Φράση που εκτός από περιγραφική κυριολεξία για ανθρώπους μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα σε σχέση με αντικείμενα ή καταστάσεις:

Του γάμησες τη μάνα

άλφα. το διέλυσες, κατέστρεψες, το παράκανες, τα έκανες πουτάνα, του γάμησες τα πέταλα - από ασχετοσύνη, απροσεξία, υπερβολικό ζήλο.

βήτα. τα κατάφερες, το δάμασες, το έσπασες, του πέταξες τα μάτια όξω, you are the man, ο Γκραν γαμάω. Περιέχει μια απεριόριστη δόση σεβασμού και δυο σταγόνες ειρωνείας.

Κατ' εξαίρεση μπορεί να είναι και αυτοαναφορικό για το πολυαγαπημένο μας σάη. Oπότε να και ένας ορισμός γάμα!

Σημειώσεις:
- Να μην συγχέεται με το υβριστικό (εκτός αν είσαι ο πατέρας του/της) «σου γαμώ την μάνα». - Με τον ορισμό αυτό επίσης μπορείς να δεις με διαφορετικά μάτια το σύνθημα «Η Παπαρήγα είναι ο πατέρας του Κομμουνισμού γιατί του γάμησε την μάνα»
- Δεν την εκφέρουν οι μικροαστούληδες γιατί δεν είναι slang
- Eνίοτε λέγεται και ως «μου γάμησες την μάνα» αλλά είναι πιο βαρύ από το «μου 'σκισες τον κώλο ρε γαμημένε»
- For our foreign friends and German translators: don't use it when you address a Greek child when you want to describe to her/him that you have a romantic relationship with her/his mother.
- συνοδεύεται συνήθως από το ρε πούστη ή το πουτάνας γιε

Πάσα και έμπνευση Markar

  1. Ρε μουνόπανο, εσύ μπήκες στο PC μου ψες και του γάμησες την μάνα; Γέμισε ιούς ρε γαμημένε!

  2. Ρε μουνί, καλά έκανες και μπήκες στο σάη των χρυσάυγουλων και του γάμησες την μάνα! Πουτάνας γιοί!

  3. Καλά, μιλάμε με τα λήμματα που έχουν ανεβεί τελευταία στο σάη του έχουμε γαμήσει την μάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδικό παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο, καθισμένα γύρω από τη μάνα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή σχοινί και πρώτα σχηματίζει μ’ αυτό διάφορα σχήματα, π.χ. ένα αχλάδι, ένα μήλο, ένα καλάθι κτλ. Τα άλλα πρέπει να μαντέψουν τι παριστάνει. Όποιο το βρει, του δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο έχει το δικαίωμα να σηκωθεί και να κυνηγήσει τ’ άλλα παιδιά. Η μάνα μένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! ». Εκείνος που κρατεί το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του κι αν κτυπήσει κανένα παιδί, τότε εκείνο βγαίνει απ’ το παιχνίδι. Αν όμως η μάνα φωνάξει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! », τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον πάρουν στο κυνήγι και να του πάρουν το λουρί και να αρχίσουν μ’ αυτό να τον χτυπούν. (από http://users.sch.gr/vaxtsavanis/tris_kai_to_louri_tis_manas.html)

Και μια άλλη παραλλαγή: κάνουν κύκλο σε δυάδες τα παιδιά και ένα από αυτά, ως μάνα κυνηγά γύρω από το κύκλο το πρώτο που βγαίνει μετά από κλήρωση. Εκείνο για να γλυτώσει από τα χτυπήματα του κυνηγού με το λουρί, έχει δικαίωμα να μπει μπροστά από όποια δυάδα θέλει. Τότε το παιδί που είναι στην εξωτερική σειρά γίνεται το θήραμα. Αν το παιδί που κυνηγά, θέλει να σταματήσει, τότε κρυφά δίνει το λουρί σε όποιο παιδί θέλει της εξωτερικής σειράς και γίνεται εκείνο ο κυνηγός. (http://strimoniko.blogspot.com/2010/07/blog-post_3570.html)

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται για πολυχρησιμοποιημένους, προβεβλημένους όρους αλλά και για να δηλώσει επανάληψη, πολλαπλασιαστικά επίσης, θέλοντας να δώσει έμφαση στην ποσότητα αλλά και για να δηλώσει μια κατάσταση στην οποία υπάρχει δυσπιστία, καχυποψία και περιφρόνηση.

Παράλληλα χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια παραφροσύνη που επικρατεί σε μια κατάσταση χωρίς να εμβαθύνει στις αιτίες αλλά έτσι πιο φλου αρτιστίκ...

Ακόμη, ως βρισιά προς τη μάνα σου, οπότε παίρνει μπάλα και το λουρί της...

Συνώνυμα : (τρεις) + και μαλακίες, και κουραφέξαλα, και παπαριές, και τρέχα γύρευε, και άλλα πολλά...

  1. Δεν αντέχω άλλο με τη γραφειοκρατία, υπογραφές, πρωτόκολλα, θεωρήθηκε ο διευθυντής και το λουρί της μάνας. Αμάν πια...

  2. «Φράχτες - ελικόπτερα και το λουρί της μάνας», από άρθρο στο Ποντίκι (http://topontiki.gr/article/25996)

  3. Μια του πούστη, δυο του πούστη, τρεις και το λουρί της μάνας σου ρε γαμημένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παλιάς κοπής, μάλλον ξεχασμένη σήμερα, που για μια κοπέλα (τουτέστιν νέα και ανύπαντρη) σήμαινε πως είναι, μάλλον όχι και τόσο απροσδόκητα, αν και πιθανότατα ανεπιθύμητα, ολίγον έγκυος, οπότε «ψητό», το έμβρυο και «φούρνος», η μήτρα - κοιλιά.

Λιγότερο ευφημισμός και περισσότερο σεξιστική χοντράδα, προκαλούσε εκτός από γαμοσταυρίδια, έντονο προβληματισμό στον συνυπεύθυνο ή τους πιθανούς συνυπεύθυνους που θα προτιμούσαν να την είχαν κάνει κόμπο απ’ το να γίνουν ξαφνικά μπαμπάδες. Φυσικά, δεν το λες πως εξύψωνε τη φήμη της εν λόγω καρπερής, αν και η κοινωνία (δηλαδή, ουσιαστικά, οι γυναίκες) είχαν, ντεμέκ, απελευθερωθεί σεξουαλικά.

Θα μπορούσε να είναι απόδοση του αγγλικού με την ίδια σημασία «to have a bun in the oven» όπου «bun» = μικρό κέικ, κότσος αλλά και κωλαράκι και «oven» = φούρνος. Τουλάχιστον ένας μεταφραστής το είχε αποδώσει έτσι, στην εδώ σκηνή του δημοφιλέστατου μιούζικαλ Grease το 1978-1979.

Αλλά κι οι γείτονες Ιταλοί λένε «ne ha sfornato un altro»: «ξεφούρνισε άλλο ένα» για τον τοκετό καμιάς κουνέλας.

-Η Πάτυ έχει ψητό στο φούρνο.
-Τι;!;!
-Το σφύριξαν χθες στη μικρή.
-Ναι έ;…………Σταντέ;
-Στις καπότες μου.
-Δε γαμιέσαι λέω ‘γω;
-Μπααα!! Κάλλιο νονός.

(από Mr. Cadmus, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σεξουαλικό όργιο στο οποίο συμμετέχουν κατά κανόνα βρωμόμουνα μποντιμπιλντεράδες, ζιγκολό ή ακόμα και ανυποψίαστες πλην πολύπειρες σεξουαλικά κοπέλες.

Διοργανωνονται από μερακλήδες σε ποικίλα μέρη όπως γκαρσονιέρες, χαμάμ, spa ή ξενοδοχεία και σκοπό έχουν την ψυχοσωματική εκτόνωση και αναζωογόνηση των συμμετεχόντων.

Σ.ς.: Μετρ του είδους είναι ο Θεσσαλονικιός Σωτήρης.

- Πρόεδρε έλα για μουχαμπέτι αύριο στα λουτρά Θέρμης.
- Εκτιμώ την πρόσκληση άλλα είμαι παντρεμένος ρε παλικάρι μου. Να 'σαι καλά.

Mουχαμπέτι με την Ugly Betty ακα Tσιμουχαμπέτι (από Vrastaman, 15/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην περίπτωση να συμβεί κάτι κακό για το οποίο δε θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα μείνουμε να κοιτάμε σαν βλάκες, άπραγοι.

- Μετά από τόσα χρόνια που την κάνω υπομονή θα με παρατήσει και θα μείνω να τραβάω τις κωλότριχες μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.

Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.

- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.

Κουλουράκια (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε άτομο ή μέρος όπου συχνάζουν μουνιά, κυρίως μούναροι.

1 (άτομο): Μαριάννα, δε παίζεσαι ρε. Τη μία μου γνώρισες την Ιωάννα, χώρισα και τώρα στα καπάκια μου έψησες σκηνικό με τη Ράνια. Σκέτη μουνοπηγή είσαι!

2 (μέρος): - Χθες πήγα στο Γκάζι, έκατσα λίγο στο Gazzarte και δεν έπαιζε τίποτα. Μόνο ζευγάρια και ψωλαρία.
- Τζάμπα ταλαιπωρία δηλαδή, ε;
- Όχι, ευτυχώς μετά πήγαμε Socialista και πάθαμε πλάκα. Μουνοπηγή το μαγαζί σου λέω. Είχε δύο Bachelor party με γυναίκες κι έγινε της πουτάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που υποδεικνύει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ονομαζόμενων ομοφυλόφιλων. Η παραπάνω πράξη είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στους κυνηγούς λαγών. Εξ ου και ''το πνίγει το κουνέλι''. Εννοείται το Αρσενικό.

π.χ.- Παιδιά μιλάμε ότι ο τυπάς το καβαλάει το τουφέκι!

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι (όχι εγώ, η έκφραση το λέει) τόσο πολύ και με τέτοια ένταση, ώστε εξουθενώνω το πέος του εραστή μου, και οριακά του το αφαιρώ, λειτουργώντας έτσι ως μια ιδιότυπη vagina dentata. Λαδή τον «ευνουχίζω» με το να κορεστεί απολύτως από την ποσότητα του γαμησιού που μου έχει ρίξει, ώστε μετά να φύγει και να μην του σηκώνεται πια, να έχει εκλείψει η ερωτική του επιθυμία. Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια τέτοια δύναμη της κίνησης φίκι-φίκι, ώστε να επισυμβαίνει αποκόλληση της πούτσης. Το α' συστατικό ξε- παραπέμπει στο ξεσκίζω, αλλά με την έννοια ότι η/ο ερωμένη/-ος ξεσκίζει τον εραστή με τον κώλο. Βεβαίως, ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο εραστής «ευνουχίζεται» ψυχολογικώς (το τσαμένο), ή κατσιάζεται, σε καμία περίπτωση δεν τον χάλασε, οπότε από την μεριά του ερώντος η έκφραση έχει θετικό πρόσημο.

Η έκφραση μπορεί να σημαίνει και μια αντιστροφή του διπόλου ενεργητικός-παθητικός, ώστε να εμφανίζεται ως ενεργών ο δεχόμενος το γαμήσι. Πλην μάλλον δεν πρόκειται για κάποια προοδευτική έκφραση νέας κοπής τ. ρίχνω δυο μουνιά, που δείχνει την θαυμαστή πρωτοβουλία της ερωμένης, παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια ενεργητικότητα του θήλεος που λειτουργεί ευνουχιστικά για το άρρεν. Ούτε και πρόκειται για κάποια εναλλακτική υπέρβαση της μονοτροπίας του φις - πρίζα. Στην έκφραση ξεπουτσιάζω έχουμε περισσότερο τον κλασικό σεξιστικό στιγματισμό της/του ερωμένης/-ου που δρα ως αδηφάγα μητρομάνα. Χαρακτηριστικό ότι η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά για μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες χήρες, ζωντοχήρες, παπαδοξηλώτρες, που υποθέτουμε φαντασιωτικώς ότι θα μας ξεπουτσιάσουν λόγω στέρησης.

Χρησιμοποιείται, επίσης, για να πούμε ότι κάποιος είναι κωλόφαρδος, τυχερός, λ.χ. σε αθλήματα.

  1. - Ρε συ, πού είσαι χαμένος τόσους μήνες;
    - Έχω βρει μια ζωντοχήρα και μ' έχει ξεπουτσιάσει φιλαράκι.
    - Τι άλλο να πω, παρά ΚΑΛΑ ΓΑΜΗΣΙΑ! (Βλ. ζωντοχήρα).

  2. Κατάλαβα πως τον είχε ξεπουτσιάσει. Η γυναίκα αυτή έκρυβε ένα ηφαίστειο μέσα της. (Εδώ για ενήλικες).

  3. ξερει κανεις καμια εμπειρη στην ποδομαλακια!!! που να μπορει να με ξεσκισει η αλλιως να με ξεπουτσιασει;;;; (Εδώ).

  4. Μπορεί παράδειγμα να του τα έκανε και επίτηδες ο αντίπαλος ενώ αυτός με τα 16/16 σουτ τους έχει ξεπουτσιάσει. :-D (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified