Further tags

Κάποιο γεγονός ή ενέργεια που συμβαίνει, πραγματοποιείται ή γίνεται κάθε βράδυ, δηλαδή όχι μέρα.

  1. Καθηβραδινά στο ράδιο.fm ακούτε τις χειρότερες επιτυχίες επί πληρωμή και υποχρεωτικά(!)... και συνεχίζουμε το βραδινό μας πρόγραμμα [...]

  2. Οι αναλυτικότερες ειδήσεις στο καθηβραδινό μας δελτίο ειδήσεων στις 20:00.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέα ελληνική φοβία, μια καινούργια εφεύρεση των ΜΜΕ, που αφενός περιγράφει την σημερινή ψυχολογική κατάσταση του υπερδανειζόμενου νεοέλληνα (εχει κλάσει μπάμιες), αφετέρου, όμως, δρα θεραπευτικά και καταρρίπτει κάθε προηγούμενη φόβο-εμμονή...

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λέξη-εμβόλιο, λέξη-παυσίπονο, καθώς με την εμφάνιση του όρου αυτού στα τηλεοπτικά παράθυρα των ειδήσεων ξεπεράστηκε κάθε ανησυχία για την επερχόμενη πανδημία της γρίπης.

- Μήτσο, πάμε καμιά βόλτα με το suzuki;
- Ποιο suzuki, έκλασα μπάμιες και το πούλησα... Δεν βλέπεις τι γίνεται ρε. Θα χρεοκοπήσουμε...
- Μην είσαι κουλομαρία, μωρ' αδερφέ μου, μούφα είναι, ρε... Χρεοκοποφοβία πουλάνε τα κανάλια...
- Α, είπα και γω... Γιατί πληρώνω τα διόδιά μου κύριος.

(από kapetank, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βροχέζος, ο [ουσ.] < βροχερός + χέζω

Αναφέρεται στον ενοχλητικά βροχερό καιρό. Μπορεί να είναι εκνευριστικό ψιχάλισμα που κρατάει μέρες ή μουσώνας των τροπικών που δύναται να σε πνίξει στα πέντε λεπτά που κρατάει.

Λίγο πιό έντονο σαν έκφραση από το «κατρουλόκαιρος».

Πιθανόν να αποτελεί την ελληνική μετάφραση του αγγλικού «shitty/crappy weather».

- Βροχέζος ο καιρός σήμερα.
- Ναι ρε συ, πολύ εκνευριστικό το συνεχές πιτσίλισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρής διάρκειας «ασθένεια» που εμφανίζεται στον άνδρα όταν, προχωρώντας σε πολυσύχναστο δρόμο ή χώρο, «τυφλώνεται» από το μεγάλο πλήθος από μουνάρες ή Λίλιαν που κυκλοφορούν τριγύρω. Το φαινόμενο είναι παροδικό και διαρκεί από μερικά λεπτά μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, είναι δε συνηθέστερο σε άτομα που δεν έχουν κάνει σεξ κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενίοτε συνοδεύεται από άνοδο του αίματος στην κεφαλή ή από... άνοδο της κεφαλής. Περιττό να τονιστεί ότι η ασθένεια γνωρίζει άνθιση κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι...

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «μουνί» που αναφέρεται στη γνωστή θηλυκή θεότητα που ρυμουλκεί πλοίο (σέρνει καράβι) και από τη κατάληξη «-ίαση» που δηλώνει ασθένεια, π.χ. ηλίαση.

(πραγματικό περιστατικό)
Το πρωί στο Πολυτεχνείο:
- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι αποσυντονισμένος;
- Άσε ρε Μήτσο, τι είναι αυτά που κυκλοφορούν; Δε μας λυπούνται καθόλου; Μουνίαση έπαθα πάλι όταν ερχόμουν! Έχω και μέρες να γαμήσω...
- :-))))))))))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στη φράση: «παίζω τον πορδόμυλο», τ.έ. την κολοκυθιά, τ.έ. επιδίδομαι σε άκαρπη συζήτηση (μάλλον ιδιωματισμός).

Συνώνη μου (κατά το Αντώνη μου): παίζω την κολοκυθιά.

- Εσύ θα πας.
- Όχι, εσύ.
- Ε, όχι εσύ.
- Τον πορδόμυλο θα παίξουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλά μπούτια μαζί. Σε αντίθεση με το μποτιλιάρισμα που δημιουργεί νεύρα και τσαντίλα, το μπουτιλιάρισμα δημιουργεί ευφορία και ενθουσιασμό.

Συναντάται:

  • Στην πλαζ,
  • Στο casting με τα μοντέλα,
  • Στα αποδυτήρια γυναικών,
  • Στο ταξί μετά το club.

Έπεσα σε ένα μπουτιλιάρισμα... ακόμα καυλωμένος είμαι !

Σχετικό και το μπερδέψαμε τα μπούτια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρελά καμένος από καψούρα.

Τι καψουροκαμμένη που είμαι ρε συ! Αυτός με φτύνει κατάμουτρα και εγώ συνεχίζω να είμαι ακόμα κολλημένη μαζί του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified