσι.
- Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος χρησιμοποιούμενος στην καθομιλουμένη Ελληνική και κατά κόρον στον γυναικείο τύπο (αναζήτηση στα Ελληνικά με γούγλε γούγλε δίνει 4,100 επιστροφές - βλ. και παραδείγματα).

Φασιονίστα, πληθυντικός φασιονίστας: απευθείας μεταφορά του ξενικού χαρακτηρισμού fashionista, που προκύπτει από το αγγλικό fashion (μόδα, στιλ). Πρόκειται για άτομο το οποίο δίνει μέγιστη προτεραιότητα στην εμφάνισή του, ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη μόδα, την ψάχνει και θέλει να ξεχωρίζει επιλέγοντας τα περισσότερο στιλάτα ρούχα ή αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα). Η τυπική εκπρόσωπος διαβάζει Vogue σε κανονική βάση.

Οι όροι φάσιον βίκτιμ και τρέντυ δεν είναι συνώνυμοι. Αυτοί περιγράφουν άτομα που ακολουθούν κατά γράμμα τις τάσεις της μόδας με αποτέλεσμα ορδές πανομοιότυπων εμφανίσεων. Αντιθέτως, στόχος της φασιονίστα είναι να κάνει εμφάνιση ξεχωριστή με την καλή την έννοια (δηλαδή οι άλλοι να την θαυμάζουν, όχι να γελάνε με τα χαΐρια της), χωρίς όμως και να περιπέσει σε στιλιστικό λάθος βάσει των τρεχουσών επιταγών της μοδός. Μιλάμε για μεγάλες προκλήσεις τώρα.

Φασιονίστα έγινε και η Barbie που πέρασε σε άλλη σφαίρα, εξελισσόμενη όπως κάθε καλό προϊόν (βλ. και μήδι).

Τα καυτά της μόδας: Ο πασίγνωστος γαλλικός οίκος Chanel παρουσίασε στο Παρίσι τις προτάσεις του για το γυναικείο make up 2009/2010.To smoky αποκτά νέα οπτική γωνία και το eyeliner γίνεται ο βασικός σύμμαχος για την φασιονίστα του χειμώνα 2009/2010!

Κατσίκι:
...τα ενεργοβόρα Καγιέν, τα υποδήματα Μανόλο Μπλάνικ και οι λοιπές εξτραβαγκάντσες δεν είναι πλέον καθόλου σικ, τουναντίον στοχοποιούν τους ευλαβείς φασιονίστας που επιθυμούν πάντα να ξεχωρίζουν. [...] το φλασοφόρον ερίφιον, [...] θα αφήσει άναυδους τους θαμώνες στο Akrotiri και τα λοιπά πολιτιστικά κέντρα στα οποία θέλουν να κάνουν γκράντε εμφανίσεις οι ψαγμένοι φασιονίστας.

Πάθος για γούνα: Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας είναι μια από τις πιο κλασικές ταινίες της Disney. [...] απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και για το υπερρεαλιστικό σχέδιο που στιγμάτισε το στυλ της ταινίας και φυσικά για τη σούπερ φασιονίστα υπερκακιά Κρουέλα Ντε Βιλ.

Απαγόρευση της κουκούλας: Πολύ πονηρό άτομο ο Λάκης Γαβαλάς που προ καιρού διατυμπάνιζε πως απόλυτο fashion item της εποχής είναι το hood, η κουκούλα δηλαδή κατά τους φασιονίστας. Γιατί νομίζετε είναι ευέξαπτοι και εριστικοί οι ράπερ;

Κολωνάκι πάντα αγαπημένο, παραμένει η πιο γοητευτική γωνιά της πόλης [...] στο Carouzos Sketch η urban φασιονίστα (σ.ς. το urban αγγλικόν, το φασιονίστα κανονικά στα ελληνικά) υποκλίνεται στους John Varvatos, Marc Jacobs, Givenchy...

(από Galadriel, 21/06/10)(από Galadriel, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για πολύ καιρό μετά την κυκλοφορία του δίσκου του «Latin», το προσωνύμιο του Γιώργου (στα ισπανικά Χόρχε) Νταλάρα.

Παρότι έχει ψιλοσβήσει (διότι ο Νταλάρας δεν έχει αφήσει είδος που να μην τραγουδήσει, για αυτό και τον σιχάθηκε η πλάση), που και που το ακούς.

Υπενθύμιση : rogerio

...και γουστάρεις το άσμα και τους στίχοι τους παραδέχεσαι και η μουσική σε αρέσει, αλλά στέκεσαι στον Νταλάρα και τον λες και ακατανόμαστο. Ε όχι βρε κροτ, υπάρχουν τουλάχιστον δεκάδες που αξίζουν το χαρακτηρισμό περισσότερο από τον Χόρχε...
(εδώ)

(από electron, 23/12/10)(από Khan, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified