Further tags

Η «ποδοσφαιρική ομάδα» - δηλαδή το group - των εθνικοφασίστων.

- Τι φασιστικές παπαριές λέει ο Σταματης να'ουμ... - Μεταγραφή από την φασιστοεθνική μας τον φέραν τον μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.

- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τιβιαστής ή τηλεβιαστής

TV (ελληνιστί «τιβί») + βιαστής

Μαϊντανοί της τηλεόρασης που (επιμένουν να) αποκαλούν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές. Βιάζουν ασύστολα τον εγκέφαλο του τηλεοπτικού κοινού με κάθε λογής εκπομπή-σκουπίδι, με μόνο σκοπό την ικανοποίηση της χαμερπούς ματαιοδοξίας τους.

Φιλοξενούνται σε όλα σχεδόν τα τηλεοπτικά κανάλια, καθότι ξέρουμε ότι σλόγκαν των σταθμών αυτών είναι: «Tα κέρδη πάνω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Ακολουθεί φωτογραφία επεξηγηματική με τυχαία δείγματα της ελληνικής τηλεόρασης (δεν χωράνε όλοι γιατί είναι δεκάδες)…

Πρόκειται για άτομα τηλεκαημένα, με αμφίβολο δείκτη ευφυΐας, που εντελώς συγκυριακά «έπιασαν τον τηλεοπτικό σφυγμό» και εκμεταλλεύτηκαν την τάση που έχει ο ελληνάρας για πάσης φύσεως κουτσομπολιό, παπαριά και κατάντια ώστε να αναρριχηθούν στις πρώτες θέσεις των τηλε-μετρήσεων. Οι φήμες ότι πρόκειται για έξυπνα άτομα που επιτυγχάνουν με το «σπαθί» τους, είναι σαφώς ανυπόστατες και αστείες. Εκτός του ότι απευθύνονται σε μερίδα κοινού με IQ γλυκοπατάτας, άπειρες φορές έχουν πέσει σε ολισθήματα, μέχρι και στην απίστευτη ξεφτίλα να σχολιάζουν ο ένας τον άλλον.

Μέγας τιβιαστής (ή τηλεβιαστής) της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης (βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 14/11/07)(από Tarantula, 14/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης παπάρι.

Μια πιο «καμουφλάζ», πιο κόσμια, έκδοση. Μάγκικος τρόπος έκφρασης όταν δεν θέλει κανείς να γίνει άμεσα χυδαίος.

Την επόμενη φορά που θα γίνει τέτοια μαλακία, θα πάρετε όλοι σας το ριπαπά!

Σύγκρινε με ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη βρισιά, η κατάρα που ξεστομίζουν άτομα πολύ αθυρόστομα, νευρικά και μειωμένης υπομονής και νοημοσύνης. Συνήθως τους φταίει ο Θεός, η Παναγία και ο Χριστός γι' αυτό και τα «ακούνε» πρώτα Αυτοί.

Μα καλά που τον βρήκαν τέτοιο διεθυντή; Έχεις ακούσει πώς μιλάει στους υφιστάμενους του; Ένα λάθος να κάνουν και τους αρχίζει πρωί - πρωί στα καντήλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας. Πρωτοακούστηκε από τον Λαζόπουλο.

..

βλ. και λακαμάς, σαλάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είδος χιμπατζή που αυνανίζεται πού και πού...
  2. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε κάποιον πιο ευγενικά μαλάκα.
    (Έγινε πιο γνωστός από τότε που τον ανέφερε ο Λαζόπουλος!)
  1. - Κοίτα έναν μακάκα στο δέντρο!

  2. - Είσαι πολύ μακάκας όμως!

(από Khan, 17/05/12)

Ο χιμπατζής λέγεται μακάκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των γουδιών. Ο μεγάλος μαλάκας. Χρησιμοποιείται και ως γουδάρχης αλλά σε πιο επίσημο λόγο.

-Καλά, πιστεύεις τον Ρουσσάκη; Αυτός ειναι μεγάααλος γούδαρχος.
Μια φορά μου είχε πει ότι τα είχε με μια Pamela!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αστυνόμος, ο τροχαίος, ο τηρητής της τάξης και του νόμου, ο κατά κόσμον μπασκίνας.

Τα παράγωγα της λέξης είναι το μπατσικό (περιπολικό) και η μπατσαρία (η αστυνομία σ' ένα γενικότερο) ενώ γνωστό είναι και το κλασικό πλέον σύνθημα μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θέλει να αναφερθεί χαϊδευτικά σ' έναν εκπρόσωπο του είδους, υπάρχει και η εκδοχή μπατσούλης (δέον να χρησιμοποιείται με μέτρο).

Η GLX βερσιόν του μπάτσου είναι ο μπάτσμαν.

- Πέρνα ρε μαλάκα, πορτοκαλί είναι, δηλαδή τι πορτοκαλί, σαν ώριμη ντομάτα...
- Όχι ρε πούστη μου! Μπάτσος! Τι θέλω και σ' ακούω ρε άχρηστε;

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά, αυτός που σπάει την παρθενιά μίας κοπέλας ή τα αρχίδια ενός τυπά...

Με μεταφορική έννοια, ο κουραστικός τύπος που, με αυτά που λέει ή με τις παπαριές που κάνει, εκνευρίζει τους άλλους σε βαθμό κατά γράμμα σπασίματος...

Συνώνυμο: σπασαρχίδης, o

- Ρε συ αυτός ο Μιχάλης τι σπάστης που είναι ρε τύπε όλο παπαριές το παλικάρι!!
- Όχι μόνο σπάστης, σπασαρχίδης επιστήμονας είναι ο βλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified