Further tags

Το ισχυρό σοκ, ενίοτε και το αναπάντεχο σοκ.

Σύνθετη λέξη η οποία προέρχεται από τις λέξεις, πρωκτός και σοκ και η οποία αποτελεί την σύντμηση των δύο παραπάνω λέξεων.

Τις προάλλες που έβλεπα ειδήσεις, έπαθα πρωκτοσόκ από την ανακρίβεια του ρεπορτάζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατίν ονομάζουμε την αποπνικτική μίξη των ακόλουθων αερίων:

  • Σκατίλα.
  • Κωλίλα.
  • Σπρέι με άρωμα αγριοκέρασο (και μάγουλο βερίκοκο).

    Το παραπάνω συνονθύλευμα κάνει τον χρήστη της τουαλέτας, που χέζει και νομίζει ότι το σπρέι θα καταπνίξει τη σκατίλα, να κρατάει την αναπνοή του ώσπου να βγει έξω από το WC. Το καλοκαίρι ειδικά το αέριο Σκατίν δεν αντέχεται με τίποτα!

Η λέξη παράγεται από τις λέξεις: Σκατά και Σαρίν.

(Ο Παναγιώτης βγαίνει απο την τουαλέτα με γαλήνιο ύφος, σφυρίζοντας)
Τάκης: Επιτέλους βγήκες!(πάει μέσα)
Παναγιώτης: Ωχχ... θα τη μυριστεί τη δουλειά.
Τάκης: Ρε μαλάκα! Βρομάει Σκατίν εκεί μέσα! Τι το ήθελες το Γκλέιντ!

Shoko Asahara (μπουχέσας Ιάπων) (από Vrastaman, 31/07/09)Σφαγή του Κατυν (από Vrastaman, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά που συνδυάζει το ψυλλιάζομαι με το υποψιάζομαι για μάξιμουμ λουλζ.

Βάγγος: Πώς αποφάσισες να επισκεφτείς την μακρινή Μπουζουμπούρα;
Πέρι: Συνέδεσα το πεηντάρ μου με GPS.
Βάγγος: Το υποψυλλιάστηκα!

Φραπέ Slangossip: Σε ερωτώ ευθαρσώς: έχεις ψύλλους;
Poniroskylo: Που και που!
Φραπέ Slangossip: Καλά το υποψυλλιαστήκαμε!

- σου είπα να κοιτάξεις το σιφώνι στο μπαλκόνι. Υποψυλλιάζομαι πως κάποιος κουρεύει το σκυλί στη βεράντα...
(από εδώ)

- Κι έτσι, όπως έκρυβες τη φατσούλα σου στην κουκούλα σου και τα τσουλούφια σου στη σκούφια σου, υποψυλλιάζομαι πως δεν θα έχεις αντίρρηση και την οδό Σκουφά που ρήμαξες να τη λέμε οδό Σκουφιά.
(από εδώ)

(από Khan, 14/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απώλεια του ενδιαφέροντός σου για ένα παιχνίδι ταβλιού όταν σου καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι χάνεις.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

Επέμενε ο σπασαρχίδης να συνεχίσουμε το παιχνίδι, παρόλο που μου είχε πιάσει την παραμάνα. Ταβλαρέθηκα την ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Μην δυσφυταπιστείς, αληθινό είναι το τριαντάφυλλο. Ορίστε βλέπεις το κοτσάνι πώς σπάει;
- Ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων DVD και νταηλίκι και χαρακτηρίζει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του επί άλλου ατόμου, προς θέαση συγκεκριμένων DVD της αρεσκείας του ιδίου και χωρίς να λογαριάζει τη διάθεση ή τις προτιμήσεις του άλλου.

(Καυλαγόρας προς Λάουρα με caps lock φωνή)
- Όχι, δεν έχω δει το «Fuck and the Village». Είμαι σίγουρος ότι έχει φανταστικό σενάριο, υπέροχο καστ, αλλά δεν προτίθεμαι να δω και τα 60 επεισόδια. Το ντιβινταηλίκι να το πουλήσεις αλλού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Τζίμη Πανούση, προερχόμενη δηλονότι από το life-style και τον Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, τουπίκλην Στάλιν.

  1. Η κυρίως έννοια είναι το λαϊφστάιλ των σκληροπυρηνικών κουκουέδων, δηλαδή η απόλυτη αντίθεση στο καπιταλιστικό λαϊφστάιλ. Πρόκειται για το στυλ της Παπαρήγα της καλής, για ένα στυλ, όπου πρυτανεύει η απλυσιά, οι αξύριστες μασχάλες και, στις συντρόφισσες, φούστες τ. χριστιανόφουστα, γενικά όλα όσα μπορούν να εμπνεύσουν επαναστατική αλληλεγγύη και συντροφικότητα, αμέριστη αφοσίωση στον επαναστατικό αγώνα και σεξ απήλ μόνο για τεκνοποίηση των μελλοντικών μελών του κόμματος (trivia: sex στα λατινικά σημαίνει κόμμα). Επίσης, παντελή αδιαφορία για παρακμιακά φαινόμενα, όπως image-making, debates κ.ο.κ.

  2. Η παραπάνω είναι η ορθόδοξη έννοια. Με την ευρεία έννοια ο όρος μπορεί να χαρακτηρίσει το λαϊφστάιλ κάθε αριστερίζοντος, έτσι όπως περιγράφεται γλαφυρά σε λήμματα του athens as it really is, του Χαλικούτη, του Ιησού κ.ά. Λ.χ. πρόκειται για το λατέρνατιβ στυλ ενός νεανία αλτερνιού, που δεν έχει απαραίτητα ασχημindie, αλλά μπορεί και να έχει ομορφindie. Περιλαμβάνει οπωσδηπότουσλυ διακοπές στην Ίφκινθο και μαγείρεμα με το αλάτι από την μπαρικάδα Ιφκίνθου, χαϊμαλιά, τζιβομπίχλες, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Με ευρύτατη καθόλου ορθόδοξη έννοια μπορεί να δηλώσει και το λάιφσταϊλ συνασπισμένου νεανία με μπόλικη τσίπρα μέσα του, κουκουλοφλώρου ή και το στυλ της διαδήλωσης.

  3. Τέλος, μπορεί καταχρηστικά να χρησιμοποιηθεί και για το ψαγμένο λαϊφστάιλ ψαγμένου αριστεροκράτη Μαρξ εντ Σπένσερ, που στην ιδανική αισθητική περίπτωση μπορεί να αποτελεί το αντίστοιχο του ναζιάρη στο έτερο άκρο του πολιτικού φάσματος (άλλωστε τα άκρα συμπίπτουν). Χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι εστέτ Luchino Visconti, Heiner Muller και πολλοί άλλοι.

Ασίστ: Vrastaman.

«Από την εποχή του Λωτ μέχρι την εποχή του Λόττο το λαϊφστάιλ παίζει σημαντικό ρόλο στο πλασάρισμα των πολιτικών αρχηγών εκτός από την περίπτωση της συντρόφισσας της Αλέκας όπου σε αυτή την περίπτωση διαφοροποιείται κάπως και γέρνει προς το λαϊφστάλιν με τα δολοφονικά πατρόν της Ιωσηφίνας της δολοφονικής λούγκρας του βορρά με το παχύ μουστάκι». (Τζίμης Πανούσης, Δούρειος Ήχος, 1/6/09).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του τηλε + γαβ (=υλακή κυνός).

Αφορά περιπτώσεις γραιιδίων ή μυστακοφόρων θείτσων, αίτινες μη έχουσαι οιανδήποτε επαφήν με την τρέχουσαν τεχνολογίαν (ως και ο υποφαινό), φωνασκούσιν (διά την ακρίβειαν γαβγίζουσιν) όποτε συνδιαλέγονται τηλεφωνικώς μετά τινός, εις υπεραστικήν και δή διεθνήν κλήσιν, διατηρούσαι απηρχαιωμένην άποψιν ότι δήθεν όσον δυνατωτέρα η φωνή, τοσούτω ευκρινέστερον το σήμα εις το άλλον άκρον του σύρματος.

Υφίσταται όμως και έτερος λόγος τηλεγαβγίσματος των γραιών-θείτσων: αυτός της υποτιθεμένης οικονομίας. Ήτοι, όταν ομιλεί πλησίον των, π.χ. ο επιζών σύζυγος μετά προσφιλούς συγγενούς, καλέσαντος εκτάκτως ινά ευχηθεί εις πολλά έτη, καλή Ανάσταση κλπ (βλ. τ' αγγονάκι, μοναχογυιός, ξενοπαντρεμένη θυγατέρα κλπ), ο οποίος ευρίσκεται αλλαχού εις την επικράτειαν ή εν αλλοδαπή, ταύται πηγνύουσιν τότε κάτι εκκωφαντικάς αγριοφωνάρας πλησίον του ακουστικού, παραλλήλως και ταυτοχρόνως προς τα τηλε-διαμειβόμενα, αλλά με εντελώς διάφορον περιεχόμενον, αποκλείουσαι κάθε δυνατήν επικοινωνίαν, διότι θεωρούσιν ότι, τοιουτοτρόπως, δεν «καίνε τηλέφωνο», αφού μ' ένα σμπάρο-δυο τρυγόνια...

Βεβαίως, η πρακτική του τηλεγαβγίσματος εκ μέρους των συμπαθών κατά τα λοιπά λαδικών, δικαιολογείται εν μέρει, δεδομένου ότι συχνάκις οφείλεται σε κώφωση ένεκα γήρατος ή και σε εδραίαν πεποίθησιν ότι αι τηλεφωνικαί γραμμαί λειτουργούσιν πλημμελώς, απηχούσα αλήστου μνήμης πλην πρόσφατον εποχήν, ότε εκαλούσεν τις, τον εις Πετράλωνα κατοικοεδρεύοντα αναδεξιμιόν του και συνεδέετο με Κάιρον, αι γραμμαί ήσαν φορτωμέναι ή έκαμναν παράσιτα ή βόμβους, το σήμα ήτο αχνόν, παρενεβάλλοντο υβρίζοντες και τρίτοι εις την στιχομυθίαν κλπ-κλπ (βλ. Χάρρυ Κλύνν: Γαμώ τον ΟΤΕ σας και γαμώ τις γραμμές σας!).

Να μην συγχέεται με το γκάρισμα των αγχωμένων επιτηδευματιών, που ομιλούσιν κάθιδροι καταμεσής του δρόμου ή εις τα μέσα μεταφοράς, εις το hands-free κινητόν των, διότι τούτοι συγχέονται (ευλόγως) μόνον με τους κατά μόνας ομιλούντας τρελούς. Όσον, δε, διακριτικώτερον το hands-free, τοσούτω δυσχερεστέρα η διαφοροποίησις!

(Παππούς): - Έλα Γιώργοοοο! Έλα, τι κάνεις; Κάνει κρύο στην Αυστρίαααα; Εμείς εδώ ανάψαμε το τζάκιιιι! –ταυτόχρονα– (Γιαγιά): Γιώργο μουουουου! Έχω φτιάσει και γκιούλμπασι που σ’ αρέσειειειειειει!
(Γιώργος): - Σταμάτα ρε γιαγιά το τηλεγάβ, δεν ακούω κανέναν απ’ τους δυο! Ένας-ένας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαυροπανήγυρη δηλώνει την μαζική έξοδο των σαυρών και λοιπών σαυροειδών στον έξω κόσμο, είτε κατά τη διάρκεια της ημέρας είτε κατά της νύχτας, στους δρόμους, στις πλατείες και στα εντευκτήρια των αστικών (ή/και των τουριστικών / παραθεριστικών / παραλιακών) κέντρων, δια σκοπόν διασκέδασης και/ή εξεύρεσης κανενός φουκαρά που: δεν θα βλέπει μπροστά του, θα είναι τύφλα, θα έχει να δει κοκό κάτι χρόνια, ή θα είναι από αυτούς που γαμάνε μόνο τον Αύγουστο.

Η σαυροπανήγυρη διαθέτει και μία ακόμη κατηγορία: την φραγκοσαυροπανήγυρη, η οποία υποδηλώνει την αθρόα καλοκαιρινή (κυρίως) εισβολή σαυρών εκ Φραγκίας στα ελληνικά αστικά κέντρα και στα καμένα κάμπινγκ. Η κοινωνιολογία της μαζικής συγκέντρωσης στα εν λόγω μέρη δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς οι τιμές αυτών εναρμονίζονται πλήρως με τις οικονομικές τους δυνατότητες, οι οποίες, με την σειρά τους, παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της σαυρίσιας ύπαρξής τους. Όσο πιο καλοζωισμένες, τόσο λιγότερο σαύρες, αν και θα πρέπει να αναγνωριστεί πως η παραπάνω διατύπωση δεν αποτελεί ντε και καλά αξίωμα, καθώς ο κανόνας παρουσιάζει αρκετές εξαιρέσεις.

Η σαυροπανήγυρη συναντάται επίσης και ως σαβουροπανήγυρη.

  1. - Πάμε για κανά ποτάκι;
    - Μπα, δεν παίζει. Θα μπλέξουμε στη σαυροπανήγυρη και δεν θα βρούμε ούτε τασάκι άδειο.

  2. - Έχεις παρατηρήσει πως μόνο σαυροτουρίστριες έρχονται σ' εμάς; Τι ξεπεσμός είναι αυτός ρε πστ!...
    - Εμ έτσι είναι. Στη Βιλαρίμπα μουνοπανήγυρη και στο Βιλαμπάχο σαυροπανήγυρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified