Further tags

Το γνωστό ζογκλεριστίκο ματζαφλάρι, αυτή την φορά υπό την έννοια της ατυχίας, ολοκληρωτικής αποτυχίας, γαμησιού.

  1. - Πώς πήγε εχθές η μπάλα;
    - Άσε ρε φίλε φάγαμε πόι...

  2. - Τηνε γάμησες χθες;
    - Ρίξαμε κάνα δυό πόι.

(από kloufo, 06/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά για τους Γερμανούς, όπως λέμε Οστρογότθοι και Βησιγότθοι, ότι είναι βάρβαροι και κοπρίτες.

Θα χάνουν οι Έλληνες τα σπίτια τους και θα τα αγοράζουν οι κοπρογότθοι να κάνουν διακοπές γαμώ τη μανούλα τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάρβαρος που τρώει βελανίδια για να ζήσει. Το λέμε για να βρίσουμε τους Βορειοευρωπαίους που έτρωγαν βελανίδια, όταν οι Έλληνες ήταν πολιτισμένοι. Και κάποιος που είναι ουγκ λέγεται βελανιδοφάγος Ούννος.

Μας πάνε γαμιώντας οι βελανιδοφάγοι! Μόνο για να έρχονται το καλοκαίρι να κάνουν μπάνια μας θέλουν.

Εντάξει να τον φιλοξενήσουμε τον φίλο της Μαρίας. Αλλά μη μας βγει κάνας βελανιδοφάγος Ούννος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υβρεολόγιο για Εβραίους από ναζήδες, χρυσαυγίτες και άλλους αντισημίτες.

Τι ήταν αυτό που πάθαμε. Καθόμασταν πίσω από δυο ψεκασμένους στο αεροπλάνο κι όλη την πτήση είχαν αρχίσει στο εβραιολόγιο την οικογένεια Ρόθτσιλντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὅστις μπαγλαρώνει: πας τεστοστερονούχος νταής, τζόρας, βαρυψώλης, μπατσόνι, κουραδόμαγκας, ή ανήκων σε λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

1.
25-30 μπαγλαράδες με ρόπαλα και αλυσίδες να δέρνουν ένα φουκαρά και ίδιο είναι να τα βγάζεις πέρα μόνος ;. Ρόμπες σε όλα τους.

2.
Όσο για τις κομματικές νεολαίες, τρομάρα τους. Θυμάμαι πριν από λίγο καιρό στην Νομική όταν μια ομάδα δέκα ατόμων μπήκε και διάλυσε μια αίθουσα, όπου συνεδρίαζε μία ολόκληρη συνέλευση τμήματος με διακόσια άτομα, κανένας «δημοκράτης» μπαγλαράς, δεν βρέθηκε να ορθώσει το ανάστημα του και να τους πάρει με τις κλωτσές.

Ινσέψιο: το μπαγλάρωμα ενός μπαγλαρά. (από σφυρίζων, 16/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χλίμης, ο χλιμίτζουρας, ο φίτσουλας, ο χλέμπουρας, η χλεμπόνα, ο χλεμπονιάρης, ο λαδοπόντικας, ο πορδοσάλτε.

Προφάνουσλυ εκ του ομώνυμου εμπτύσματος.

1.
Αυτός ο χλέπας που θέλανε κάτι δικά μας τσουτσέκια, να του δώσουνε να κρατήσει τη σημαία, λές κι ήτανε κανένα καφάσι ντομάτες, θα γυρίσει από τις Λόντρες, που τον σπουδάξαμε, και θα κάνει κόμμα, να μας μπει και στη μύτη!

2.
Και μέσα σε όλα αυτά κάθε καρακάξα στο γραφείο να συζητάει για τον «Άγιο Βλαμμεντίνο», τι δώρο θα της πάρει ο γκόμενος και πόσο θα χώσει το χέρι στην τσέπη ο κάθε χλέπας. Τι άντρες σκυλάκια κυκολοφορούν ρε διάολε.

3.
Ποσο χλεπας πρεπει να εισαι για να προσπαθεις να πηδηξεις δειχνοντας καρτα της ΧΑ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχής χαρακτηρισμός του Κόμματος και των μελών του, υπονοεί ότι οι κουκουέδες είναι πειθήνια βελάζοντα προβατάκια.

Βλ. επίσης: αρσενοκνίτης, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο, κούτβηδες, λαϊφστάλιν, σταλίνας, σταλινοτσολιάς, το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

1.
- Από τη σύγκρουση εκείνη, εκτός από το μόνιμο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου, έμεινε στην ιστορία το όνομα του αρχισυνδικαλιστή τότε της ΚΝΕ στο Χημικό, του φημισμένου Μαλάμη. Θα τον θυμίζουν στους επόμενους και οι στίχοι τραγουδιού του Τζίμη Πανούση, που τότε έχτιζε κι αυτός την εικόνα του ατίθασου και αταξινόμητου καλλιτέχνη: «Βάρα μας Μαλάμη, χτύπα μας Μαλάμη, είμαστε όλοι μαζοχιστές» διότι «μας χτυπούσαν αδελφωμένοι φοιτητές και εργατιά». («Μαλαμης ο αρχιτραμπουκος των τραμπουκων του κουκουμπε»)

2.
- αχαχαχαχαχα η νουδουλα το τσυριζα το πατσοκ η ρημαδ οι καμμενοι και τα κουκουμπε εχουν …………. σοβαρό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο.

3.
- ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΚΟΥΚΟΥΜΠΕ,,,,,,ΞΥΠΝΗΣΕ Ο ΛΑΟΣ

4.
- Τσιπρανδρέου, Θαμαράς, Ποταμίσοι, Κουνέλης, Κουκουμπε..ΑΝΤΑΡ-CIA, Αλ Καμίν ή Κρασέμπορας;

5.
Μια φορά από κάτι κουκουμπέδες σαν εσένα Λευτεράκη δεν έχουμε κάτι να περιμένουμε. Εσύ πας με τα γυναικόπαιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεμελιώδες αυτό γαμοσλανγκοτέτοιο προσθέτει πολλά κιλά συναισθηματικού βάρους σε κάθε μπινελίκι. Επισυνάπτονας το μέσα σε κραυγές απογοήτευσης ή απόγνωσης τ. «το Χριστό μου / την Παναγία μου», πετυχαίνουμε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον άλλον, μια συναισθηματική ταύτιση και κατανόηση, κανονικό einfühlung που λένε και στα βραστοχώρια.

Η προέλευση του μέσα είναι αινιγματική. Ο παπαρόγιαννος προτείνει μια θεμιτή ερμηνεία, σχολιάζοντας το λήμμαν χέσε μέσα: > πρέπει να προέρχεται από τον παλιό καλό καιρό, όπου οι τουαλέτες δεν ήτανε μέσα στα σπίτια, αλλά έξω, είτε αυτές ήτανε Καλλιόπες είτε ήτανε εξοχικές. Εάν λοιπόν ο καιρός έξω ήτανε τόσο χάλια ή εάν έξω τριγυρνούσε εχθρικός στρατός, έτσι που δεν μπορούσες να βγεις έξω από το σπίτι για να αφοδεύσεις, έπρεπε αναγκαστικά να «χέσεις μέσα» στην κυριολεξία. Για αυτό και το χέσε μέσα δηλώνει μια τελείως χάλια κατάσταση, ισάξια στο χάλι μιας θεομηνίας ή μιας ξένης κατοχής[/quote]...δίνοντας πάσα στον χότζουλα...[quote=HODJAS]Το «μέσα» ίσως να προέρχεται απο την έκφραση του λήμματος, αλλά πλέον έχει αυτονομηθεί. Δηλ. λέμε «την Αγία μου μέσα!», «την Πανακόλα μου μέσα!», «γαμήσου μέσα!» κλπ-κλπ

paparogiannos Εναλλακτικά, και πιο οκκαμικά, το μέσα μπορεί απλούστατα να παραπέμπει στα εσώψυχά μας, στα σπλάχνα μας, στην καρδιά μας.

1.
Μια Ακρίτα, ένας Νότης και μια Βανδή...Χέσε μέσα δηλαδή!

2.
- Πότε σε ευνούχισα το κέρατό μου μέσα;;; όταν κάποιος λέει σε μια γυναίκα ότι είναι ευνουχιστική τι εννοεί;;; ΜΙΛΑΩ ΣΟΒΑΡΑ, ΜΗΝ ΑΡΧΙΣΕΤΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ

3.
Το φελέκι μου μέσα με την τεχνολογία τους...

4.
Αν δεις σκ@τ@ στον ύπνο σου πολλά λεφτά θα πάρεις. Δεν ξέρω αν ισχύει για άλλα μέρη της Ελλάδας αλλα σε μας το θεωρούν καλό. Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι… Ξέρει κανείς πως βγήκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς τελείως clopy paste από -ίδη, είσαι μεγάλο αρχίδι του Dirty talking την 23/02/09.

Όποιος αθλητικός παράγοντας έχει επώνυμο με κατάληξη -άκης (κατά το Βροντάκης), πιθανόν λόγω κρητικής καταγωγής, βρίζεται από τους αντίπαλους φιλάθλους ως μουνάκι, για να βγει η ομοιοκαταληξία. [Προσθήκη: Θέλουν ταίριασμα οι συλλαβές για να βγαίνει το μέτρο, όπως άλλωστε και στο κλοπιμαίον λήμμα.]

«Τέλη Μπατάκη (πού τον θυμήθηκα τώρα)
είσαι μεγάλο μουνάκι
Τέλη Μπατάάάάκη
είσαι μεγάλο μουνάκι» (στο ρυθμό του guantanamera όπως και στο παράδειγμα του ληστευθέντος λήμματος).

(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified