Further tags

Η χοντρή γυναίκα, η μπομπιστάμνα, η πατσόλα και δεν συμμαζεύεται.

Η ρίζα και η καταγωγή της λέξης άγνωστη, όποιος γνωρίζει να σχολιάσει.

-Καλά πόσα κιλά είναι αυτή η μποχλάδω η Σούλα;
-Ξέρω γω; Δε χωράει να περάσει απο την πόρτα ο ιπποπόταμος.

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση που δεν ακούγεται πια.

  1. Μόρτικο (και συνθηματικό) προσωνύμιο του αργιλέ. Κάποια στιγμή άρχισε να παίρνει και την έννοια του 2.

  2. Ο «είπα ξείπα». Που λέει και ξελέει. Τα φυσάει και μετά τα ρουφάει. Ο είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω

Με την εξαφάνιση των αργιλέδων, χάθηκε το προσωνύμιο και παρέμεινε η δεύτερη σημασία, η οποία ενισχύθηκε κιόλας με την εμφάνιση των πρώτων βυτίων εκκενώσεων βόθρων! Τα ονόμασαν και αυτά «φυσαρούφες» από τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η αντλία τους.

Και ο φυσαρούφας απέκτησε και το «άρωμα» του λαγού στο σχετικό ανέκδοτο της παραπομπής «είπα, ξείπα...».

-Ρε βλάμη, πες του Νώντα ότι θα έρτω αργά το βράδυ. Να 'τοιμάσει έναν φυσαρούφα μωρ' αδερφάκι μου.

-Βασίστηκα κι εγώ στα λόγια του Τάσου και την πάτησα.
-Α καλά, αυτός είναι φυσαρούφας δεν τό 'ξερες;

-Ρε τον Αλέκο. Και τί δεν είπε για τον Μήτσο, ξέρασε ένα σωρό σκατά. Και μόλις έσκασε μύτη ο Μήτσος, τα ρούφηξε όλα πίσω ο φυσαρούφας.

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για μια πανταχόθεν και πλήρως διακεκορευμένη γυναίκα ή λουγκρίτσα, αυτή της οποίας το μουνί ή / και η σούφρα έχουν κυριολεκτικά υπερχειλίσει από σπέρμα.

Βλ. επίσης: στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;
- Π. Χατζηστεφάνου: Στις κοντοψώλες σαν και σένα.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Τι συναισθήματα σου προκαλεί ένα ωραίο γυναικείο κορμί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Εμετό.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: ...και ένα αντρικό κωλί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Καύλα. Όχι όμως το δικό σου που είμαι σίγουρος ότι είσαι γιαουρτομούνα.

(Συνέντευξη του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου σε Κύπριο δημοσιογράφο που δημοσιεύτηκε από τον blogger Ππουστόπαιδο εδώ)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης. Ο καναπές. Ο ανεπρόκοπος. Αυτός που κάνει καριέρα στην ξάπλα.

Η έκφραση προέρχεται από τα συμπαθή τετράποδα που δεν κάνουν άλλη δουλειά από το να κοπρίζουν ολόγυρα, κάνοντάς μας να βλαστημάμε την ώρα και την στιγμή που αγοράσαμε παπούτσια με τρακτερωτή σόλα.

Σήκω πήγαινε για δουλειά, ρε κοπρίτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο έννοιες:

1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, αντίστοιχο του μαλάκω.

2. Η ανδρική σούφρα, στην λουμπινίστικη υποκουλτούρα.

1η έννοια

«...στο Μοναστηράκι, την ώρα που κλείνουν οι πόρτες μια κοπέλα τρέχει και καταφέρνει να χωθεί στο φορτωμένο βαγόνι. Ένας απ’τους φύλακες του σταθμού, με στολή και γυαλί Ray-ban, που του δίνουν αέρα «είμαι ο γαμάω και δέρνω του σταθμού», λέει το ανεπίτρεπτο «θα σου γαμήσω, κωλόμουνο», στην κοπέλα, που είναι ήδη μέσα στο βαγόνι κι αυτός έχει κολλήσει έξω από την πόρτα, γρυλλίζοντας...» (από blog)

2η έννοια

«... όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, 'γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις'...» (Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «Επώνυμη»)

- Τι σε ξενερώνει;
- Λούγκρες σαν και σένα που θέλουν διακαώς να πηδήξω το κωλόμουνο τους αλλά με κουράζουν με τις μικροαστικές αναστολές τους.
(Gay νταηλίκι του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στον Κύπριο blogger Ππουστόπαιδο)

«...οι ροχάλες του ήταν αρκετές για να μου σαλιώσουν καλά το κωλόμουνο μου και να το μεταχειριστεί όπως γούσταρε. Ανέβαινα ξανά προς τον πούτσο του όταν η μυρωδιά του κώλου του με έβαλε σε πειρασμό να του τον γλύψω...»
(Ρομαντικό αφήγημα από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μεγάλο πέος. Για έμφαση: Κολώνα της ΔΕΗ.
Υποκοριστικό: Λαμπάδα.

Στα πλαίσια βρις-οφ:

- Χτύπα ρε τον κώλο σου στην κολώνα να πέσουν οι καπότες μου!
- Βγάλε πρώτα την κολώνα της ΔΕΗ απ' τον δικό σου κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, όχι δεν μιλάμε για τον μαλάκα της διπλανής πόρτας.

Δεν μιλάμε για κάποιο συνηθισμένο μαλακάκο. Μιλάμε για μαλάκα με δίπλωμα. Με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρακαλώ! Λέμε τώρα!

Γι 'αυτό κι οι σκέψεις του, οι λόγοι του και τα επιτεύγματά του αναδεικνύουν την μοναδική και ξεχωριστή σφραγίδα του. Ο τύπος δεν έχει ανάγκη να αναπαράγει τις απλές μαλακιούλες των άλλων. Ακολουθεί το δικό του ξεχωριστό μονοπάτι. Έχει επαγγελματισμό! Αμ τι; Μπρίκια κολλάει;

Αν η μαλακία ήταν επιστήμη, το δίχως άλλο θα ήταν ένας από τους διακεκριμένους γκουρού της, που, χωρίς να μελετήσει και να ερευνήσει, χάρη στις αυθόρμητες μοναδικές ενέργειές του, θα ανοίγει συνεχώς νέους ορίζοντες. Συνεχώς θα 'ρχονται ολόφρεσκες φλασιές στην γκλάβα αυτού του Κύρου Γρανάζη της μαλακίας, για άλλες μαλακίες ιστορικές... για άλλες πιο μεγάλες και πιο τρανές.

Σημείωση:

1) Αν και υπάρχει έμμεση επιγραμματική αναφορά του όρου σ' αυτό το λήμμα, θεώρησα πως έπρεπε ο μαλάκας με πατέντα, αυτή η ειδική και ξεχωριστή περίπτωση μαλάκα, να αποκτήσει τη δική του αυτόνομη θέση.

2) Στο πιο χαλαρό, ο μαλάκας με πατέντα αποκαλείται: Βλάκας με πατέντα με κεφαλαίο Μ.

- Κοίτα τι μαλακίες έκανε πάλι το άτομο...
- Καλά... Κάθε μέρα κάτι ξεχωριστό. Δεν προβλέπεται με τίποτα. Αμα κάποιος γεννηθεί μαλάκας... κάθε μέρα και μια νέα μαλακία. Δεν εφησυχάζει ποτέ!
- Εμ, δεν είναι κλασσικός μαλάκας φίλε μου. Μαλάκας με πατέντα είναι! To 'ριξε στις πατεντιές πάλι! χαχαμπουχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ιταλός, υποτιμητικά.

Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».

- Α, εγώ με ξένους δεν πάω. - Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Εβραίοι, οι μεγάλοι νταβατζήδες της Μέσης Ανατολής και όλου του πλανήτη.

- Άκου ρε Μήτσο, τι είπε στις ειδήσεις, 2000 άμαχοι παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί μετά από βομβαρδισμούς Ισραηλινών.
- Γαμώ τον Δαβίδ τους, με τους κωλοσταυρόχριστους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified