Further tags

Όταν ξερνάς τα άντερά σου, και κατ' επέκταση ό,τι είναι εμετικό και αηδιαστικό, λ.χ. εμφάνιση, δηλώσεις, συνήθειες, φυλλάδες κ.ά. Αγαπημένη λέξη στο ιδιόλεκτο του Mikeius.

1. Τι ξερνάντερο είναι πάλι ετούτο; Η επιλογή της φωτογραφίας είναι τυχαία, αλλά έχει γεμίσει ο διαδυκτιακός τόπος με τέτοιες μαλακίες...

2. Αυτό που έχει σημασία στην προκείμενη, είναι το αποτέλεσμα: Αυτό που αποκαλούμε «μόδα» ευθύνεται για ότι ξερνάντερο (clopyright by Mikeius) βλέπουν τα μάτια μας και θέλουν να βγάλουν πηχτή βλέννα από τους δακρυγόνους αδένες.

3. τοσο πολυ σιχαμενος.τι φυλλαδα ειναι αυτη.τι εμετιλα,τι ξερναντερο μονο που δε μας βριζει επειδη θελουμε αυτη την επιθετικουρα -ηγετη στην ομάδα.

Στο 1.17. (από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Επικρατεί μια πολυφωνία απόψεων για τις ρίζες της λέξης. Ίσως κατά μια εκδοχή είναι σύνθετη λέξη από τις αγγλικές fuck(γαμάω) & lane(σοκάκι). Μας την άφησαν παρακαταθήκη μετά την κατοχή τα Αγγλικά στρατεύματα. Η καλντεριμιτζού. Κατά μία άλλη άποψη η λέξη φακλάνα υπήρχε στην Ελληνική γλώσσα μιας και η λέξη αναφέρεται και πριν το 1900 και χαρακτηριστικά σε ποίημα του σατυρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή, το «Τραμπουκολόγιον»:

« [...]μὰ σοὔχει ἡ φακλάνα στὴ μέση μιὰ χωρίστρα,
σοῦ ἔχει κἄτι φρύδια καὶ κἄτι μαῦρα μάτια![...] »

Λέγεται δε ότι η λέξη είναι τόσο παλιά που μάλιστα προϋπήρχε στην Ελληνική γλώσσα από τους μεσαιωνικούς χρόνους.

  1. Η έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στις μέρες μας (η οποία διαφέρει κατά πολύ). Κατέληξε να σημαίνει την χοντροκώλα, την έχουσα πληθωρικό κώλον γυναίκα και έντονες καμπύλες. Το νταρντανοchubby ή/και BBW. Ενίοτε και το μπάζο.

  2. Με την κατάληξη -ς,(Φακλάνας, ο), αρσενικό. Για άντρες χοντρούς και ίσως και θηλυπρεπείς (χοντροί λούγκρες, τσάτσοι σε μπουρδέλα βαρέων βαρών κ.α.).

1 & 2. - Ωραίο πρόσωπο το Λιζάκι έτσι; - Ωραίο πολύ αλλά και το Λιζάκι πολύ φακλάνα ρε παιδί μου.

  1. - Τί μας είπε ρε; Να φύγουμε και να ξαναγυρίσουμε σε κανά μισάωρο ο τσάτσος γιατί η ταναπού δεν είναι έτοιμη; - Ρε γάμησέ τον τον φακλάνα. Πάμε απέναντι.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν γίνει ο ακριβής ορισμός της λέξης «λιγδοτάγαρο» σκόπιμο κρίνεται να αναλυθεί η κάθε χρήση κυριολεκτική ή μεταφορική της λέξης «ταγάρι».

  1. Σύνθετη λέξη από τις λέξεις λίγδα & ταγάρι. Το ταγάριον (ο τορβάς) εκ της Τουρκικής torba είναι σακίδιο υφασμάτινο, συνήθως παρδαλό (αλλά και διακριτικό μονόχρωμο μαύρο για πιο goth και underground γούστα) φοριέται στον ώμο εναλλακτικά σαν τσάντα αλλά συνήθως από γυναίκες hippie και κνίτικης κουλτούρας (βλ. [ταγάρω], [ταγάρι] κατά ironick για λεπτομερέστερη περιγραφή των εξωτερικών της χαρακτηριστικών).

  2. Ταΐστρα που χρησιμοποιούσαν παλιοί και σκληροπυρηνικοί ερασιτέχνες κτηνοτρόφοι που επέμεναν στον παλιό καλό παραδοσιακό (και φτηνιάρικο) τρόπο ταΐσματος των πτηνών τους συνήθως κτλ. Ουσιαστικά συνηθίζονταν πολλές φορές να λένε «ταγάρι» τον πάνινο σάκο/τσουβάλι της τροφής που κρέμαγαν σε μια αλυσίδα στα κοτέτσια για να τρώνε οι κότες από μια οπή ή μια πλαστική/inox ταΐστρα που προσαρμόζονταν στην άκρη του ταγαριού (σάκου/τσουβαλιού). Έχει εκλείψει στις μέρες μας και έχει αντικατασταθεί από σύγχρονες ξύλινες, πλαστικές και inox ταΐστρες.

  3. Λόγω του ιδιαίτερου χρωματικού τόνου της λέξης αποδίδεται πολλές φορές από έναν επαρχιώτη (αλλά όχι απαραίτητα) προς έναν άλλον επαρχιώτη για να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του άξεστου, του αγενή, ή του αργόστροφου κτλ.

Λιγδοτάγαρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η πιο βρώμικη εκδοχή των περιπτώσεων 2 & 3. Αλλά περισσότερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην περίπτωση 1. Όμως επειδή θα μπορούσε να αποδοθεί και στο υποκείμενο αλλά και στο αντικείμενο θα χωριστεί η ανάλυση σε δύο σκέλη.

α) Αυτή του ταγαριού της κνίτισας/χίπισσας γκόμενας δηλαδή. Συνήθως οι καθημερινότητα αυτής της τύπισσας αλλά και το νοικοκυριό της είναι ανύπαρκτο(ακόμη κι αν βρίσκεται σε μιλφόνιο ή ματσούριο στάδιο μιας και το έχει αναλάβει η μητέρα της). Το ταγάρι που φέρει στον ώμο της για την μεταφορά των απαραίτητων(τσιγάρα, χασίς, προφυλακτικά, make up κτλ.) αν είχε φωνή θα ζητούσε να μπει στο πλυντήριο μιας και η τύπισσα αυτή βαριέται ακόμα κι από τον ώμο της να το βγάλει και να το δώσει με τα υπόλοιπα βουνά απλύτων που έχουν μαζευτεί στο δωμάτιό της για να το πλύνει η μητέρα της(μιλάμε για άχρηστη μέχρι το τελευταίο κύτταρο). Το αποτέλεσμα είναι να έχει γίνει από την λίγδα και την μάκα αδιάβροχο και τελικώς λιγδοτάγαρο.

β) Αυτή της παρομοίωσης του λιγδοτάγαρου με την χίπισσα/κνίτισα γκόμενα μιας και τα underground στέκια και παρέες με τις οποίες συχνάζει είναι πέρα για πέρα άγνωστα με τους κανόνες υγιεινής. Συνήθως για κολλητούς ή γαμιάδες επιλέγει αναρχοάπλυτους που έχουν να κάνουν μπάνιο και να ξυριστούν από την εποχή του Νώε, πάσχοντες από οξεία μασχαλίτιδα και με κοινά ενδιαφέροντα τα πολιτικά ή/και την κατανάλωση χασίς. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της τύπισσας σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη καθαριότητας πάνω της, στον χώρο της ή στα άτομα που συναναστρέφεται της χαρίζουν bonus μάκας/λίγδας και την πιο hardcore εκδοχή του ταγαριού, εκείνη του λιγδοτάγαρου.

- Πωπω ρε φίλε αυτές οι γκόμενες στα Εξάρχεια με τα ταγάρια και τα πολύ μεγάλα περίεργα τσιγάρα είναι το χειρότερό μου. Τι ταγάρι ήταν αυτό που μας κοίταζε με την παρέα του ρε...
- Τι ταγάρι ρε, λιγδοτάγαρο να πούμε.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άξεστος, επαρχιώτης, χωριάτης, αμόρφωτος. Μια από τις πολλές επιτατικές μορφές του λήμματος βλάχος. Στρούγκα είναι ο πρόχειρα περιφραγμένος χώρος για το άρμεγμα γιδοπροβάτων.

Σημειώνω γενικώς ότι η λέξη «βλάχος» με τις άνω υποτιμητικές σημασίες φαίνεται να χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο στην Αθήνα από ό,τι στην Βόρεια Ελλάδα - για αλλού δεν ξέρω.

Βλ. και μουρτζόβλαχος, μπουρτζόβλαχος, μπαστουνόβλαχος, τυρόβλαχος, διαστημόβλαχος, σκατίβλαχος, καμπόβλαχος.

  1. Από εδώ:

Είμαι πολύ επιφυλλακτικός αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, γιατί εδώ καιροφυλακτεί ο στρουγκανόβλαχος, κάγκουρας, Έλληνας easy driver, έτοιμος να παραβιάσει τα πάντα.

  1. Από εδώ:

Τι υποκρισία σε αυτή τη χώρα..ο στρουγκανόβλαχος αγράμματος φοροφυγάς ταξιτζής (απλό παράδειγμα) με το ακίνητο στη γλυφάδα είναι τίμιος αγωνιζόμενος λαουτζίκος και ο παπανδρέου ειναι είναι κατάπτυστος επειδή χάλασε 200 ευρω σε ταβέρνα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η καραφλόκοτα από την οποία έχει αφαιρεθεί το πτέρωμα (ή άλλο πτηνό).

Χρησιμοποιείται ως βρισιά που πετυχαίνει διπλό αποτέλεσμα καζάν-καζάν. Αφενός λες τον άλλο κότα, δηλαδή δειλό ή, αν είναι γυναίκα, ανόητη, ελαφρόμυαλη, κουτσομπόλα, κοκότα. Αφεδύο με την σλανγκική σημασία του ξεπουπουλιάζω, που όπως δείχνει ο ορισμός του Πονηρόσκυλου, είναι «γαμάω μέχρι εξαντλήσεως» σημαίνεται ότι αυτός που του απευθύνουμε την βρισιά εκτός από δειλός ή ανόητη είναι και γαμημένος/η. Αναλόγως τα συμφραζόμενα η έμφαση μπορεί να πέσει είτε στο ότι ο υβριζόμενος είναι κότα, είτε στο ότι έχει υποστεί ξεπουπούλιασμα με την σλανγκική έννοια. Βλ. επίσης όλην την ποικιλία σημασιών που δίνεται στα λήμματα ξεπουπουλιάζω (λ.χ. μπορεί ακόμη να σημαίνει εξαντλούμαι, ηττώμαι, αποχωρώ από κάπου ηττημένος) και κότα (ορισμός Στέφανου).

Από φιλάθλους χρησιμοποιείται με αυτές τις σημασίες και ενάντια σε ομάδες και φιλάθλους τους που έχουν πτηνό ως σύμβολο, και δη εναντίον του Π.Α.Ο.Κ. και της Α.Ε.Κ., γνωστών και ως δικέφαλα κοτόπουλα. (Το Πονηρόσκυλο προσθέτει στο λήμμα ξεπουπουλιάζω και το Περιστέρι στο μπάσκετ και ομάδες του εξωτερικού που έχουν πτηνό ως σύμβολο).

Πάσα (Δ.Π.): Απαισιότατος

1. Δίκιο έχεις. Θα είναι πολύ δύσκολη για τον Πούτιν αυτή η 4ετία. Έχει τάξει αυξήσεις και «λεφτά υπάρχουν» αλλά έρχεται υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ρωσίας τις επόμενες εβδομάδες. Στο τέλος θα φύγει σαν ξεπουπουλιαρα κότα.

  1. α) ΑΜΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ ΠΗΓΑΙΝΕ ΝΑ ΦΑΣ ΚΑΙ ΕΛΑ ΜΕΤΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙΣ ΤΙΣ ΜΑΜΛΑΚΙΕΣ ΣΟΥ ΕΔΩ ΠΙΣΣΟΧΤΥΠΗΜΕΝΕ ΞΕΠΟΥΠΟΥΛΙΑΡΑ!! (Από φωνακλάδικο βρις-οφ).

β) - Κριστίν Λαγκάρντ: Δεν έχω καμία διάθεση να διαπραγματευτώ με Έλληνες. (Δες)
-Αντε μωρη ΞΕΠΟΥΠΟΥΛΙΑΡΑ... ΟΥΣΤ!!!

  1. -ΜΑΔΗΣΤΕ ΤΗΝ ΞΕΠΟΥΠΟΥΛΙΑΡΑ. (Αρειανός στο Φέισμπουκ).

(από Khan, 01/04/14)(από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Kότα χωρίς πτέρωμα στην κεφαλή ή κότα ξεπουπουλιάρα χωρίς πτέρωμα. Κατ' επέκταση είναι βρισιά για φαλακρό άνδρα. (Πρβλ. και αυγό).

Πάσα (Δ.Π.): Απαισιότατος.

  1. ΑΝΤΙ ΝΑ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ Η ΚΑΡΑΦΛΟΚΟΤΑ ΜΕΝΕΙ ΝΑ ΚΛΩΣΑΕΙ ΤΑ ΑΥΓΑ ΤΟΥ.ΔΕΙΤΕ ΦΑΤΣΑ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ ..ΥΠΟΥΡΓΟΣ ...ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΑΥΤΑ. (Φωνακλάς στο Φέισμπουκ).

  2. Ρε καραφλόκοτα τράβα στο DHI να βάλεις καμιά τρίχα και μετά έλα και εσύ να σου ξηγήσω το όνειρο.........:p (Από βρις-οφ εδώ)

(από Khan, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Βρισιά για άνδρες της τρίτης ηλικίας. Λέγεται και για ηλικιωμένους ομοφυλόφιλους στο πλαίσιο σεξιστικού κραξίματος, αλλά και για οποιονδήποτε μπάρμπα-Μπρίλιο μας σπάει τα νεύρα επειδή λ.χ. δεν οδηγεί καλά ή καταψηφίζει νομοσχέδιο στην Βουλή (βλ. 1ο παράδειγμα). Ευτυχώς, υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις που καταγγέλλουν τον κοινωνικό αυτό ρατσισμό (βλ. παράδειγμα 3).

Συνώνυμα: γερομπινές, πουστόγρια, παλαιόπουστας.

1. -Είσαι πουστόγερος σαν τον συνονόματό σου!
Χυδαία επίθεση Ευάγγελου Βενιζέλου σε Απόστολο και Νικήτα Κακλαμάνη.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ούρλιαζε προς τον πρώην πρόεδρο της Βουλής «Είσαι το ίδιο πουστόγερος, όπως ο συνονόματός σου...», οι βουλευτές του κόμματος φώναζαν εν χορώ: «Ως εδώ ήταν».
Σύμφωνα με αυτήκοοες μάρτυρες αμέσως μετά την καταψήφιση του δεύτερου άρθρου από τον κ. Κακλαμάνη, και ενώ είχε προηγουμένως είχε δηλώσει «παρών» ο Νικήτας Κακλαμάνης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος πλησίασε τον πρώην πρόεδρο της Βουλής μέσα στην αίθουσα της ολομέλειας και του είπε αγανακτισμένος: «Είσαι το ίδιο πο...όγερος όπως ο συνονόματός σου».

2. Μίλησε και ο πουστόγερος!!!Lagerfeld:«Οι Έλληνες έχουν αηδιαστικές συνήθειες».

3. “Επίεννα ρε φιλε με το αυτοκίνητο τζιε πεταχτικε ρε φίλε ενας πουστόγερος τζιε έκοψε μου το δρόμο…χαπάααρι ρε λαλο σου!!!”
“Εκάτσαμε γαμώτα να πιούμε μια μπυρού μες την χωράφα, τζιε εφκίκε ο πουσητόγερος τιζε άρκεψε τζιε επαούριζε”
“Ρεεεεεε αχαχαχαχα!! Τζιαμέ έσσο μου έσιει ενα πουστόγερο κάθε προι φακκά γυρό τις βεράντας του χαχαχαχαχα”
Μισώ το. Ενθουσιασμένοι που την νιότη τζιε την δύναμή τους, εξούσιασμένοι που την αλαζονεία τους τζιε υς άγνοια τους ότι τουτο που περιπαίζουν μια ανάσα μακρίά ένει..
Μεθυσμένοι που τες επιφανειακές τους σχέσεις, τες καύλες που γαμιούνται παρασκευή μες τα αυτοκίνητα νομίζουν οτι έχουν το δικαίωμα να περιπαίξουν, να κρίνουν, να μειώσουν εναν άνθρωπο με τα τριπλάσια χρόνια τους. Ενα άνθρωπο φθαρμένο που τον χρόνο, τις εμπειρίες, την ζωή. Αδύναμο μεν αλλα εσύ ρε κωλόπαιδο, αμαν σου μιλούν πρεπει να θωρείς χαμέ. Αλαζόνα.

(από xalikoutis, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι βρίζουμε κάποιον που είναι και μουνί και κωλοτρυπίδι. Ή που από το πολύ πρωκτικό σεξ ο πρωκτός του έχει γίνει σαν μουνί.

Και που μου έδωσε και λοκώ δεν κατάλαβα και καμιά διαφορά. Το πρωκτομούνι της είναι πολύ χαλαρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία ύβρεως που επικεντρώνεται στην απαξίωση της μητέρας του άλλου. Βαριές κουβέντες όπως: «Σου γαμώ τη μάνα (την πουτάνα)», «γαμώ το μουνί που σε πέταγε» κατηγοριοποιούνται ως γαμωμάνες.

- Θα αρχίσω τις γαμωμάνες με το μαλάκα που μπλέξαμε
- Έλα ρε συ ξεκόλλα!
- E κοίτα που πάρκαρε το αρχίδι!

- Σου γαμώ τη μάνα ρε!
- Την έχεις δει ρε μαλάκα τη μάνα μου πως είναι; Αν την πηδήξεις μπράβο σου (twist of the plot)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός του αμερικλάνικου nerd δια της προσθήκης του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας: πρόκειται για χλωρίδα της συνομοταξίας phytus spasiclus, άκα γκίκουλας, φρίκουλας και φύτουκλας.

Ο νέρντουλας διαπρέπει ως επιστήμων κι ως μπλιμπλίκουλας αλλά in real life στερείται κάθε στοιχειώδες ψήγμα κοινωνικότητας, ειδικά προς μη νέρντουλες. Πρόκειται για κινησιολογικά άγαρμπο και γιομάτο καυλόσπυρα καψίδι που πωρώνεται νυχθημερόν με ιδεοψυχαναγκαστικές καμενιές (πιχί κρυπτοζωολογία, μάνγκα, σάει-φάει, κλπ).

Οι κουλές ενδυματολογικές επιλογές του νέρντουλα (à la Sheldon στο «Big Bang Theory») τον καθιστά αντιήρωα στα μάτια κάθε αενάως ψαχνόμενου ποζερά και γουαναμπή χιπστερικού, εξ ουστ και το nerd chic λουκ (βλ. αγόρια και κορίτσια).

Παραγγελιά από το δουπού: Χαν.

1.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη είσαι τόσο νέρντουλας που θα μιλάς Ντοθράκι

2.
νερντουλας; οχι....ιντελεκτουελ...εχει διαφορα....geeky ισως με μεγαλη φαντασια να τον ελεγες αλλα οχι νερντουλας...ωραιο τυπακι ειναι γενικα...

3.
Καλιφορνέζος «νέρντουλας» κατασκεύασε ρομποτικό ομοίωμα του Wall E

4.
Οχι γιαγιά δεν τα φτιάχνω με φοιτητή ιατρικής:
1) Πουλανε μουρη στις παρεες μεχρι να πεσουν σε συναδελφο τους. Μετα κανουν την παπια και γκρινιαζουν για την αναμονη στην ειδικοτητα.
[...]
9) Οταν χουφτωνουν ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΛΕΜΦΑΔΕΝΑ, με τροπο ομως μην τους παρει χαμπαρι η γκομενα.
10) Ειναι νερντουλες, και οσοι δεν ειναι απλα δεν γινονται καλοι γαμπροι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified