Further tags

Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.

Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...

%

Βλ. και Τσαμπικία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός μεγάλου μεγέθους (καθότι τα βουλγαρικα θυμιατήρια είναι τεράστια σε μέγεθος). Αναφέρεται συνήθως σε κώλους.

- Άμα έρθω εκεί θα σου κάνω τον κώλο βουλγάρικο θυμιατήρι, ρε τρόμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς να το καταλαβάινει, λες στον άλλο ότι είναι για το πέος / πούτσο.

Ο «Αχιλλέας» βγαίνει από το ονοματεπώνυμο ενός παλιού πρόεδρου του πανιωνίου, τον Αχιλλέα Μπέο... Οπότε... Αχιλλέας Μπέος > Πέος > Πούτσος

- Ρε συ, τι λάθος έκανες πάλι... Είσαι για τον Αχιλλέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοσοκόμα.

- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.

Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.

Γιά μάντεψε σκατόμαγκα, ο κώλος μου τί μυρίζει», Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «Καντηλανάφτης» (1993) (από vikar, 17/08/11)

βλ. και κουραδόμπεης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άντρας που διπλαρώνει γυναίκες, τις περιτριγυρίζει σε κάθε ευκαιρία, γίνεται εξόφθαλμα ενοχλητικός και φορτικός και δεν ξεκολλά απ' αυτές και ποτέ δεν καταφέρνει να κάνει σεξ μαζί τους. Η λέξη αποτελείται απο το ποτέ και το γαμήσι-- αυτός που ποτέ δεν γαμεί.
Ο ποτεγαμήσης έχει παραπλήσια έννοια με τον καληνυχτάκια.

- Κοίτα ρε τον Δημήτρη, πάλι στο μπούρ-μπούρ την έπιασε την Ελένη... Πάλι με το πουλί στο χέρι θα μείνει...!
- Άσε με ρε αυτόν τον βλάκα τον ποτεγαμήση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει ψυχή σκατένια, σκατά στην ψυχή του. Βαριά λέξη για τον εξαιρετικά κακόψυχο.

- Τι γλυκιά γριούλα...
- Να ήξερες τι σκατόψυχη που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης πούτσες από κάποιον που δεν θέλει ή δεν μπορεί να την πει ή που δεν θέλει να την καταλάβουν κάποιοι άσχετοι.

- Τι έγινε, πέρασες τις εξετάσεις;
- Φίτσες, του χρόνου πάλι εδώ θά' μαστε...

Got a better definition? Add it!

Published