Η εικόνα προέρχεται από άλογα που ανασηκώνουν σούζα τα δύο μπροστινά τους πόδια. Η μεταφορά μπορεί να σημαίνει στην σεξοσλάνγκ ένα αντικείμενο πόθου που προκαλεί καύλα και είναι άκρως σηκωστικό για τον πέοντα, ή την ίδια την έγκαυλο κατάσταση του μπαργαλάτσου, στην Auto-σλανγκ το καυλόχημα που τρέχει ταχύτατα με οδηγό καυλοτίμονο και/ή μεγάλη ιπποδύναμη, και στην αθλοσλάνγκ μια ομάδα που γαμάει και δέρνει με σερί νικών. Το διέδωσε πολύ ο Λάκης Λαζόπουλος στον ρόλο του επαρχιώτη εξάδελφου με το χαρακτηριστικό επιφώνημα ίχαα στο τέλος, και, από ό,τι φαίνεται στο γούγλη, συνηθίζεται στη Λάρισα.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Καύλα:
    α. Σούζα το αλογάκι: Η πιο φανατική θαυμάστρια του Ρονάλντο είναι Βραζιλιάνα.

β. «Σούζα» το αλογάκι - Η όμορφη παρουσιάστρια Άννα Ζηρδέλη φωτογραφίζεται για το «Gossip» και δεν κρύβει την αγάπη της για την ομάδα της Λάρισας.

  1. Auto-moto:
    α. Σούζα τα αλογάκια οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί καταναλωτές αγοράζουν αυτοκίνητα με ολοένα και πιο ισχυρή ιπποδύναμη, αψηφώντας τις ανήκουστες τιμές των καυσίμων και τις ανησυχίες για το περιβάλλον.

β. Σούζα το (Mustang) αλογάκι. Στο τυπικό drag race ανάμεσα στα Mustang και Camaro, το μοντέλο της Ford τερμάτισε στους δύο τροχούς, ενώ κατέληξε να τρέχει από την πλευρά του Chevrolet.... »

  1. Αθλητικά:
    α. (Με επίδραση από Λαζόπουλο): Angulo: Βυσσινί θύελλα σούζα τ’ αλογάκι. Ίχαα!

β. Και σούζα το αλογάκι! Τρεις στόχοι, ισάριθμες επιτυχίες για τη Λάρισα στη φετινή σεζόν! Η ομάδα του κάμπου, μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος στον 2ο όμιλο της Γ Εθνικής και της κούπας του κυπέλλου της κατηγορίας, σήκωσε και το Σούπερ Καπ!

(από dryhammer, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που ακούστηκε στην ελληνική ταινία του 1969 «Το θύμα» από τον ηθοποιό Νίκο Τσούκα. Υποδυόταν, για όσους δεν το ενθυμούνται, έναν ανθυποτεράστιο στιχουργό (λέμε τώρα) σκυλοσουξεδίων και απαριθμούσε τον αριθμό των δίσκων που πουλούσε η κάθε σουξεδάρα του, για να ψήσει τον Βουτσά να ρίξει γκαφρά για τον καινούργιο δίσκο που ετοίμαζαν.

Ενδεικτικά τα άσματα:

  • «Κατηραμένη κενωνία» - 80 χιλιάδες δίσκοι
  • «Χάρος» - 100 χιλιάδες δίσκοι
  • «Γιαλελέλι γιαλελέλι θα το κάψω το αμπέλι» - 60 χιλιάδες δίσκοι
  • και το γνωστό και μη εξαιρετέο του μηδιού παρακάτω - 300 χιλιάδες δίσκοι και περιπλέον

    Από τους σλάνγκους χρησιμοποιείται ουχί βεβαίως για να απαριθμήσει τα πόσα τσεντέ πούλησε ΟΣάκηςΟΡουβάς, ο Πάριος ή ο κάθε νταλάρας, αλλά για να δώσει σπέκια στα λεγόμενα ή πράξεις κάποιου, απαριθμώντας έτσι σε δίσκους την επιτυχία αυτού που έκανε / είπε, ή για να δηλώσει πως κάτι δεν υπάρχει, τα σπάει, δηλαδής γαμάει και δέρνει ένα πράμα (Παρ. 1).

Ενίοτε λέγεται και με ειρωνικό τρόπο (Παρ. 2).

Η χρησιμοποίηση αριθμού μπροστά από τους «δίσκους» δεν είναι υποχρεωτική, μπορεί να ειπωθεί απλά «είναι για πολλές χιλιάδες δίσκους».

Εναλλακτικά λέμε και το «είναι πολλά χρόνια μπροστά» και το «για πόσα λεφτά είναι τούτος ρε;»

  1. - Ρε τό 'δες το λήμμα που ανέβασε προψές ο Μπάμπης; ‘Ίσα με 50 χιλιάδες δίσκοι και περιπλέον βαράει το παλικάρι. Δεν υπάρχει σε λέω ο άνθρωπας.

  2. - Άκου καρντά ανεκδοτάκι, καινούργιο σε λέω...
    - Άντε πε, μόνο μην είναι μαλακία…
    - Λοιπόν, τι κοινό έχει ένα πρόβατο και ένα γραμματοκιβώτιο;
    - Έλα μου ντε, τι;
    - Και τα δύο δεν οδηγούν τρακτέρ!!!!
    - Καλά ρε %$@#@#$, πλάκα με κάνεις;;; - Ε τι ρε, δεν σε άρεσε; Αφού τα σπάει ρε… - Ναι ξέρω... Είναι για πολλές χιλιάδες δίσκους… ΜΑΛΑΚΑ!

και το εν λόγο απόσπασμα... (από euripidisk, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εμπόρων, που εννοεί ότι κάτι πουλάει πολύ. Ολόκληρη η έκφραση έχει ως εξής: φεύγουν σαν στραγάλια, πουλάνε σαν στραγάλια.

Τα στραγάλια έχουν τις εξής ιδιότητες:

α) είναι μικρά και στρογγυλά,
β) είναι φτηνά και σε αφθονία (σε σχέση με τα άλλα ξηροκάρπια),
γ) γεμίζουν το στομάχι,
δ) αρέσουν σε όλους.

Βάσει των πιο πάνω χαρακτηριστικών, διαχρονικά, τα στραγάλια έχουν τεράστιο σουξέ σε πολλούς χώρους. Για παράδειγμα από το γήπεδο μέχρι τα σκυλάδικα κ.ο.κ. Έχετε δει κάποιον να πουλάει κάσιους στο γήπεδο;

-Πως πάνε οι δουλειες;
-Γαμιώντας, παρά την κρίση.
-Τι μου λες;
-Άκου που σου λέω, τώρα που ακρίβυναν τα τέλη και η βενζίνη, τα ποδήλατα φεύγουν σαν στραγάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άγια εκείνη μέρα που μια βαθιά και διακαής επιθυμία επιτέλους πραγματοποιείται.

1) Έχε γεια, μην κλαις το μαράζι,
μάθε φυλακτό να μην κρεμάς.
Να λες «Δεν πειράζει,
θα'ρθει η άσπρη μέρα και για μας.»
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

2) «Όσοι έχουν αγνές προθέσεις απέναντι στην ομάδα, μπήκαν στο νόημα και αποφάσισαν να κάνουν κάνα μήνα υπομονή, μπας και αναλάβει αυτός ο άνθρωπος για να δει η ΑΕΚ και μια άσπρη μέρα.» - εξ ιστοσελίδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε ποδοσφαιριστή, του οποίου το πλήρες όνομα είναι Antônio Augusto Ribeiro Reis Junio, ή απλά Ζουνίνιο Περναμπουκάνο. Το όνομα του χρησιμοποιείται όπως παλιότερα του Πελέ ή του Μαραντόνα. Δηλαδή ποιος είσαι ρε μεγάλε; Ο ζουνίνιο; Ο οποίος Ζουνίνιο έχει μετατρέψει τα χτυπήματα φάουλ σε χτυπήματα πέναλτι. Το έχει το παλουκάρι. Επίσης όπως όλοι οι Βραζιλιάνοι είναι θρήσκοι, έτσι και αυτός προτού χτυπήσει τα φάουλ πέναλτι, φιλάει την μπάλα, κάνει το σταυρό του, και εκτελεί.

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται από γνώστες του σπορ, αλλά το ωραίο είναι ότι χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για να χαρακτηρίσει κάποιον ως γαμαωδέρνουλα σε όλους τους τομείς. Όπως παλιότερα ο Λοσάντα (στη μπάντα στη μπάντα, περνάει ο Λοσάντα, ένα πράμα). Σε αυτό συντελεί το κωμικό της λέξης. Για την ιστορία, το όνομα φανερώνει καταγωγή από το Περναμπούκο, επαρχία της Βραζιλίας.

  1. - Τι έγινε με το δάνειο;
    - Πού να σου τα λέω... Μπαίνω στην τράπεζα, στο γραφείο του υποδιευθυντή, με το σεις και με το σας, με είχανε. Πόσα θέλετε ρωτάνε, ντάκα ντάκα...
    - Ίσα ρε... ο περναμπουκάνο είσαι; Μας δουλεύεις; Εδώ έχουν κλείσει οι στρόφιγγες, κι εσύ μας λες ότι σε ρώτησαν κιόλας;
    - Ναι σου λέω, περιμένουμε την έγκριση.
    - Έτσι πες μου, όχι ότι σου τα μετρήσανε κιόλας!

  2. - Και που λες, χθες με το που μπήκα στο μπαράκι μου την πέφτουν δυο μουνάκια. Ένα 22 χρονών και το άλλο 23, το σύνολο 45. Και τους λέω, ήρεμα ρε παιδιά. Θα με φάτε....
    - Ο περναμπουκάνο είσαι ρε μπούστη; Έλειπα δηλαδή μια μέρα κι έπιασες το ποτιστήρι; Την άδεια μου την πήρες ρε τελειωμένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος τα δίνει όλα στο φαΐ, ποτό, γλέντι, τρώει τον αγλέουρα, τα κάνει μπάχαλο όλα, αλλά έχει και την οικονομική δυνατότητα για να κάνει όλα τα παραπάνω!

Προφανώς, από τον εμφατικό τρόπο με τον οποίο γιορτάζουμε οι Έλληνες το Πάσχα. Αναφέρεται και σε τσιμπούσια οικονομικά κτλ.

  1. Και νά 'τανε μόνο ο Ρουσόπουλος! Φαίνεται ότι πολλοί πολιτικοί κι απ΄τα δύο μέγαλα κόμματα κάνανε Πάσχα στο Βατοπαίδι!

  2. Εν μέσω οικονομικής στύσης οι απολύσεις, η ανεργία και οι μειώσεις μισθών πάνε σύννεφο, αλλά οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα λεφτά των φορολογουμένων για να στηρίξει τα λαμόγια, ώστε να συνεχίζουν να κάνουν Πάσχα! Πάσχα των ρουμάνων! (Κατά το «Πάσχα των Ελλήνων»).

  3. Ευτυχώς που υπάρχουν λήμματα «Λερναία Ύδρα» σαν το σύσκεψη της Ιρονίκ, κι έτσι οι καβουροσλανγκόσαυροι θα κάνουν Πάσχα και φέτο!

(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρμένη από την ιδιόλεκτο του καζίνο όπου, για το παιχνίδι της ρουλέτας, σημαίνει ότι η μπίλια καταλήγει και σταθεροποιείται σε έναν από τους τριάντα επτά αριθμούς-υποδοχές του περιστρεφόμενου πάνελ, ολοκληρώνοντας την ιδιόμορφη κλήρωση του παιχνιδιού.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση πού θα κάτσει/έκατσε η μπίλια για να:
1. Δηλώσει ότι τελικά συνέβη κάποια συγκεκριμένη από τις πολλές πιθανές περιπτώσεις στην εξέλιξη ενός γεγονότος που δεν εξαρτάται από εμάς.
2. Δείξει ότι κάποιος αποφάσισε επιτέλους για κάτι, αμφιταλαντευόμενος επί υπερβολικό χρόνο ανάμεσα στις επιλογές του.

  1. - Σειρά βγήκε η μετάθεσή σου;
    - Όχι ρε γαμώτο, παραμένοντας είμαι κι εγώ. Και πρέπει να ξέρω, έχω την δικιά μου να μου ζαλίζει τον έρωτα, έχω τη δουλειά και ανάλογα πού θα είμαι πρέπει να οργανωθώ από τώρα για να βγάζω κανένα χαρτζηλίκι...
    - Όπως όλοι οι αβυσμάτωτοι φίλε... Περιμένουμε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια...

  2. - Ταβερνούλα ή μπαράκι τελικά;
    - Δεν ξέρω ρε συ... Μπαράκι. Οι άλλοι τι θέλουν;
    - Δεν έχουνε πρόβλημα, εσύ είσαι επισκέπτης στην πόλη, όπου πεις εσύ θα πάμε. Λέγε!
    - Εε, ταβερνούλα τότε, να τα πούμε κιόλας; Ή θα πέσουμε; Μήπως κανένα μπαράκι με καλό κόσμο;
    - Άντε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια... Αποφάσισε πια! Πεινάς ή διψάς;
    - Καμιά καλή παράσταση παίζει;
    - Θα σ' αφήσω μέσα...

(από patsis, 18/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από σχετικά πρόσφατη διαφήμιση (μπεσαμέλ Γιώτης, αν θυμάμαι καλά. Αν επίσης θυμάμαι καλά, στη διαφήμιση ήταν η πρώτη εκδοχή: δεν έτυχε, πέτυχε. Δηλ. ήταν σίγουρο το αποτέλεσμα, τόσο νόστιμο είναι το προϊόν).

Το λέμε για να ξεκαθαρίσουμε ότι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας ήταν / δεν ήταν τυχαίο άρα δεν ήταν / ήταν εγγυημένο.

βλ.

  1. Εκδοχή αυτοπεποίθησης:
    - Πώς τα κατάφερες ρε συ και την έπεισες να έρθει;
    - Α, όλα κι όλα, δεν έτυχε, πέτυχε!

  2. Εκδοχή έκπληξης:
    - Ρε συ, πώς τό' κανες αυτό;!
    - Ξέρω και γω;... Έτυχε, δεν πέτυχε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified