Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).

Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή

  1. Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.

  2. Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.

  3. Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραγωγικότατο βήτα συνθετικό της αργκό και της καθομιλουμένης, το οποίο συνδυάζεται κυρίως με ουσιαστικά ή επίθετα και σχηματίζει θηλυκά προπαροξύτονα ουσιαστικά που χαρακτηρίζουν πρόσωπο. Ακούγεται και ως -φατσας σε αρσενικό γένος.

Σημασιολογικά, αναφέρεται είτε κυριολεκτικά στην εμφάνιση του χαρακτηριζόμενου προσώπου, πιχί αγγλόφατσα για κάποιον που εμφανισιακά φέρνει σε άγγλο, ή, λιγότερο κυριολεκτικά, σε συνδηλώσεις που προκαλεί η εμφάνιση του προσώπου στον ομιλητή, πιχί μπουρδελόφατσα για κάποια που φέρνει σε πόρνη λόγω ντυσίματος ή μέικ-απ, ή για κάποιον που ο ομιλητής εκτιμά οτι συμπεριφέρεται σα μπουρδελιάρης.

Κατεπέκταση όμως, το -φατσα λειτουργεί και ως ελαφρά ειρωνική ή και απαξιωτική, πολλές φορές και υβριστική μετωνυμία για το πρόσωπο ενγένει, πιχί αριστερόφατσα για έναν αριστερό ή αγγλόφατσα για έναν όντως άγγλο, αλλά και γαμόφατσα, σκατόφατσα και λοιπά.

Άλλα μετωνυμικά συνθετικά: -ψώλης, -μούνα, -μαν

  1. Φάτσες που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ: αγγαρειόφατσα, γκαυλόφατσα, εκφυλόφατσα, καμπανόφατσα, μουνόφατσα, μπατσόφατσα, μπουγελόφατσα, πουτανόφατσα, σκατόφατσα, ταβερνόφατσα, χριστιανόφατσα. Ακόμη: τρεντυφατσουλάκι, τσόντα-face.

  2. Βρε παιδιά, εγω έτσι όπως τον είδα τον Kensei, ήταν εντελώς γιαπωνεζόφατσα. Πως στο καλό ο σουηδόφατσας θα κάνει τον γιαπωνέζο; lol (από δω)

  3. Οταν ημανε μικρος στο σπιτι του θειου μου πρωην ναυτικου υπηρχαν 2 βαλσαμωμενα πιρανχας. Μιλαμε για την απολυτη σατανοφατσα. Τα σιχαινομουν και με τραβουσαν ταυτοχρονα. (από φόρουμ)

  4. Κλασσικη πιποφατσα κλασσικης πορνοταινιας... (σχόλιο στο γιουτιούμπ για χιποχοπογκόμενα –λέξη-γλωσσοδέτης, αν και όχι όπως αυτό)

  5. Τα πλανα που εχεις απο τη συναυλια, αναμεικτα με το ρεπορταζ της ΕΡΤ του 83, απο ποτε ειναι και που εγινε, γιατι αναγνωρισα κανα δυο μουσικοφατσες εκει μεσα. :-) (από φόρουμ)

  6. Το παραλήρημα μιας δεξιόφατσας (περιγραφή σε βίντεο γιουτιούμπ)

  7. ΑΙ ΡΕ ΠΑΛΙΟΣΙΧΑΜΕΝΟΙ ΜΑΣ ΕΧΕΤΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ...ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΑΣΑΡΙΕΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ...ΚΙ ΕΓΩ ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΩΣ ΑΜΑ ΔΩΣΟΥΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ 1.000.000 ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ;;ΑΙ ΣΙΧΤΙΡ ΑΡΙΣΤΕΡΟΦΑΤΣΕΣ! (φωνακλάδικο σχόλιο σε ιστολόι)

  8. ΤΡΟΜΠΕΣ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΚΙ ΟΛΟ ΣΑΣ ΤΟ ΣΟΙ ΠΑΠΑΡΟΦΑΤΣΕΣ
    ΖΩΑ ΟΡΘΙΑ ΜΑΛΑΚΕΣ ΧΡΥΣΑΦΙ ΝΑ ΠΙΑΝΕΤΕ ΚΑΙ ΣΚΑΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΚΑΕΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΤΕΛΙΩΣΟΥΝ ΟΙ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΝΗΤΗ ΠΟΥ ΒΑΖΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΑΠΕΡΓΙΑ (άλλος φωνακλάς από δω)

  9. Παιχνιδιάρα μου γατούλα / με την ροκ εντ ρολ μυτούλα / αθωόφατσα γλυκούλα / με παράνοια Καλιγούλα. (Σάκης Μπουλάς, Τα κεφτεδάκια, 1985)

Fachούλα... (από MXΣ, 26/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική ύβρις που υπονοεί ότι ο κώλος του συνδιαλεγομένου μας είναι τόσο φαρδύς μετά από αλλεπάλληλες παθητικές σεξουαλικές συνευρέσεις, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και από τα συμπαθή τρωκτικά σαν φωλιά.

- Της θειάς σου...
- Τι είπες ρε;
- Άντε ρε, πιάνει ο κώλος σου ποντίκια;

Παράδειγμα όπως εκφέρεται από κακεντρεχή ενάντια στον Εθνικό μας Σταρ.

(από ioannios, 26/10/11)

Βλ. και τρωκτικό σεξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φερόμενη και ως τροτέζα, η γυναίκα η πόρνη στη ψυχή κατά προσπάθεια και κατ' ευχαρίστηση, χωρίς όμως πλήρη επιτυχία.

Συναντώνται παντού και ικανοποιούνται με μεσοβέζικες ντεμέκ καταστάσεις.

Δεν πρέπει να συγχέονται με τις συνειδητοποιημένες πουτάνες ούτε με τις άβγαλτες αθώες κορασίδες.

- Ρε μαλάκα πάλι μου τα γύρισε η Κατίνα, λέει ότι τελικά με θέλει και ότι χωρισμός μέσω mail ήταν επειδή είχε πιει πολύ..
- Γνωστή ψευτοπόρνη, πλασεδάκι και goodbye!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κολομπίνα είναι χαρακτήρας της Commedia dell'Arte, ερωμένη του Αρλεκίνου και σύζυγος του Πιερό. Σλανγκικώς, σημαίνει τον κολομπαρά ή και τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Για την έκφραση βλ. και λουμπίνα. Είναι γνωστό ότι και πριν τις θεσμοθετημένες πουστοπαρελάσεις, το ντέφι κι η Αποκριά ήταν του πούστη η χαρά, οπότε δεν προκαλεί εντύπωση ο συσχετισμός ενός γκέι με έναν χαρακτήρα του καρναβαλιού και δη τον κατ' εξοχή γυναικείο. Ωστόσο, καθοριστικός είναι εν προκειμένω ο συσχετισμός με την λέξη κολομπαράς και τα παράγωγα κωλόμπα, κωλόμπος, οπότε κολομπίνα είναι και το χαϊδευτικό της κολόμπας για τους φίλους της. Ενώ πιο μακριά ακόμα μπορούν να γίνουν παρετυμολογικοί συσχετισμοί με τις λέξεις κώλος και μπινές.

Νομίζω ότι στον ανωτέρο συνδυασμό βρίσκεται η γοητεία της έκφρασης: Έχουμε, δηλαδή, μία κολόμπα (με την ευρεία έννοια χωρίς περιορισμό στον ενεργητικό γκέι και μόνο) που έχει όλην την χάρη μιας έφηβης κολομπίνας μασκαρεμένης ένεκα πουστογλεντιού.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ ως βρισιά και στο πλαίσιο κραξίματος. Υπερθετικός: πρώτη κωλομπίνα.

  1. Κωλομπινα ήρθες πάλι να τις αρπάξεις;; ...αυτες οι εμμονορροϊδες τι σου κάνουν ε; σ΄εχουν ξευτελισει μιλαμε!!! (Εδώ).

  2. Oυστ μωρη κωλομπινα που μας το παιζεις και απελευθερωμενη και το φωναζεις κιολας ... σε φανταζομαι με ροζ κορδελιτσες στα μαλλια και φουστιτσα και να τραγουδας .... «τ'αγορι μου τ'αγορι μου τ'αγορι μου γλυκο και τραγανο σαν καραμελα .... » (Εδώ).

Η δόκιμη κολομπίνα διά χειρός Maurice Sand (από Khan, 25/10/11)(από Khan, 26/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα του Γενοβέζου εξερευνητή Χριστόφορου Κολόμβου χρησιμοποιείται ενίοτε για να δηλώσει τον κολομπαρά, δηλαδή τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο που του αρέσουν τα αγοράκια, ή κατ΄ επέκταση τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Το λολοπαίγνιο είναι αρκετά προφανές: Από το κολομπαράς (βλ. εδώ για ετυμολογία) προκύπτουν διάφοροι τύποι όπως κωλόμπα, λόμπα, λόμπας, κωλόμπος. Αυτό το τελευταίο ειδικά, δηλαδή το κωλόμπος, μπορεί να υποστεί μια τροποποίηση που θυμίζει το φαινόμενο του υπεραστισμού/ υπερδιόρθωσης, λ.χ. της μοδός, ή ψευδοκαθαρευουσιάνικους τύπους όπως ακομβίωτος, και να γίνει κολόμβος.

Το πλεονέκτημα αυτής της τροπής είναι ότι θυμίζει τον Χριστόφορο Κολόμβο. Αυτό είναι έτσι κι αλλιώς σλανγκικώς πρόσφορο καθώς ο εν λόγω κολομπαράς συνδέεται με ένα αιώνιο σελεμπριτόνι, και μπορεί ο όρος να χρησιμοποιηθεί και συνθηματικά. Υπάρχει όμως και το επιπλέον ότι καθώς ο Χριστόφορος Κολόμβος (επαν)ανακάλυψε την Αμερική αποτελεί συνήθη στόχο των αντιαμερικάνων που θέλουν να βρίσουν τις Η.Π.Α. για την πολιτική τους, οπότε κυκλοφορούν εκφράσεις όπως γαμώ την περιέργεια του Κολόμβου, ή και ευθέως γαμώ τον Χριστόφορο Κολόμβο τον πούστη (πούστης= περσινός κολομπαράς). Και γενικότερα σκεφτόμαστε ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν πολύ περίεργος ώστε να ψάξει μια νέα ήπειρο, οπότε θα ήταν περίεργος και σε άλλα θέματα.

Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι το όνομα Χριστόφορος υβρίζεται συχνά ως λογοκριμένη τροπή του θείου ονόματος του Χριστού, για να αποφευχθεί το γαμωσταυρίδι, οπότε έχουμε βρισιές, όπως γαμώ τον Χριστόφορο τον πούστη, που περαιτέρω εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι ο Κολόμβος την ανακάλυπτε την ήπειρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ πιο σπάνια από το κολόμπος, περισσότερο ως λολοπαίγνιο παρά ως παγιωμένη αργκοτική έκφραση και το βρίσκει κανείς με δυσκολία στον γούγλη.

Πάσα: Αόρατη Μελάνη.

  1. Πωπωπω! Gay δημοσιογράφος στο MEGA; Τι είδηση… Μεσοπρόθεσμο, εξαθλίωση, εξόντωση του λαού, αλλά το διαδίκτυο κατακλύζεται με μία φημολογία περί σκανδάλου μεταξύ γνωστού, ομοφυλόφιλου δημοσιογράφου του MEGA τον οποίον έχει καταγράψει ο εραστής του σε ερωτικές στιγμές και τον απειλεί.
    Εδώ αρχίζει το μέγιστο δούλεμα. Γιατί; Μα εάν υπάρχει τέτοιο βίντεο και διαρρεύσει, αυτός που θα το κάνει πάει μέσα για κακούργημα! Ο “κολόμβος εκβιαστής”δηλαδή, την έχει βαμμένη με το που κυκλοφορήσει το βίντεο σε οποιονδήποτε δίαυλο. (Εδώ).

  2. - κοίτα που από κολομπαρίστες μου καταντήσατε κολομπίνοι
    - κολομβοι θα λες... (Εδώ).

(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα υπολείμματα χαρτιού που μαζεύονται ανάμεσα στα κωλομάγουλα, κυρίως όταν το χαρτί υγείας είναι κακής ποιότητος (άρα και μικρής αντοχής) ή όταν ο κώλος είναι βρεγμένος.

Κατ΄επέκταση μπορεί να λειτουργήσει και σαν επιθετικός προσδιορισμός για άτομο πολύ κακής πάστας, άχρηστο και ανήθικο.

  1. Μαλάκα είχα να κάνω 3 μέρες μπάνιο και χτες που έξυσα τον κώλο μου ήταν τίγκα στο κωλόξυσμα.

  2. - Θα έρθει και ο Γιώργος στο τραπέζι το βράδυ. - Αυτό το κωλόξυσμα που μας έκλεβε στα χαρτιά προχτές; Μην μου το χαλάς τώρα...

Για κωλοπετσομένους (από sstteffannoss, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση του γκέι ανδρός - αν και μπορεί να ειπωθεί και για γυναίκα.

Σημασιολογικά προσομοιάζει με τον χαρακτηρισμό λατέρνα, στο πιο εξειδικευμένο του ίσως.

- Τι σκουλαρίκια είναι αυτά στα αυτιά σου μωρή μπιζουτιέρα; Ούτε ο Ξέρξης στους 300 να ήσουν!

Μόλις ήρθα απ\' την Περσία και σου φέρνω... (από Vrastaman, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λάφρας, ο / λάφρα, η / λαφρύ, το. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που χαρακτηρίζει τον εκ γενετής ηλίθιο, τον εκ πεποιθήσεως ηλίθιο ή τον χαζοχαρούμενο... Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον ο οποίος δεν έχει υψηλό αίσθημα ευθύνης για μια δουλειά, σχέση, κατάσταση...

Προέρχεται από το ελαφρύς -> λαφρύς -> λάφρας.

  1. Μα τί λάφρας είναι αυτός, δεν μπορείς να βγάλεις άκρη και να θες..

  2. Δε θα συνεργαστώ με τον Πάνο, γιατί μεγαλύτερος λάφρας δεν υπάρχει, και πάλι σε μένα θα τα ρίξουνε..

  3. - Ποιος είναι αυτός; - Ποιόνα λες ;
    - Α εκείνον πού 'ρχεται..
    - Έλα ρε... ο Τάκης, ο λάφρας του χωριού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την κοπέλα εκείνη που ξεσηκώνει τους άνδρες με το ντύσιμό της -το οποίο είθισται να είναι προκλητικό- και με την συμπεριφορά της, που σαγηνεύει τους άνδρες οδηγώντας τους σε μυστηριώδη μονοπάτια του πόθου. Πρόθεσή της είναι να τους εξιτάρει, τονίζοντας την σεξουαλικότητά της. Βέβαια κάτι τέτοιο της βγαίνει πολλές φορές και φυσικά -χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια- αφού έχει την πουτανιά μέσα της, ενώ έχει φροντίσει να την εξελίξει σε ικανοποιητικό για αυτήν και για τους άλλους τυχερούς άνδρες βαθμό. Λέγεται ότι οι ψωλίτες αρέσκονται σε σεξουαλικές συνευρέσεις και μάλιστα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μία ψωλίτα να είναι επιφορτισμένη με την ταυτόχρονη ικανοποίηση πολλών αντρών.

Η ετυμολογία της λέξεως προέρχεται από την ψωλή, όργανο που αγαπά η ψωλίτα.

- Ρε παιδιά κοιτάξτε εκεί... Είναι μία τύπισσα που είναι ντυμένη προκλητικά και παίζει ταυτόχρονα με 3 άντρες...
- Ναι... είναι η Μαριαλένα... γνωστή ψωλίτα!

(από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified