Further tags

Αυτοαναφορικά, λέγεται σε περιπτώσεις πετυχημένης χρήσης ενός λήμματος προερχομένου εκ σλανγκρ, όπου σε κάθε άλλη περίπτωση, για να αποδοθεί το ίδιο ορθά και εντυπωσιακά αυτό που θέλαμε να πούμε, θα χρειαζόταν μια ολόκληρη παράγραφος και βάλε.

Εκ του «γλώσσα λανθάνουσα αλήθειαν λέγει», χωρίς να έχει και πολλή σχέση όμως.

Φανταστικός διάλογος στο σλανγκ ντοτ γκρ:

Putzinstitutgraduate: Πω ρε φίλε, μιλάμε το συγκρότημα γαμεί! Thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, κανονικά...

Kavliprizenominate: Γλώσσα σλανγκίζουσα αλήθεια λέγει! Τι να πω, με κάλυψες!

Απο το "Dictionary of the Vulgar Tongue", 1811 (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «ο τολμών νικά», στο χώρο της σλανγκ. Αφορά τολμηρούς σλανγκιστές, που καταπιάνονται με λήμματα που δεν είναι τόσο υποσχόμενα, αλλά με μια μαεστρία καταφέρνουν να τα κάνουν να λάμψουν. Και όταν λέμε όχι τόσο υποσχόμενα, εννοούμε όρους τετριμμένους ή μη, που ακροβατούν μεταξύ σλανγκ και μη σλανγκ. Προσοχή στον τονισμό!!!

Απο Δημόσιο Πρόχειρο
πλατφόρμα
(Είδος γυναικείου παπουτσιού. Λήμμα που δεν προσφέρεται για πολλά αστεράκια, επομένως ζητείται κατά προτίμηση σλανγκίστρια με ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και αυταπάρνηση. Λεξικογραφημένες χρήσεις εδώ.)
πασσαδόρος: παστίς, σλανγκών η ιρονίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικό επιφώνημα εκπλήξεως αστειάτορα ομιτζή.

Στην μορφή «ομυτζήθρα!» χρησιμοποιείται ως επιφώνημα αηδίας από σλανγκοφοριάζουσες, όταν αυτές ατενίζουν τυροειδείς πέοντες.

Εκ του omg! («Παναγιούδα μου!»). Βλ. επίσης ομιτζί και τρία λολ.

Ασίστ: AN21

- Ομιτζίθρα! Η Mes είπε Ζερβίνιο και όχι Θερβίνιο!! Ου λα λα!
(από εδώ)

- Dogs anime! Ομιτζίθρα! Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Αν το πάρει αξιοπρεπές studio, έχουμε ελπίδες!
(από εδώ)

- omitzithra!
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουκ εν το πολλώ το ευ, που θα έλεγαν και οι αρχαίοι. Αναφέρεται σε περιεκτικούς ζουμερούς και τουδεπόϊντ ορισμούς. Βέβαια προϋπόθεση είναι αφενός η ύπαρξη μιας σλανγκιάς ολκής, και αφεδύο ενός πηγαίου σλανγκοταλέντου. Η λακωνική καταγωγή δεν είναι απαραίτητη, αλλά γονιδιακά βοηθάει, και μπορεί να εκληφθεί ως προσόν.

Το σλανγκολακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (όχι πάντα βέβαια). Χωρίς καμία αιχμή για τους Σλάνγκους Δράκους. Απλά είναι θέμα γούστου, και ιστορικής συγκυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, είναι τα λήμματα νέας κοπής του σάιτ, που το αποδομούν το νόημα, κάνοντας ευρεία χρήση μετα(σο)δομιστικών κατηγοριών για να προσεγγίσουν το γεγονός του slanguage. Το αποτέλεσμα είναι συχνά κάτι ανάμεσα σε αποδόμηση του Jacques Derrida και σε ανατολίτικους ρυθμούς ντιριντάχτα ή ντιριντάχ τσουτσού. Άλλωστε, όπως κατεδείχθη από τον θεράποντα του είδους John Black, ο μετα(σο)δομισμός έχει ανδρωθεί (pun intended) στο αραβικό Μαγκρέμπ, όθεν κατάγονται οι Ντεριντά, Αλτουσέρ, Σιξούς και όπου δίδαξε ο Φουκώ. Οπότε το «ντεριντάχντα» για την σάτιρα παρομοίων λημμάτων είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από ένα απλό λογοπαίγνιο του Βράσταμαν, υιοθετημένο από κουλτουροφοβικούς Σλάνγκους παλαιάς κοπής. Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης η σχέση ανάμεσα στην ποστίλα και την ντιριντάχτα αισθητική και είναι συναφές το ερώτημα αν πρόκειται για τον νέο τιραμισουρεαλισμό.

Διάλογοι Σλάνγκων:

- Καλά, τι γυρεύει ο Μισέλ Φουκώ σε ένα λήμμα του σλανγκρ;
- Τίποτα, άρχισαν τα όργανα!
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντεριντάχτα, ντερι-ντεριντάχτα...

- Μα καλά πώς είναι δυνατόν 7 Σλάνγκοι να μου βάζουν 10άστερα και μετά να πέφτει η βαθμολογία στα 4;
- Μάλλον πέρασε κάποιος Σλάνγκος παλαιών αρχών, που δεν του αρέσει η ντεριντάχτα αισθητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατήρησε ο Vrastaman, πιμί είναι τόσο η υπερκιτσάτη διαφημιστική μασκότ των πάλαι ποτέ διαλαμψάντων υπερπριζουνίκ Μαρινόπουλος, όσο και τα personnal messages. Αυτοαναφορικώς, λοιπόν, ως μαρινόπουλος χαρακτηρίζεται είτε σκωπτικά-χλευαστικά, είτε και με την καλή έννοια, αυτός που επιδίδεται καθ' υπερβολήν στα πιμί, λ.χ. λύνοντας διαφορές μέσω πιμί σε one to one basis, αντί για την πανδιαφάνεια των σχολίωνε (ευσύνοπτον κατά Αριστοτέλην και Foucault), ενθαρρύνοντας δίκην σλανγκοπατέρα τους σλανγκορούκι, αναπτύσσοντας διαδικτυακές φιλίες, φλερτ, ή και αντιπαλότητες στην σκοτεινή ιδιωτεία των πιμί, και όχι στον καταυγασμένο με φως δημόσιο χώρο του σλανγκοδήμου.

Trivia: Η γνωστή ανεκδοτική εϊτίλα ήταν:
— Ποιο είναι το μικρό όνομα του Μαρινόπουλου;
— ...;
— Υπερπριζουνίκ.

Επίσης, ο Μαρινόπουλος είχε απαθανατιστεί στον χαρρυκλυννικό δίσκο «Μαλακά» με τις εθνικές επευφημίες: «Υπέρ εστιών και βωμών, υπέρ πατρίδος και θεών, υπερπριζουνίκ Μαρινόπουλος».

Από τίτλο της Φραπέ Slangossip που τελικά κόπηκε:

Αποκαλύπτουμε:
Ποιοι είναι οι πιμιτζήδες και ποιοι οι μαρινόπουλοι.

Ρετροκίτς. (από Khan, 20/08/09)Στο 1.10 περίπου η ατάκα (από Khan, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το slang.gr. Για την συντομία του πράματος, ενοποιούνται και εξελληνίζονται τα δύο αυτά στοιχεία της διεύθυνσης. Όλως τυχαίως, το -γκρ στο τέλος παραπέμπει και στο μικυμάου επιφώνημα Γκρρρρρρ... που σημαίνει θυμό ή / και γκρίνια.

(Και τώρα κάποιος να βάλει τα λυνξ, είναι μόνο 37...)

Ρε μωρό μου, ξεκόλλα επιτέλους από το ινdερνέτ, πάλι με το σλανγκρ έχεις πιάσει νταραβέρια; Πάλι δεν θα βγούμε απόψε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, αυτός που τρώει το δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία, δηλονότι επειδή ο λοχαγός είναι ο αξιωματικός με τρία άστρα. Είναι ευφημισμός για να χρυσωθεί το χάπι της ιασονιάς, από χαιρέκακους Σλάνγκους.

Αντώνυμα: αστεράτος, στρατηγέ μου.

Πηγή: allivegp.

Χαιρέκακος Σλάνγκος: Ωραίο το λημματάκι λοχαγέ μου! Δεν σε χάλασε η προαγωγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβαίνων τον Βέλτσο σε ο,τινανισμό, ο βέλτιστος Bέλτσος.

Αυτοαναφορικά, ο φληναφηματικός σλανγκαρχίδης, ο σλανγκόλας.

- Ευτυχώς, παρά την τελετή λήξης (των Ολυμπιακών Αγώνων) και τη Βίσση, δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας», υποτονθορίζει (ο Γ. Βέλτσος). Μη φοβού, ω Βέλτσιστε. Αφού δεν διανοήθηκες αυτοχειρία όταν έπαιζες προ διμήνου, και μάλιστα εν Δελφοίς, τον Οιδίποδά σου συνοδεία ασμάτων της… Νάνσυ Σινάτρα, θα σε κάμψει τώρα μια Τελετή Λήξης με Αννα Βίσση;
(Καθημερινή)

- ...popo παιδια ποσο βαριεμαι να διαβαζω τα κομεντσ σασ....
αλα πρεπει να παραδεχρω οτι γελασα παρα πολυ με το βεβαιουσλι...ακομα γελαω...χαχαχαχαχαχχα
(η Μαριαχόμορφη σχολιάζει παπαραλήρημα του βέλτσιστου Khan, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified