Further tags

Εναλλακτικώς το παίγνιο με ηχηροποίηση, δηλαδή ο άνθρωπος που έχει καταστεί άθυρμα, καταγέλαστος, καραγκιόζης, που γελάει ο κόσμος με την πάρτη του, ειδικά σε μικρές κοινότητες που το κουτσομπολιό πάει σύννεφο και υπάρχει ανάγκη για τρελό ή τρολό του χωριού. Τον μη καθαρευουσιανοειδή αυτόν τύπο με την ηχηροποίηση τον βρίσκουμε συχνά στη λογοτεχνία και την ποίηση.

Πάσα (Δ.Π.): selsa

  1. Γιατί να γεννηθεί, τι κακό έκαμε στο Θεό και την παιδεύει τόσο; Και τι κακό έκαμε κι ο άντρας της, να καταντήσει μπεκρής, άσωτος και μπαίγνιο του χωριού; (Από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», σ. 251).

  2. Σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται και όνειρο στα βλέφαρα μωρού
    μπαίγνιο του αέρα, περιγέλιο του καιρού
    οι άνθρωποι περνούνε και ξεχνιούνται
    σαν τις σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται. (Από άζμα των Χαϊνηδων).

  3. Γελάνε οι νέοι με τα κατάντια σου ,
    αλλά εσένα δε σου καίγεται καρφί,
    παλιόγερε , μπαίγνιο μιας πουτάνας. (Εδώ).

  4. Δεν γίνεται, Θέ μου, να κάνεις ένα θαύμα
    να σηκωθεί ο Κόντες,
    ν' αρπάξει ένα στυλιάρι από τ' αλώνι
    ή να ξεκρεμάσει το βούρδουλα απ' το γάντζο
    και ν' αρχίσει να βαράει,
    να κοπανάει όπου βρει κι όπου πονεί
    –αλύπητα, χωρίς σταματημό–
    φωνάζοντας «Όξω μπαίγνιο! Όξω πούστη!»,
    όπως εφώναζε σα ζούσε
    σ' όσους δικούς του στίχους είτανε κακοί, [...].
    (Από ποίημα του Γιώργου Κεντρωτή εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Συντόμευση της φράσης «γαμώ το ...».

Όπως ξέρουμε, αν χρησιμοποιήσετε το «γαμώ το ...» αναγκάζεστε να προσθέσετε στο τέλος μία λέξη.
Π.χ.
- Γαμώ την τύχη μου/Γαμώ το κέρατό μου: Σε περιπτώσεις γκαντεμιάς
- Γαμώ τον/την (Θεούς, Χριστούς Παναγίες κτλ.) Για πιο extreme καταστάσεις.

Το «γαμώτο» προφέρεται και σκέτο, οπότε δε χρειάζεται να στροφάρει το μυαλό για το τι θα πει μετά. Έτσι αμολάτε τη λέξη επιτόπου.

- 10 χρόνια φίλος και τελικά σου γάμησε την αδερφή και την άφησε έγκυο, ε;
- Ναι ρε γαμώτο. Άμα τον βρω τον πούστη θα τον σκίσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, χαρακτηρίζονται έτσι υβριστικά οι οπαδοί / μέλη της ομάδας του Ολυμπιακού (κυρίως από Παναθηναϊκούς). Εννοείται ως μια ψαροκασέλα γεμάτη με γαύρους.

Για την καθιέρωση της βρισιάς αυτής θεωρώ εύλογο ότι έχει επιδράσει και η κλασική αργκοτική σημασία της ψαροκασέλας ως της παρτόλας γυναίκας (βλ. ορισμό Vrastaman) που μυρίζει ανδρικό σπέρμα, όπως η ψαροκασέλα βρωμάει ψαρίλα.

  1. Ο Παναθηναϊκός επιβεβαίωσε τον τίτλο της καλύτερης ομάδας, επικράτησε ... ΡΕ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΥΣΗΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΑΡΟΚΑΣΕΛΕΣ ΛΕΜΕ. (Εδώ).

  2. Ψαροκασέλα, σου αρέσει να συχνάζεις στα πράσινα μπλογκς, ε; Λογικό, κανείς δεν ξεχνάει αυτόν που του πρωτοέμαθε τον έρωτα! Σας έχει πιάσει κρύος ιδρώτας στο τουρκολίμανο…Εκεί που μας είχατε για διαλυμένους αλλάξανε τα κόζια και τρέμετε γιατί ξέρετε ποιος είναι ο αιώνιος δυνάστης σας…Υπομονή, έχετε χρόνο ως τους τελικούς του Μάη να ξυριστείτε/ντυθείτε/πάτε κομμωτήριο για να μας περιμένετε… (Εδώ η στιχομυθία).

  3. «Οσο για τις ψαροκασελες, τις αφηνουμε στην θλιβερη καταντια τους» εγραψα και ορθα ο εξαδελφος σχολιασε οτι αδικω την ομαδα μπασκετ του ολυμπιακου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός της ομάδας του Ολυμπιακού εκ του κουρέλας με ένα ψευδογαλλικό ζενεσεκουά, ο οποίος ήταν πολύ δημοφιλής στην δεκαετία του 1970 και ψιλοκράτησε και αργότερα. Σήμερα λέγεται περισσότερο νοσταλγικώς από παλαίμαχους αντι-ολυμπιακούς, ενώ η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πιο πρόσφατα ως μειωτικός χαρακτηρισμός για την αεροπορική εταιρεία της Ολυμπιακής.

  1. Υπεράνω όλων, όμως, η μεγάλη επιτυχία της εποχής «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ» του Δημου Μούτση
    Παρά το ότι ερμηνεύεται από την Βίκυ Μοσχολιού, (ή, ισως, ακριβώς γι αυτό!) θα ακουστεί στο Καραϊσκάκη, όσο η χρονιά προχωρεί προς το φινάλε της «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , Θρυλε, Θρυλε ομαδάρα, είμαστε πρωταθλητές» Δειλά, δειλά, αντιτείνεται στην ...;Λεωφόρο «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , ΠΑΟ, ΠΑΟ ομαδάρα, Ολυμπίκ ντε Κουρελέ». (Εδώ).

  2. Ολυμπικ ντε κουρελέ θα σκάσουν από το κακό τους, που στην Ευρώπη η Ελλάδα έχει μόνο μια ομάδα, την ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΑΡΑ! (Εδώ).

  3. Ήταν ένα site εμπνευσμένο από τα αξέχαστα λόγια του κυρ-Αντρέα στην πρώτη συνέντευξη τύπου της ΠΕΚ, τότε που φώναζε «ρεουλελέ-ρουλελέ-ολυμπίκ ντε κουρελέ».
    (Αλήθεια λέμε, τα έχουμε ζήσει αυτά στον Παναθηναϊκό, δεν κάνουμε πλάκα) (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτσακλός, -ή, -ό (επίθ.). Ο άτσαλος, ο άχαρος. Χαρακτηρισμός ανθρώπων που σου ξινίζουν στο μάτι τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε εμφάνιση.

- Ρε συ, είδες το παρτσακλό που κουβαλούσε ο Γιώργης χτές;
- Τι να σου πω ρε φίλε. Εγώ αν ήμουν στη θέση του θα ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παραπάνω λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη φθηνή κοπέλα, η οποία ψάχνει εναγωνίως γκόμενο για να κάνει σχέση. Συνήθως περιφέρεται σα ραντάρ με ένα τσιγάρο στο στόμα παίζοντας το μοιραία...

Πώς πρέπει να σε αποκαλέσει κανείς αφού την πέφτεις σε 55αρη; Παντόφλα είσαι μωρή και μάλιστα δίσολη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό αρρωστάκι, η γυναικεία εκδοχή του πρεζάκια.

Η πρεζού απεικονίζεται ως τραγική φιγούρα από το εγχώριο φολκλόρ: μια αποστεωμένη, τρικλίζουσα και η έτοιμη για όλα ξεδοντιάρα. Φυσικά υπάρχουν και μερακλήδες που θεωρούν το ηρωινάτο λουκ αρκούδως γκλαμουράτο. Περί ορέξεως.

Συχνοί και οι συνειρμοί για την μοίρα τση μνjημονιακής Ελλάδας (βλ. παράδειγμα 2).

Πρεζούμαμπλυ εκ του Ιταλικού presa.

1.
Τι είδους γάμος θα'ναι αυτός, όταν ένας άνδρας που μοιάζει ζεν-πρεμιέ του σινεμά, μπάνικος και 28χρονος και μιλιοναίρ, θα παντρευτεί μία κακάσχημη πενηντάρα, πάμφτωχη, που είναι και πρεζού; Για σκεφθείτε το. Δεν είναι μαλάκας ο ωραίος νέος, ο γκόμενος, κάποιο λόγο θα έχει για να ζευγαρώσει με παπά και κουμπάρο μία χλεμπονιάρα σιτεμένη, μία βακέτα

2.
Έχετε καταντήσει την πατρίδα μας, η οποία μετρά 3000 χρόνια στην πλάτη, να παρακαλάει σαν την πρεζού για τη δόση της!

3.
Η ναζί-πρεζού και η μπουζού: Αξίζει να κρατήσει κανείς τη μύτη του, να επιστρατεύσει την υπομονή του, και να δει το βίντεο (δείτε εδώ) με τις αθλιότητες της Ζαρούλια για την «πρεζού» και τη «μπουζού» στη Βουλή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανκοπρεπέστερη εκδοχή τση πουτάνας, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται.

Γιατί όμως το πουτανί να θεωρείται πιο πουτανιάρικο από την πουτάνα; Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω και να πανηγυρίσω τον σχετικό κανόνα τση σλανγκογραμματικῆς: παν γένος ουδετεροποιούμενον εκγκαυλίζεται.

Ετς, το πουτανί θα προκαλεί πάντα περισσότερο σοκ και πέος από την σκέτη ποττάνα. Ετς, και η αμαρτωλή Καυλάουρα πάντα θα τρώει τη σκόνη του αμαρτωλού Λίλιαν.

Βλ. επίσης: χαζοπουτανί, πουτανάκι.

Ασίστ: Πάτσμαν, από το δουπού.

1.
τα πουτανί που ήρθαν απ το ανατολικό μπλόκ ξελογιαζουν παντρεμένους και διαλύουν οικογένειες

2.
Ο μουρόχαυλος! Μαλθακός σαν τον μακαρίτη τον πατέρα του είναι. Κάθεται ένα πουτανί σαν τη Φροσάρα, να τον ξεζουμίζει και να τον κερατώνει κι από πάνω.

3.
αυτό το πουτανί η ψευτοψυχολόγα η Στέλλα, με τον φασιστικό τρόπο που έχουν όλοι οι μοντεράτορς- αυτή ήταν η χειρότερη, βαθειά κομπλεξικό πουτανί μιλάμε- με διέγραψε, και ξανά και ξανά όταν μπήκα με άλλα παρεμφερή ονόματα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

4.
Τι να αγαπήσεις από το μέσο εφηβικό πουτανί που τα πετάει όλα έξω μου λέτε ; Ή από έναν παλιόπουστα με τα μαλλιά κοκοράκι;

5.
♪♫ Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Εσύ για όλα φταίς εσύ
Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Σε φάγανε οι πουριτανοί ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβαλο είναι τα περιττώματα των αλόγων και γαϊδουριών και μουλαριών. Όπως και η γκαβαλίνα ή καβαλίνα προέρχεται από το λατινικό caballinus (άλλοι τύποι: καβελίνα, καβαλντίνα, καβαλτίνα, γαβαλίνα). Το γκάβαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ακαθαρσίες, όπως της μύτης.

Γκάβαλος είναι ο σκατάς, ο σκατάνθρωπος, ο κουράδας, ο ηλίθιος, ο βλάκας. Αυτή η σημασία υπάρχει στη Μεσσηνία, για αλλού δεν ξέρω. Και πολλά επώνυμα προέρχονται από αυτή τη ρίζα.

Με τέτοιο γκάβαλο που έμπλεξες, και λίγα έπαθες!

Got a better definition? Add it!

Published