Ο πρεζάκιας που, υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, η φωνή του αλλοιώνεται και ακούγεται πιο ... «ζουζουνίστικη». Ίσως και κάποιες από τις κινήσεις του να προκάλεσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Θα το ακούσετε και ως ζούζουνας.

Τι πας να κάνεις τέτοια ώρα στην πλατεία ρε; Τώρα μόνο ζούζουνες θα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους πάσης φύσεως υποχθόνιους, η Δίωξη Ναρκωτικών (για τους φίλους, απλά «δίωξη»). Διδάκτορες της ρουφιανιάς, οι ναρκόμπατσοι δεν είναι και τίποτα τζιμάνια (όπως άλλωστε και τα περισσότερα στρουμφάκια). Αν ξαφνικά ανοίξει ο ουρανός και χιονίσει ναρκόμπατσους, το ψάρωμα αντενδείκνυται. Όλο και κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τη σκαπουλάρεις, αν βέβαια δεν κοιμάσαι όρθιος. Φουντάρισμα και ξεφόρτωμα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση μπαστ...

Η νάρκα ποντάρει κυρίως στην τσαπατσουλιά και την αποθράσυνση των νταραβεριτζήδων. Η νάρκα φυσικά κυνηγά τους φτωχομπινέδες, όχι τα μεγάλα κεφάλια. Η νάρκα είναι οργανικό μέρος του συστήματος εξουσίας που συντηρεί την απαγόρευση των ναρκωτικών. Απ' την κάθε σύλληψη όλοι κονομάνε: μπάτσοι, δικηγόροι, δικαστέοι, φυλακές, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες και πάει λέγοντας...

- Τι έγινε με το θεματάκι που λέγαμε; Θα βρούμε καμιά άκρη να την κάνουμε λαχείο;
- Φιλαράκι, τι να σου πω, ο δικός μου έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης τελευταία.
- Κατάλαβα, θα έσπρωξε τίποτα πακέτα και κρύβεται μην αρπάξει καμιά ξώφαλτση... Θα πάρω το Μπάμπη τον κατσαρίδα να δω αν μου 'χει κάτι.
- Ρε συ, δεν ξέρω... Πρόσεχέ τον αυτόν. Έχει βγει βρώμα ότι είναι ρουφιάνος της νάρκας.
- Όχι ρε, καθαρός είναι, τον ξέρω απ' το σχολείο...
- Εγώ μαλάκα μια φορά στο είπα.

Γαμώ το σπίτι σας γαμώ! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας (αυτός που παίρνει ζαμπόν).

- Δεν τον βλέπω καλά τον Μήτσο τώρα τελευταία ρε... Έχει τίποτα;
- Χαζός είσαι ρε; Πώς να ναι καλά ο ζαμπονιάρης... 'Εχει λιώσει στην πρέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι.

- Τσεκάρισε τον κόμη τζάνκουλα, σέρνεται το λείψανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.

- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζέουλο που γίνεται με χάπια, ο χαπάκιας που τρώει κουμπιά οποιουδήποτε είδους. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που λέγεται από τα άλλα πρεζάκια που δεν πολυπάνε τους χαπάκηδες.

-Ρε ψηλέ, σου περισσεύει καμιά ευρού; Είμαι τελείως ρέστος ρε μαν...
-Παρ' τον λοπού ρε κωλοχάπατο! Ό,τι έχω στην καβάντζα το φυλάω για παραμύθα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.

Βλ. και ζέο, ζάκι.

- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ναρκομανής, βγαίνει από το πρεζάκι.

Βλ. και ζέο, πρέζονας.

Ήρθε το ζάκι και μου ζήτησε λεφτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified