Σήμερα η Β' Παθολογική έχει γεμίσει μορμολύκεια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποκοριστικό της Κατίνας- Κατερίνας, μεγεθυντικό της κατινιάς.
(Για την εξέλιξη διάφορων ονομάτων ως αποτυπούντων ιδιαίτερους ψυχισμούς δες εδώ).
Η πανέμορφη ξανθιά έγινε μια κακιά και πανάσχημη προβατομούρα Κατίγκω (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Αρχικά, προ αμνημονεύτων σήμαινε το κακάσχημο ξύλινο άγαλμακάποιας θεότητας, αργότερα όμως επήλθε ισοπέδωση και χαρακτηρίστηκαν έτσι! τα αγάλματα πάσης φύσεως υλικού.
Στα σλανγκέζικα σημαίνει τον χαζό και τον στόκο, επικεντρώνεται δε στους εκπροσώπους αυτών, εκ του ασθενούς φύλου. Τελευταία το προνόμιο να αποκαλείται έτσι έχει και ο Τζέφρι.
- ΑΝΤΕ ΡΕ ΞΟΑΝΟ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!Σ’ΕΤΣΟΥΞΕ ΠΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ,Ε;ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕΙ,ΟΥΤΕ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΙΧΑΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ!
(εκείθε).
- Καλέ τί λες; ο Α.Π “εξορίστηκε” από τη χούντα!!!! Και ήρωας ο ανδρέας!!!
Έτσι δε μας είπε το ξόανο, ο προδότης ο ΓΑΠ μέσα στη βουλή και ΚΑΝΕΙς μα ΚΑΝΕΙΣ από τη ΝΔ δεν τον αποστόμωσε…!
Είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός κανέναν από δαύτους;
(εδώθε)
Got a better definition? Add it!
Η πράξη του να κάνεις γαργάρα με τα φλόκια του εραστή σου μετά το πέρας του στοματικού σεξ, μια πρακτική μερικά κλικ πιο κίνκι από την απλή κατάποση και πουτσοστράγγιγμα της νοικοκυράς.
Χρησιμοποιείται περισσότερο συνεκδοχικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο που υποτίθεται ότι επιδίδεται στην πρακτική αυτή όντας κοπέλα τελειωμένη, και μάλιστα λιγότερο γυναίκα, και κυρίως φετινό γκέι. Γενικότερα χρησιμοποιείται ως ύβρη. Συχνότερα στο αρσενικό σπερματογαργάρας, ο.
tis manas sou to mouni paliokarioli spermatogargara pou tha miliseis esy gia tin thessaloniki kai ton paok.paliopousti gamimene (ΠΑΟΚ είναι εδώ)
sa pi8ikos einai o kariolhs o antras hahahahh! h palio spermatompoukostra, sifilokolos, arxidozalistras, spermatogargaras, kai de 3erw ti allo... 8a tou skasw ena poutsoskampilo me to kavli mou kai 8a ton kanw 100.000 zhmia...
(εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ένα άτομο (συνήθως έφηβος) που φοράει συνέχεια μάρκες ακριβών ρούχων για να δείξει ότι είναι μοντέρνος, μόνο που τις περισσότερες φορές καταφέρνει το αντίθετο. Συνηθίζεται να αποκαλείται κάποιος /-α ποζέρι αν φτιάχνει όλη την ώρα τα μαλλιά του ή αν σταματάει σε καθρέπτες για να φτιαχτεί. Αυτά τα άτομα χαρακτηρίζονται από το σνομπ ύφος και βλέμμα τους. Συνώνυμο του ψώνιου.
Πιθανή προέλευση από την λέξη «πόζα». Μπορεί να θεωρηθεί και ύβρις.
Αυτή η Μαρία αποδείχθηκε πολύ ποζέρι τελικά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απαξιωτικός, υποτιμητικός και μειωτικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται ή χαρακτηρίζει πρόσωπα του στενού ή ευρύτερου περιβάλλοντος, χάριν αστεϊσμού, πειράγματος ή εμπαιγμού.
Κυριολεκτικά ο όρος δεν σημαίνει κάτι συγκεκριμένο. Μπορεί άφοβα και χαλαρά να χρησιμοποιηθεί σε χαβαλεδο-αντροπαρέες νεαρών.
Συνώνυμα χλεχλές, κασόμπρα, φιρφιρής, μαλάκας κλπ
Άντε ρε παλιομαγλύφα. Κάτσε φρόνιμα, τι ειν' αυτά που λες πάλι!
Α τον παλιομαγλύφα! Τι μαλακία έκανε πάλι;
Got a better definition? Add it!
Από το τουρκικό κιόρ, που σημαίνει κυριολεκτικά ο τυφλός ο αόμματος. Απαντάται και ως «κιόρι».
Έτσι προσφωνείται απαξιωτικά έως υβριστικά ο απρόσεκτος. Ευρέως διαδεδομένο στη Β. Ελλάδα.
Πού πας βρε κιόρι;! Ολόκληρο STOP μπροστά σου και δεν το βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Ο αχάριστος - αν και ευεργετηθείς από εμάς, μας κατηγορεί.
«- Ο τσιγκούνης, δε μας δίνει καμιά πενηνταριά χιλιάδες ευρώ...» είπε ο κλασαρχίδης για τον ευεργέτη του.
Got a better definition? Add it!
Ο λίγος, ο μη επαρκής, μεταξύ υπαρκτού και ανυπάρκτου, τη βγάζει και δεν την βγάζει,
χαροπαλεύει πριν το τέλος, αλλά δεν τελειώνει.
Βλέπε και ελληνική οικονομία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τυχαίος, φτωχός κι αμόρφωτος, αλλά επηρμένος, που παριστάνει τον κάποιο.
Έλα μωρέ τον Βασιλάκη τον λεμέγκουρα μου λες τώρα, που το παίζει σπουδαίος, δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί του, όλο μαλακίες πετάει.
Got a better definition? Add it!