Further tags

Η γυναίκα-σκύλα. Οι διαβαθμίσεις της κυμαίνονται από τη δυναμική γυναίκα που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της έως την συμπλεγματική που επιχειρεί να επιβάλλεται πάντα, παντού και στον οποιονδήποτε με επιθετικούς τρόπους και εξίσου συμπλεγματική συμπεριφορά, ενδίδοντας στον ψυχαναγκασμό του να αποδεικνύει συνεχώς την (κακώς εννοούμενη) αξία της. Ο χαρακτηρισμός είναι συνηθέστερος γι' αυτό το άκρο και με προσβλητική έννοια.

Σαφής η προέλευση της λέξης από την αγγλική bitch η οποία έχει ενσωματωθεί στα ελληνικά και αυτούσια (μπιτς). Καμία σχέση όμως με την παραλία (beach, όπου το ι εδώ προφέρεται πιο μακρόσυρτα) αν και αυτό δεν αποτρέπει τη μπιτσάρα να παίρνει και την στάση παραλίας, άσχετο.

  1. (Έχουσα το γνώθι σ' εαυτόν:)
    Μου 'ρθε ο Γιώργος σήμερα με λουλούδια και συγγνώμες για τα χθεσινά αλλά δεν μάσησα και τον έστειλα στον αγύριστο! Δεν τού 'φτανε το χθεσινό χεσίδι, ήθελε κι άλλο σήμερα! Θα του δείξω εγώ με τι μπιτσάρα έχει να κάνει!

  2. (Συζητούν δύο συνάδελφοι:)
    - Καλά, τι φρούτο είναι αυτή η καινούρια προϊσταμένη;
    - Άστα, απ' την μέρα που πάτησε το πόδι της στο γραφείο μας πάει κωλοφεράντζα... Αντί να ξεστραβωθεί να μάθει που παν τα τέσσερα πρώτα... Τι θέλει ν' αποδείξει δεν μπορώ να καταλάβω!
    - Τι να θέλει η μαλάκω, ότι είναι και γαμώ τα μανατζίρια, ότι αυτή είναι και κανείς άλλος!
    - Λες να το κάνει τώρα στην αρχή και με τον καιρό να το αφήσει το μαστίγιο;
    - Ας γελάσω! αυτή το 'χει στο DNA της, δεν την κατάλαβες τι μπιτσάρα είναι;

  3. (Συζητούν δύο συνάδελφοι [έχει πέραση σε εργασιακούς χώρους]:)
    - Τι είναι αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω...
    - Κοίτα, η γυναίκα το κατέχει το πράγμα καλά και έχει τεκμηριωμένη άποψη, νομίζω δικαιολογημένα στη βγήκε στο μίτινγκ...
    - Ναι δεν λέω, την είπα την πίπα μου κι εγώ, αλλά πολύ μπιτς η γυναίκα ρε φίλε...
    - Με την καλή έννοια! η Νίκη είναι τσακάλι στη δουλειά της και δεν σηκώνει έτσι για πλάκα μα και μου!

(από King_Alobar24, 21/09/08)(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός βαθμός της λέξης ρεμάλι. Μία μάλλον παππουδίστικη έκφραση καθώς βγήκε από την ομώνυμη ταινία της δεκαετίας του '60, και λίγοι τη θυμούνται μέχρι σήμερα.

- Μήτσοοοο! Πού γύρναγες πάλι ρε σίχαμα της κοινωνίας, ρε μουλάρι ξεκαπίστρωτο, ρε ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη;
- Έλα πατέρα, ε όχι και «ρε»!.

(από rigo21, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γλωσσού και πρηξαρχίδω γυνή, που δε βάζει γλώσσα μέσα. Δεινή κουτσομπόλα, με πολύ θράσος, που καλύτερα να μη σε πιάσει στο στόμα της. Είσαι από χέρι χαμένος σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση.

Στα υπέρ (γι΄αυτήν και μόνο) το ότι σε βάζει στη θέση σου με πολύ φειδωλή χρήση μπινελικίων. Δεν αντέχεται, ειδικά αν πρόκειται για girl power περίπτωση. Hobby της το φτυάρι και το κατινάζ.

- Ω ρε μάνα μου, είπα στην κυρία Σόνια την από κάτω για τα σκουπίδια και έφαγα χοντρή ήττα... Με λύγισε... Μισή ώρα μού 'χωνε «Και ποιος είσαι συ που θα μου πεις για τα σκουπίδια, που τρέχει το λούκι σου, που φέρνεις στην πολυκατοικία κάθε καρυδιάς καρύδι»...
- Μην τα βάζεις μαζί της δικέ μου, είναι μεγάλη γλωσσοκοπάνα...
- Μού' φυγε ο τσαμπουκάς σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χαρακτηρίζει το μαλάκα με ειδικό βάρος, που ειδικεύεται στις χοντρές μαλακίες. Μπορεί να μη σκοράρει πολλές μαλακίες ανά second αλλά όταν περάσει στη δράση, μένει αξέχαστος. Συνήθως σε ερώτηση.

- Που λες μιλούσαμε με τα γκομενάκια όμορφα κι ωραία και πετάγεται ο Στρατής κι αρχίζει τα γνωστά περί μεγάλου έρωτα, ειλικρίνειας και κολοκύθια τούμπανα. Περιττό να σου πω ότι σε δέκα λεπτά οι γκόμενες είχανε πάει γι' άλλα.
- Πάλι τα ίδια, μα καλά πόσα κιλά μαλάκας είναι;
- Εμ!; Τα γκομενάκια να πηδηχτούνε θέλανε...

Βλ. και μαλάκας πολλών μποφώρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών. Όπως δηλαδή το κάτω κεφάλι αγνοεί το πάνω κεφάλι προκειμένου να εγερθεί. Με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον που επανειλημμένα δείχνει πως δε σέβεται τους ομιλούντες και θέλουμε να εκτονωθούμε έτσι από μία συμπεριφορά που θεωρούμε ανάρμοστη και εκνευριστική.

Τον σιχάθηκα τον Αλέξανδρο. Εκεί που πας να μιλήσεις, σαν πούτσα πετάγεται και σου γαμάει την κουβέντα. Απαράδεκτος ο μαλάκας...

Βλ. και πετάγομαι σαν την πορδή, σφηνόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζωντόβολο ή ζωντανό στη δυτική Κρήτη. Γενικά ο βλάκας. Αρχαία λέξη. Λέγεται στις πόλεις από σβούρους και πετσιά.

  1. - Που λερώθηκες ρε;
    - Πήγε ο Μανώλης να πιεί από τη μπύρα μου και μ' έκανε πουτάνα!...
    - Έ, το έχνος!

  2. βλ. στο media 03.57

(από xalikoutis, 11/09/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ζουλάπι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε τον άνθρωπο τον κοιμισμένο, τον αδρανή, τον χαζούλη.

- Θα βραχούμε πολύ αν κολυμπήσουμε.
- Α, ρε κιβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified