Further tags

Βρισιά με την οποία χαρακτηρίζουμε ένα άτομο ως ευτελές, άκομψο, άσχημο, χαμηλής πχοιότητας, όπως η γαλότσα αποτελεί ένα ευτελές υπόδημα, το οποίο δεν μπορούμε να φορέσουμε όταν θέλουμε να έχουμε ένα καθώς πρέπει σύνολο. Συχνά λέγεται ως παλιογαλότσα και προηγείται το μωρή, δηλαδή μωρή παλιογαλότσα.

Συνώνυμα: λινάτσα, πετούγια.

Πάσα: Gatzman.

  1. Τι κοιτάς τον άντρα μου μωρή παλιογαλότσα; (Εδώ).

  2. 8A EKANA TA IDIA KAI EPIPLEON 8A THS ERIXNA TO H8IKO LEGONTAS OTI H GOMENA MOU EINAI KALONH KAI OXI PALIOGALOTSA SAN AYTH........ (Εδώ).

  3. Ουστ μωρή. Γαλότσα! Που έχεις μούτρα να με συμπονάς & να το παίζεις ψυχοπονιάρα. (Εδώ).

  4. Θα καταφερουν αραγε ποτε να αναφωνησουν σε φαουλ του αντιπαλου προς τον διαιτητη «Βγαλε καρτα μωρη γαλοτσα» ή «στημενος εισαι ρε Κωσταντινεα»; (Εδώ).

(από Khan, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Καρακλασικό πολιτικό μπινελίκι σε βάρος χουντόσκυλων, ναζών, σκινακίων, και πάσης φύσεως απολυταρχικών λαδοποντικαίων με αγκύλωση στο δεξί, μαύρη στρατόκαυλη περιβολή, χουντικό γυαλί, σιδερογροθιά και άφθονη πιτυρίδα.

Μετά το ξεφούσκωμα της υπαρκτής μεταπολίτευσης (περίπου το '88), το μπινελίκι εξαπολύεται πολύ πιο ελεύθερα και όχι αποκλειστικά προς ακροδεξιές μπατσόφατσες ή χουντάλες.

Εκ του φασισμού και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μουτρο.

- Μάλλον υπό την επήρεια αυνανισμού βρισκόταν το φασιστόμουτρο (...) Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ όταν διέπραξε τις ειδεχθείς δολοφονίες 77 ανθρώπων, στις 22 Ιουλίου στο νησί Οτόγια και την επίθεση στο Όσλο σύμφωνα με τις αρχές της χώρας. (εδώ)

- Αιμοσταγές φασιστόμουτρο λιντσάρει αναρχό-ποδηλατό-διαδηλωτές.
(εκεί)

- Να την χαίρεστε την “απεργία” σας φασιστόμουτρα του Π.Α.ΜΕ., χαφιέδες του ψευτοκομουνισμού, όταν ξυλοφορτώνετε εργαζόμενους που δεν σας προσκυνούν…
(παραπέρα)

Απαραίτητη αναφορά στον γαλλικό κινηματόγραφο. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Όντρια είναι ένας ορεινός όγκος του όρους Βοΐου που βρίσκεται στο σύνορο των νομών Κοζάνης και Καστοριάς.

Καθώς είναι μέρος δυσπρόσιτο και απομονωμένο, η απόδοση καταγωγής/προέλευσης από τη συγκεκριμένη περιοχή σε ένα πρόσωπο, έχει καταστεί συνώνυμο του ορεσίβιου, άξεστου και ακαλλιέργητου χαρακτήρα που δεν έχει προλάβει ακόμη να εξοικειωθεί με τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου.

Ασίστ: Δαφνουλίνι

- Καλά, είναι δυνατό να κάνεις σεχ φορώντας κάλτσες; Απ' τα Όντρια κατέβηκες;

(από Khan, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιοτάτης κοπής πολιτικό μπινελίκι βασιλοφρόνων από την εποχή του Εθνικού Διχασμού.

Η λέξη εξέλειπε με την εκπνοή των τελευταίων παππούδων που πρωταγωνίστησαν τότενες. Ίσως να αναβιώσει ένεκα που ήρθε η ώρα του Μπένι.

- Ἡ λέξι αὐτὴ ἐξαφανίστηκε. Ὁ τελευταῖος γνωστός μου ποὺ τὴ χρησιμοποιοῦσε ἀπεβίωσε πρὸ 15ετίας. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτή ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐμφανίζεται. Κάπως μοὔρχεται αὐτό.
(aias.ath, εδώ)

- Παιδιά έπαιζαν στον ίδιο χώρο, αλλά όχι και μαζί για... πολιτικούς λόγους: «Δεν παίζω μαζί σου, γιατί είσαι βενιζελόμουτρο, μου είπε ο μπαμπάς μου», «κι εσύ βασιλικιά πουτάνα, μου είπε η μαμά μου».
(διάλογος Δημήτρη Χορν και Ναταλίας Μελά, εκεί)

- Με έλεγαν και είμαι βενιζελόμουτρο. Κι έχω ένα μεγάλο ερώτημα: Κάθε πόσα χρόνια εμφανίζεται ένας Βενιζέλος στην Ιστορία μας»;
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον του να μαζεύει τις μπάλες που φεύγουν από τον αγωνιστικό χώρο διαφόρων παιχνιδιών και να τις επιστρέφει πίσω στο γήπεδο. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για άσχετους ποδοσφαιριστές ή καλαθοσφαιριστές. Η χρήση του θηλυκού γένους και για τους άνδρες καθιστά την έκφραση περισσότερο υποτιμητική.

Άντε ρε το γίδι που θέλει να παίξει και στη βασική! Μπαλομαζώχτρα τον είχαμε στη Λιβαδειά και μας έγινε φίρμα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και μουνόψειρας.

Κατ' επέκταση των δύο άλλων ορισμών, είναι ο μιζερομίζερος, ο πρωκτικάντζας, ο διυλίζων τον κώνωπα, ο δούλος της ασημαντότητας και της τιποτένιας ανάγκης.

Είναι δηλαδή ο ασήμαντος (ορισμός β' oneiros) που, όσο μέγεθος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- του λείπει (ορισμός α' oneiros), τόσο φορτικός γίνεται (ορισμός hank), επιμένοντας με μικροπρέπεια και μιζέρια για τις μικρότητες και τις μιζέριες του.

Να πούμε ότι δε ρήαλ θινγκ, η αληθινή δηλαδή μουνόψειρα, είναι κάτι λίαν υπαρκτό και υποτίθεται σχετικά εύκολο να το κολλήσεις, μπελαλίδικο να το διώξεις.

Διαβάζουμε στο νέτι: «Η μουνόψειρα μεταδίδεται κύρια με την σεξουαλική επαφή. Θεραπεύεται με ειδικά φάρμακα με κύριο χαρακτηριστικό την επανάληψη της θεραπείας μετά μια βδομάδα για την πιθανότητα υποτροπής. Τα αυγά αποκολλούνται με ξύδι, πετρέλαιο και ειδική κτένα. Εχει χρώμα σκούρο καφέ, σχήμα στρογγυλό και κολλάει με μεγάλη δύναμη πάνω στο δέρμα και στις τρίχες του εφηβαίου με ειδικά άγκιστρα που εχει στα πόδια της. Τα αυγά της είναι σκούρου χρώματος, γερά κολλημένα πάνω στις τρίχες. Η τρίχα του εφηβαίου μπορεί να προχωρήσει και σε άλλα σημεία του σώματος. Δημιουργεί σκούρες μπλε κυλίδες στην κοιλιά του παθόντος με το σάλιο που εκκρίνει και παρουσιάζει έντονο κνησμό.»

  1. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΜΟΥΝΟΨΕΙΡΑ ΚΑΤΣΙΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΑΙΔΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

  2. Ο μουνόψειρας
    Στίχοι: Σπύρος Γραμμένος
    Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
    Πρώτη εκτέλεση: Μάγια Μελάγια
    δες εδώ

αμφοτέρατα από το δίχτυ

(από joe909, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.

Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!

βλ. και σκων' σκον'

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.

Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).

- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, αν και ταιριάζει περισσότερο στις λιιιιίγο μεγαλύτερες...

Υποδηλώνει είδος γυναίκας που της αρέσει ιδιαιτέρως το ξενύχτι, το ποτό, τα μπουζούκια, το clubbing, το χέσιμο γενικότερα και ενίοτε = συχνά, επιδίδεται ιδιαιτέρως ευχαρίστως και χωρίς δισταγμούς σε ακόλαστα one night stand.

- Έλα ρε μαλάκα, πώς πέρασες το Σάββατο;
- Πωπω μαλάκα χέσιμοοοοοοοο... Πήγα στο shark, με τραπεζάρα και βρήκα την Ζέτα και καταλήξαμε σπίτι μου!!
- Ψωλάρα;
- Ναι ρε μαλάκα και την επόμενη μέρα μ' έλεγε αγάπη μου η βρωμο-κοπράνα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified