Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).
- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;
Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).
- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;
Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.
Got a better definition? Add it!
Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.
Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.
Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.
Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.
Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.
Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.
Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.
- Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
- Πήρα λεωφορείο...
- Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
- ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.
Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.
Got a better definition? Add it!
Η πόση ποτού κατευθείαν εκ του μπουκαλιού. Λόγω έλλειψης ποτηριών ή λόγω άποψης. Θεσσαλονικιώτικο. Λέμε τώρα...
- Θέλεις ποτηράκι με την μπύρα, μωρό;
- Όχι μωρέ, τσιμπούκι!
- Ξέρεις δεν έχω κλειτορίδα.
- Α, καλά, πιάσε μια Amstel...
- Πώς τα περάσατε χθες;
- «εν σε λέω τίποτα! Τα περάσαμε πίπα, χτυπήσαμε και από 5 μπυρόνια τσιμπούκι δίπλα στο κύμα και γίναμε ντίρλα!
- Γάμησες;
- Kαλά, πιάσε μια Amstel...
- τσιμπούκι, ε;
Got a better definition? Add it!
Η κολλώδης αίσθηση και όψη στο ρουθούνι, συνεπεία εισπνοής κρυστάλλων κοκαΐνης.
Καθάρισε τη μύτη σου ρε παπάρα! Έχεις καραμελώσει και καρφώνεσαι.
Got a better definition? Add it!
Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.
Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.
Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.
Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.
Απ' τη ζωή βγαλμένο:
- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό.
- Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.
(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.
Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.
- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!
Got a better definition? Add it!
Λήμμα-σύνθημα που συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις μία ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής. Χωρίς περαιτέρω σχόλια.
Σε παλαιότερες εποχές (βλέπε '80s) απαντάτο ως σύνθημα σε τοίχους των Εξαρχείων και σε φοιτητικά αμφιθέατρα. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.
- Τι κάνει ρε εκείνος ο παλιός σου φίλος ο Πάνος; Έχω να τον δω κάτι χρόνια...
- Τι να κάνει, αφού τον ξέρεις τώρα τον Πάνο. Μια ζωή τα ίδια! Σούρα, τζούρα και μαστούρα!
Got a better definition? Add it!
Σε αντίθεση με το μπριζώνω, η έκφραση αυτή είναι πιο συγκεκριμένη και αναφέρεται σε μια στιγμιαία αναλαμπή της διάθεσης και το πέρασμα σε μια πιο ενεργητική φάση της.
Ενδεχομένως αυτό μπορεί να προκληθεί από τυχαίους παράγοντες (διαταραχές ορμονών, πιο συχνό στο ασθενές φύλο, ας με συμπαθάνε οι κυρίες αλλά έτσι είναι πάρτε το χαμπάρι επιτέλους) ή κι από ουσίες που δεν άπτονται νομιμότητας, κυρίως σκόνες και άλλα χαποειδή σκευάσματα που «σε κάνουν όλους να τους αγαπάς και να χορεύεις τρανς».
Στον πληθυντικό «τρώω μπρίζες» δηλώνει διάρκεια και εν γένει (μ)πριζωμένο άτομο. Τουλάχιστον για μια περίοδο δικαιολογείται, μετά όμως είσαι κι εσύ (μ)πριζωμένος ή (μ)πρίζας ή κωλοφωτιάς...
- Μη μου μιλάτε σήμερα, μη μου μιλάτε απόψε... Έφαγε κάτι μπρίζες σήμερα η γυναίκα μου και με πέταξε έξω απ' το σπίτι.
- Πάλι τα ίδια ε; Μη χολοσκάς ρε συ, θα της περάσει μόλις κατέβουν τα γαμοοιστρογόνα...
- Πωππππω δδδδικέ μου έφφφαγα μια μπρίζζζζα σου λλλέω, τττιιτιι ήταν αυτό που μού 'δωσες ρε μλκ;
- Τεφαρίκι πράμα σου λέω, απ' τα εργοστάσια του υπαρκτού σοσιαλισμού της Ολλανδίας όχι κιούσπα από φτουσγύ...
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Κλασική συνθηματική φράση που χαρακτηρίζει τους οργανωμένους κάφρους των ελληνικών πετάλων. Προσκολλάται σε όσους έχουν κάνει χρήση τσιό ή και άλλων ναρκωτικών ουσιών πριν ή και κατά τη διάρκεια των αγώνων της αγαπημένης τους ομάδας.
Got a better definition? Add it!