Further tags

Η έδρα ποδοσφαιρικής ομάδας που επιτίθεται συνεχώς προκαλώντας πανικό στον αντίπαλο.

Εκτός του ότι η ομάδα αυτή δεν παίζεται με τίποτα εντός έδρας, συνήθως συνοδεύεται από ένθερμους υποστηρικτές που δημιουργούν εκρηκτική ατμόσφαιρα, αυτό που λέμε ο δωδέκατος παίκτης.

Μερικές τέτοιες έδρες

  • Το Camp Nou, έδρα της Barcelona F.C.
  • Το Old Trafford, έδρα της Manchester United
  • To Santiago Bernabeu, έδρα της Real Madrid

- Τι θα κάνουμε αύριο με τη Μπάρτσα;
- Τι να κάνουμε μωρμαλάκα; Το Καμπ Νου είναι το πιο κατηφορικό γήπεδο της Ευρώπης: στο πρώτο ημίχρονο γέρνει προς την πλευρά όπου αμύνεται η φιλοξενούμενη ομάδα και στο δεύτερο, προς εκείνη όπου επιτίθεται η Μπάρτσα! (εμπνευσμένο απο εδώ)

(από notheitis, 17/09/10)

βλ. και γέρνει το γήπεδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πεζή πραγματικότητα είναι ηλεκτρικό μηχάνημα κοπής συνήθως ξυλείας. Λέγεται και σκέτο κορδέλα και αποτελείται από κυκλική ευλύγιστη λάμα πριονιού που εδράζεται σε δύο τροχούς, ο ένας εκ των οποίων κινείται από ηλεκτρικό κινητήρα. Βασικό χαρακτηριστικό του μηχανήματος είναι ότι δεν μασάει πουθενά και ως εργαλείο βασανιστηρίων θα ήταν ταμάμ.

Ωσεκτουτού κι επειδή γλώσσα σλανγκίζουσα τ' αληθή λέγει, πριονοκορδέλα είναι αφενός η πάρα μα πάρα πολύ αυστηρή κριτική σε λεγόμενα ή σε πράξεις κάποιου κι αφετέρου η κακοποίηση κάποιου υπό τινός συνανθρώπου του.

Ειδικά η δεύτερη εκδοχή είθισται να αναφέρεται στον αθλητικό χώρο, όπου ο δράστης είναι ο διαιτητήςκαι το θύμα η μία ομάδα.

Σημαντικό: το λημματάκι αυτό συντάσσεται με το ρήμα περνάω.

  1. για την Ά σημασία :

Κι ο ίδιος στα 71 του χρόνια, θα κάνει την παρθενική του εμφάνιση σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Άργησε, αλλά τα κατάφερε.
Τον Γερμανό, τον πέρασαν πριονοκορδέλα, σχεδόν απαίτησαν την απόλυσή του, ακόμη και σε περίπτωση πρόκρισης, οι επικήδειοι εκφωνήθηκαν (και γράφτηκαν) από την προηγούμενη του επαναληπτικού.
Εντάξει, ο Ρεχάγκελ δεν είναι ο πιο…ευέλικτος προπονητής του κόσμου...
από εδώ και

  1. για την Β':

Το γιο του ανθρώπου που έχει πει τη «μεγάλη» ατάκα «ο Γαύρος και το Αιγάλεω να κερδίζουν και οι υπόλοιποι να πάνε να γαμηθούνε. Για όσους δεν ξέρουν ο Σπάθας ήταν φέτος στα ερυθρόλευκα όργια στο Παγκρήτιο, πέρασε πριονοκορδέλα τον Παναθηναϊκό στο Καυτατζόγλειο, έναν Παναθηναϊκό που τον έφαγε πέρσι λάχανο στο Καραϊσκάκη.
από κει

ξυλουργική (από perkins, 18/09/10)καυσοξύλων (από perkins, 18/09/10)μετάλλου (από perkins, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπασμένο ή σπασμένος συνεκδοχικά, λέγεται το σύστημα οδηγός - όχημα, όταν τηρούνται οι κάτωθι συνθήκες:

  • Το όχημα πηγαίνει με τσίτα τα γκάζια και βαράει κόφτες συνέχεια.
  • Ο οδηγός βλέπει το δρόμο σαν σοκάκι στη Χώρα και αρχίζει να φλερτάρει με τον δαλτονισμό.

Για την συγκεκριμένη συνθήκη πρέπει φυσικά το μηχάνημα να είναι πολλά κυβικά διότι αν είναι πρι-πρι ακυρώνεται αμέσως η νιρβάνα και παίζει σκέτη ταλαιπωρία (βλ. παράδειγμα)

Η σλανγκιά μάλλον προέρχεται από το ότι εάν οδηγείς πάντα στα κόκκινα τελικά θα σπάσεις το μοτεούρ.

- Οταν οδηγω μεγαλες αποστασεις και ειδκοτερα οταν εχω δευτερο ατομο που σε σπρωχνουν να κατσεις ακομα πιο μπροστα, μουδιαζει η ηβικη μου χωρα, και νεκρωνει ολος ο μηχανισμος! Σκοοτερ οδηγω, και πιστευω ειναι επειδη η σελα ειναι πιο μυτερη μπροστα και σου ριχνει σουβλιες στον καβερνοσο. Στα παπακια δεν ξερω αν ισχυει κατι διαφορετικο.

- Να πάρεις μοτάρντ μονοκύλινδρο να πηγαίνεις σπασμένος στας ΕΟ για να σου επαναφέρει το σύστημα ...από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα αθλητικά συνδέεται με την λόμπα και σημαίνει ότι με το να κάνω λόμπα αναγκάζω τον αμυνόμενο να πηδήξει και να τεντωθεί ψηλά, σαν να είναι κρεμασμένος. Περισσότερο λέγεται στο ποδόσφαιρο, κρεμάω τον τερματοφύλακα, όπου το κρέμασμα είναι η τιμωρία του απερίσκεπτου μεσολογγίτη τερματοφύλακα που κάνει ηρωϊκή έξοδο. Μπορεί όμως να ειπωθεί και στο μπάσκετ και στο τένις, οπουδήποτε γίνεται λόμπα.

τελικο σκορ 1-3 με ωραιο πλασσε του Νουνιεζ που κρεμασε τον τερματοφυλακα (εδώ)

Ο ένας τερματοφύλακας κρέμασε τον άλλο (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή ξεφεύγει από τα αθλητικά. Όπως ήδη ειπώθηκε, την αναφέρει ο ένας ομιλητής στον άλλο για να δείξει ότι το μείζον είναι το ότι είσαι ΠΑΟΚ και ότι δεν θα πρέπει να ασχολείσαι με τον εκάστοτε προβληματισμό σου, ήτοι το έλαττον - ακόμα και αν αυτός είναι ότι απολυθηκες και έχεις πέντε στόματα να θρέψεις. ΠΑΟΚ είσαι και αυτό αρκεί - δηλαδή, περηφάνια, τιμή, καμάρι κλπ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει ότι εμπεριέχεται μια δόση κλάιν στην όλη μανούρα. Σωστόστ εν μέρει, διότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, θα πρέπει να χαλαρώσεις, να πιεις την φράπα σου και βλέπουμε απο τον άλλο μήνα τί θα κάνουμε με το πρόβλημά σου.

Η ουσιώδης διάφορα όμως, είναι ότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, πονάνε τα μυαλά σου, είσαι οργανωμένος, αφήνεις τα λαρύγγια σου στο πέταλο κ.ο.κ., άρα είσαι φουλ δραστήριος και ενεργοποιημένος, συμπεριφορά που σαφώς αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσοφία του κλάιν, η οποία θέλει πολύωρο ύπνο και όσο το δυνατόν λιγότερους χτύπους καρδιάς την ημέρα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: η φράση χρησιμοποιείται επιτυχώς μόνο σαν σχολιασμός - απάντηση στη συμφορά του συνομιλητή μας και ΠΑΝΤΑ με αυτή την σειρά των λέξεων, ΠΟΤΕ δεν λέμε δηλαδή: είσαι ΠΑΟΚ. Χάθηκε όλη η ουσία της φράσης...

- Φίλε, είμαι χάλια. Με παράτησε το μωρό για έναν άλλο μπουρτζόβλαχο και κοντεύω να τρελαθώ. Τί θα κάνω;;
- ΠΑΟΚ είσαι, δεν σε πιάνει τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το combination, βλέπε και κομπίνα.

Ο συνδυασμός κινήσεων δηλαδή ο υπολογισμός των φάλτσων κινήσεων που θα κάνει η μπάλα σου αφού την έχεις στεκάρει (χτυπήσει) προκειμένου να βάλεις την συγκεκριμένη (άλλη) μπάλα στην κατάλληλη τρούπα.

(επιδειξίας) - Κοίτα τώρα τι κομπινέ θα κάνω να την βάλω στην γωνία, κοίτα σου λέω ρε. (ήχος στεκαρίσματος ακολουθούμενος από ήχους από καμιά δεκαριά φαλτσοχτηπήματα)
- Φτου! Παραλίγο, γαμώ την ατυχία μου.
(σκέψη παρατηρητή )
- Μα τι χοντρομαλάκας είναι αυτός ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.

Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).

Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.

Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...

Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...

Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.

Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.

Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...

Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.

Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).

Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!

Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.

Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.

Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...

(Τελετουργική λήψις στάσεως καταδύσεως):

- Πέσε ρε μαλάκα, μια ώρα!
- Κοίτα τον, το φιγουρατζή!
- Άντε ντε! Κρυώσαμε!
- Πλάαααααααααααφφφφφφφφφφφφφφφ!!!
- Ωωωωχαααα!
- Ουουουουου!
- Σιγά ρε μαλάκα, μας γιόμισες! Τί πατσά ήταν αυτή!
- Ποιος είσαι ρε, ο Λουγκάνης;
- Αφού με σπρώξατε ρε κωλόπαιδα!

(από allivegp, 14/10/10)(από Khan, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ποδοσφαιριστήςτης κακιάς ώρας, δεν αξίζω τα χρήματα που παίρνω, ή μου δίνουν λίγαγιατί ο άλλος που παίζουμε στην ίδια θέση είναι καλύτερος, με αποτέλεσμα να παίζω εξωφυλαρούχας, δηλαδή σπανίως μέχρι και καθόλου.

Άμεσο αποτέλεσμα του ταλέντου μου είναι να κάθομαι στον πάγκο της ομάδας μου, αντί να κάνω πως παίζω. Καμιά φορά πέφτω θύμα κλίκας και παρεξήγησης, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τρώω πάγκο.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΠΩΣ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΒΑΣΙΚΟΣ Ο ΜΕΛΙΣΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΥΝΤΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΡΩΕΙ ΠΑΓΚΟ Ο ΑΝΤΡΕΑΣ. Ο ΤΖΙΜΠΟΥΡ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΚ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙΩΝΙΟ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ. Από εδω

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από την υδατοσφαίριση. Όταν κάποιος αμυντικός κάνει κάποιο αντικανονικό ή σκληρό φάουλ, μία από τις πιθανές ποινές είναι και η αποβολή του από το γήπεδο για συγκεκριμένο χρόνο. Ο χρόνος αυτός ορίζεται όσο η διάρκεια μιας επίθεσης για την αντίπαλη ομάδα. Η επιτιθέμενη ομάδα παίζει με έναν παίκτη παραπάνω μέχρι να εξαντληθεί ο χρόνος επίθεσης (ο οποίος μηδενίζεται με την αποβολή). Με το πέρας της επίθεσης (αλλαγή στην κατοχή μπάλας, γκολ, άουτ), ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος, ο τιμωρημένος παίκτης επανέρχεται στον αγωνιστικό χώρο.

Η πιο πάνω κατάσταση αναφέρεται σαν επίθεση με παίχτη παραπάνω. Ακόμα και στα στατιστικά, αναφέρεται π.χ. «στον παίχτη παραπάνω» είχαμε τραγικό ποσοστό, εννοώντας ότι στις επιθέσεις με αριθμητικό πλεονέκτημα δεν καταφέραμε να έχουμε καλό ποσοστό επίτευξης γκολ.

Αυτή είναι η ορολογία (λίγο βαρετή). Ο όρος σλανγκίζεται όμως και πέραν της κάπως «στραβής» χρήσης, όπως η πιο πάνω (εμφανές στα παραδείγματα), και στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) «(παίχτης) παραπάνω» αποκαλείται και ο παίκτης ο οποίος μένει χωρίς αντίπαλο. Ο οποίος δεν είναι ο ίδιος πάντα. Αν ακριβολογούσαμε, θα έπρεπε να αναφερόμασταν στον «ελεύθερο» παίκτη, όπως γίνεται και στα άλλα ομαδικά αθλήματα. Αλλά στην υδατοσφαίριση, ο ελεύθερος λέγεται και «ο παραπάνω».

β) σε όλες τις περιπτώσεις που το ουσιαστικό απαλείφεται ή, ως ευκόλως εννοούμενο, παραλείπεται. Δλδ. σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, δεν χρησιμοποιείται η έκφραση «παίχτης παραπάνω», αλλά μόνο το «παραπάνω», κλινόμενο σαν το ουσιαστικό που παραλείφθηκε.

  1. ... και τα 6 γκολ επιτεύχθησαν στον παίχτη παραπάνω με ένα πολύ καλό ποσοστό 6/7 ...

  2. Trikala Gate 7 .:: ΠΟΛΟ - Ολυμπιακός - Πανιώνιος 7-6
    Ο Δημήτρης Μάζης ισοφάρισε για τον Πανιώνιο στον παίκτη παραπάνω, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Την τελευταία στιγμή. Συνήθως λέγεται στο παραπέντε (εξού και το πετυχημένο σήριαλ) κι είναι παρόμοιο των: παρατρίχα, στο τσακ, στο παρατσάκ, μόλις και...

  2. Το γνωστό extreme σπορ.

Πάλι στο παραπέντε πρόλαβα το τρένο.

Και οι εκδόσεις Παραπέντε... στο παραπέντε εκδίδουν τα έντυπα τους... χεχεχε (από GATZMAN, 31/10/10)(από GATZMAN, 31/10/10)Με αλεξίπτωτο πλαγίας parapente κάπου στις αυστριακές Αλπεις (βλ. ορισμό, περίπτωση 2) (από GATZMAN, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified