Further tags

Έκδηλος, σεσημασμένος.

-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.

Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παριστάνω τον άσχετο, κάνω την πάπια.

- Βοήθησε την κατάσταση, κάνε κάτι, εδώ καιγόμαστε και εσύ σφυρίζεις αδιάφορα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eυκαιρία, πολύ φθηνά.

— Με γεια το μηχανάκι. Το πήρες ακριβά;
— Μπά! Το πούλαγε ένας που είχε ανάγκη και το πήρα κοψοχρονιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω μια κατάσταση με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) χρησιμοποιείται ειρωνικά και δηλώνει ότι έτσι όπως την είδα, δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα. Όταν είναι σκέτο, μεταφορικά υποδηλώνει οτι είμαι περήφανος και ψώνιο.

  1. Ο Κώστας την είδε ότι θα σώσει τον κόσμο και τρέχει όλο σε εθελοντισμούς και φιλανθρωπίες.

  2. Η Νίνα την έχει δει από τότε που τα έφτιαξε με τον βιομήχανο και δε μας καταδέχεται.

Βλέπε και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.

  1. - Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.

  2. - Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.

Στο 2.22 (από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω, ξαφρίζω.

Μεταφορικά: βάζω ακριβές τιμές σε κάτι.

-Πόσο την πήρες την τηλεόραση;
-1500 Ευρά.
-Τι; Σε μάδησαν οι κλέφτες! Αυτή την έχω δει σε βιτρίνα με 850 Ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαλαμούτι μεταξύ δύο γυναικών.

- ...και τότε οι στριπτιτζούδες εκεί που χόρευαν, άρχισαν το τζιβιτζιλίκι και φτιαχτήκαμε όλοι!
- Πωωω τι μου λες, δεν το πιστεύω!

Από τα πλέον διάσημα τζιβιτζιλίκια στον χώρο της σόου βυζ. (από Khan, 25/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.

-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαλύω, χαλάω κάτι.

  1. - Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
    - Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!

  2. Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!

  3. Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified