Further tags

Δηλώνει τον τύπο χαμηλού κοινωνικού επιπέδου, εθισμένο στην κουτοπονηριά και στην «στραβή», που, ενώ σε κανονικές συνθήκες θα τον χαρακτήριζες αρχίδι, επιτακτικά και εμφατικά τον αποκαλείς ψωλαρχίδη! (με μετατροπή του ουδετέρου σε αρσενικό ευγενείας και επικλήσεως).

Υπονοεί τον ικανό ειδικώς μόνο για αναπαραγωγή και γενικώς το άχρηστο υποκείμενο.

Συναντάται και με κατάληξη -ας (ψωλαρχίδας) και δηλώνει πέραν των ανωτέρω και μεγαλοπρέπεια.

- Άχρηστος υδραυλικός ο άντρας σου χρυσή μου, όλοι στην γειτονιά το λένε!
- Ασ' τονα μωρέ, τον ψωλαρχίδα...

Δες και αρχίδας, -αρχίδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από @BeatKiddo: «μαλακοπίτουρας είναι ο μαλάκας που ανακατεύεται με τα πίτουρα και τον τρώνε οι κότες τελικά».

Δεν είναι σωστό να προσθέσω νέο ορισμό στη λέξη αυτή αφού ο φίλος μας BeatKiddo την ετυμολόγησε πολύ σωστά με 3 λόγια, πλην όμως δεν την έβαλε ως νέο και σωστό ορισμό κι έτσι πέρασε ως σχόλιο απλό. Συντρέχω εγώ για χάρη του, αλλά κι επειδή βρε παλιόπαιδα δεν αφήνετε καν μια λέξη στην ησυχία της για να την προσδιορίσει κάποιος παλαιότερος που την άκουγε επί χρόνια. Ντροπής και αίσχος σας και θα διαμαρτυρηθώ στον Μπαμπινιώτη για να λάβει μέτρα εναντίον σας. Καταντάει σκάνδαλο η συμπεριφορά σας. Στο επί τούτου θέμα μας τώρα, περί τής λέξεως δηλαδής.


Ο καθαρόαιμος κι αρχέγονος μαλάκας όταν συνδυάζεται με τα πίτουρα που τρώνε οι κότες γίνεται τόσο μαλακοβιόλης (μαλάκας για τα μπάζα δηλαδή) που καταντάει να κυλιστεί καταχαμέ παρέα με τις κότες. Γίνεται ένα πράμα με τις κουτσουλιές τους και τα πίτουρά τους. Μιλάμε δηλαδής για τεράστια ξεφτίλα που όμως περνάει απαρατήρητη από τον γνήσιο μαλακοπίτουρα, διότι αυτός ηδονίζεται να τον τρώνε οι κότες. Την καταβρίσκει ο μαλθακο-τσούτσουνος εκεί μέσα στα κοτέτσια, είναι το φυσικό του περιβάλλον, για εκεί γεννήθηκε, και μόνο από παρεξήγηση παράλογη συμβαίνει συχνά να βλέπουμε τέτοια αξιοθρήνητα τυπάκια να γίνονται πρωθυπουργοί μιας όποιας χώρας ή και πρόεδροι τής πιο ισχυρής χώρας τού πλανήτη Γη (μήπως αυτόν τον έρμο πλανήτη πρέπει να τον λέμε Γείτσα κι όχι Γη; Από το «γείτσες» που λέμε όταν κάποια/ος φτερνίζεται. Με τις υγείες σας δηλαδής, διότι σάς βλέπω σφόδρα εξαντλημένη κυρία μου).

*ΥΓ @BeatKiddo Σε σύντρεξα ωρέ'μ για έκανα λάθος που το έγραψα;

- Ρε Γιώργη τι θα γίνει μ' αυτόν τον Παρτσακλή; (αληθινά ονόματα δε λέμε, οικογένειες δε θίγουμε)
- Τι έγινε πάλι με δαύτον;
- Πάει συνέχεια ο βρωμόπουστας στον διευθυντή και λέει ένα σωρό αρχιδιές για όλους μας εδώ μέσα. Τι διάολο συμβαίνει μ' αυτόν τον κοπρίτη; Εϊναι ρουφιάνος;
- Όχι ρε συ, χαλάρωσε, μαλακοπίτουρας είναι ο ηλίθιος κι όλο ανακατεύεται παντού. Δεν είναι ρουφιάνος, καραγκιόζης ολκής είναι, χέστονα ρε Θάνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με την εθελοντική συλλογική προστασία του περιβάλλοντος με σκοπό το προσπορισμό ανάθεσης εργασιών, έμμισθων θέσεων και αξιωμάτων, για τον ίδιο και τους οικείους του.

Ωχ, αυτός πάλι μιλάει για την άγρια φύση, όμως τον ξέρω εγώ τι περιβαλλοντοπατέρας είναι, όλο κονέ με το υπουργείο είναι για καμία ανάθεση έργου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελειωμένη αδερφάρα, αυτός που, όταν ρίξεις καρφίτσα πάνω του, γλιστράει και πέφτει.

Ο όρος αποδίδεται μόνο στις περιπτώσεις που η λέξη πούστης έιναι πολύ φτωχή να χαρακτηρίσει τον εν λόγω τοιούτο.

- Ρε μαλάκα, τι με έφερες στο Γκάζι μέσα στις αδερφές, δεν πηγαίναμε αλλού;
- Έχεις δίκιο, δεν το σκέφτηκα. Κοίτα αυτόν ρε που μας κοιτάει στο ύψος του πούτσου! Λες να θέλει να μας βάλει;
- Καλά αυτός δεν είναι απλά αδερφή, είναι τρίπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αυτός που παίζει το πέος του. Λογοπαίγνιο από το «θεομπαίχτης» και το «πέος». Κυριολεκτικά, βέβαια, θα σήμαινε «αυτός που εμπαίζει το πέος του», αλλά ποιος νοιάζεται;

Αντώνυμο: πεομπήχτης

— Θα 'ρθει και ο Μάκης. Τον θυμάσαι, έτσι;
— Αν τον θυμάμαι, λέει; Μεγάλος πεομπαίχτης!

Δες ακόμη: πεοκρούστης, ψωλοβρόντης / ψωλοκοπάνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον κατ' ευφημισμόν μάγκα, ο οποίος αυτοαποκαλείται ατρόμητος και θαρρετός, ωστόσο σε κάποια δύσκολη περίσταση μόνο φόβο και ατολμία έχει να καταδείξει. Το πρώτο συνθετικό (κουραμπιές) χρησιμοποιείται για να δείξει κάτι το ευπαρουσίαστο, το οποίο, όμως, θρυμματίζεται σχετικά εύκολα.

Ρε φίλε, αυτός ο Μηνάς σκέτος κουραμπιεδόμαγκας είναι, προχθές που μας κόλλησαν τρεις αλβανοί αυτός έκλασε μαλλί και άρχισε να τρέχει.

(από Sasa, 17/05/10)

βλ. και κουραδόμαγκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πάρα πολύ αδύνατος καI σκεβρωμένος, αυτός που είναι σαν χτικιάρης. Το λήμμα βγαίνει από τον Κίκι Αλόνσο.

Επίσης, ο κρυωμένος που βήχοντας βγάζει κάτι φλέματα σαν τάλιρα.

  1. -Γκουχ-γκουχ
    -Σκασε ρε Χτίκι Αλονσο και μας έβγαλες τ' άντερα!

  2. Κοίτα τον πως έγινε ρε, ο Παυλάκης. Είπαμε ν' αδυνατίσει αλλά το παράκανε. Χτίκι Αλόνσο έγινε.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για έναν παλιοχαρακτήρα, κομπλεξικό, το λίγο μαλάκα αλλα κατα τ'αλλα καλό παιδί σε ήπιο τόνο για να μην παρεξηγηθεί.

Από την ταινία που μεγάλωσε την γένια μου, από τη δοξασμένη δεκαετία των έϊτις το «Βασικά καλησπέρα σας!».

Κούλα μ' ακούς, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος...

(από notheitis, 07/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος, ο χαζός. Άνθρωπος με πολύ χαμηλό IQ που δεν είναι ικανός για το οτιδήποτε.

Τις περισσότερες φορές το χρησιμοποιούμε είτε για να μειώσουμε κάποιον υπερβολικά, είτε για να κακοχαρακτηρίσουμε κάποιον λόγω κάποιας ηλίθιας πράξης του.

  1. - Θα βγω με την Ιωάννα σήμερα, μου είπε ότι θα με βοηθήσει με την εργασία μου.
    - Πας καλά ρε; Αυτή είναι τέρμα ανεγκέφαλη!

  2. - Έχω τρελά νεύρα!
    - Τι έγινε;
    - Έφαγα πόρτα πάλι! Σήμερα μου 'παν ότι δεν ήμουν ντυμένος κατάλληλα και τσεσπού! Αυτοί οι πορτιέρηδες είναι κυριολεκτικά ανεγκέφαλοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα.

Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για το αδύναμο φύλο και ειδικότερα για αυτές που έχουν περιττά κιλά.

Επίσης χαρακτηρίζει τη γκάμα αυτή των γυναικών που, ενώ αρχικά υπήρξαν καλλίγραμμες, στη συνέχεια έβαλαν κιλά η φούσκωσαν απότομα, σαν να έτρωγαν όντως φασολάδα για πολύ καιρό.

Λέγεται και «φασόλι».

  1. - Λοιπόν μάγκες, κανόνισα έξοδο το βράδυ με την Εμανουέλα και μια φίλη της!
    - Μην κάνεις καμιά μαλακία ρε, την είδα χθες στο λεωφορείο και έχει γίνει σκέτη φασολάδα.
    - Φτου! καλά θα της δώσω άκυρο.

  2. - Ψήνεται κανείς για ποτό το βράδυ;
    - Ναι εγώ. Έχουμε κάνα γυναικωτό να πάρουμε, ή μόνο άντρες;
    - Χθες γνώρισα δυο να τις πάρω; Αλλά είναι φασόλια και τα δυο, σ' το λέω.
    - Ε τότε άσ' το, βγαίνουμε και μόνοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified