Το τρίπτυχο του κλασικού άντρα που ρίχνει πούτσα, αλλά βλέπει και μπάλα και δε σηκώνει πολλά πολλά. Επίσης «πούτσα ξίδι και κοψίδι».

Απορώ πώς μια κοπέλα με τα πτυχία της, αλλά και εμφανίσιμη και ερωτεύσιμη, κατέληξε με αυτόν τον πούτσα μπάλα και τραμπάλα!

(από Khan, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Της έριξα μανίκια» σημαίνει την πήδηξα Χ φορές. Κάθε μανίκι ισούται και με ένα γαμήσι... Έκφραση η οποία ανέβηκε στην κορυφή της δημοτικότητάς της, την δεκαετία του 80. Η αρχική της προέλευση αγνοείται. Είναι καταγεγραμμένη σε Ελληνικές cult τσόντες, όπως στο «Ηδονές στο Αιγαίο» με τον Τέλη Σταλόνε.

Μια ανάλογη έκφραση με πιο σαφές νόημα, είναι η λατρεμένη: «Της πέταξα 3 καβλιά».

- Φίλε, η Τζένη είναι μια λεβεντομούνα... το κάτι άλλο! Άσε που το μουνί της βράζει...
- Και συ που το ξέρεις;
- Εγώ;;.. Της είχα ρίξει τρία μανίκια σε ένα βράδυ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλανώμαι πλάνην οικτράν αλλά μυρίζει κιόλας!

Εαν αυτά τα ΠΑΣΟΚόσκυλα νομίζουν πως σε περίπτωση που βγει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κάτι σαν την ΕΣΑ + του ότι θα κάνουνε ανενόχλητοι τις βρωμοδουλειές που επιθυμούν (προστασίες,προμήθειες κλπ) ή ότι θα πάρουνε μετάθεση εκεί που επιθυμούν και θα κατσικωθούν σε τίποτα γραφεία όπως γινότανε τα χρόνια των δανεικών του Ανδρέα και γράφουν τέτοιες ανοησίες, κλανώνται κλάνην οικτράν.

(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Επιδίδομαι σε ντραμακουινικές κλαψομουνιές, με ναρκισσισμό και αυτολύπηση.

Είμαι κλαψομούνης/α, κλαψαρχίδι, κλαψούρης, κλάψας, πίκρας, καζαντζίδης, Παναγιώτης Γιαννάκης: ένα εκ πεποιθήσεως, cat εξακολούθηση και cat αγνώστου γκραν γκρινιόλ με αύρα χρονίως κατεβασμένης προβοσκίδας, το φελέκι και την κενωνία μου μέσα...

1.
οσοι κλαψομουνιαζουν για το φορουμ που σερνετε, παρακαλω να βαλουν το χερι στην τσεπη για να αγοραστουν καινουριοι σερβερ

2.
Καλο μηνα να εχουμε. Πηρα μια αποφαση χτες.Θα σταματισω να κλαψομουνιαζω, θα μιλαω οπως γουσταρω, θα εστιασω στις σπουδες μου, στον χορο μου, στην γυμναστικη μου, στους φιλους μου και στην οικογενεια μου. Σε μενα..

3.
Το να είσαι φασίστας είναι μια διαρκής πάλη ενάντια στην πραγματικότητα. Για αυτό κλαίγονται μετά οι φασίστες και μας τα πρήζουν ότι όλοι τους πετάνε λάσπη, για αυτό μια κλαψομουνιάζουν και μια περηφανεύονται ότι είναι «εναντίον όλων». Ε, πώς να μην είστε «εναντίον όλων» ρε βόδια, αφού ζείτε σε έναν κόσμο φαντασιακό και δημιουργημένο από τα χωλά μυαλά σας;

(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 08/10/13)Ο αρχετυπικός κλαψομούνης της μπάλας (από Khan, 12/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική version του της πουτάνας που χρησιμοποιείται κατά κόρον από μη Κρήτες και τείνει να αυτονομηθεί εκ της Νήσου.

Αλιεύματα εκ του διαδικτύου:

- ΕΠΑΕ ΤΣΙ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΘΑ ΓΕΝΕΙ!!!

- Εδώ γίνεται τσι πουτάνας και μυρωδιά δεν πείραμε

- Τσι πουτάνας θα γίνει εκείνη τη μέρα ααχαχαχαχαχαχαχαχαχ (Mes;)

- !shocked! !shocked! !shocked! abraam: ελα ελααααα, θα γινει τσι πουτ@νας! /jumper/. Τίγρης: ωπα-ωπα .....εγινε τσι πουτανας ;sohappy; ;sohappy; ;sohappy;.

(από MXΣ, 08/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε δυο καραπουστάρες.

- Ποιος είναι ο άνδρας ρε; Ο Βασιλάκης ή ο Σωτηράκης;
- Χαχα... κωλοτρίβονται ρε, τι άντρας μου λες τωρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να μην κάνεις τίποτα, απλά να τεμπελιάζεις.

- Τι έκανες σήμερα το πρωί;
- Τίποτα. Στην αρχιδοκρέμαση ήμουν όλη μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμβαίνω αυθαίρετα σε μια συζήτηση, χωρίς ουσιαστική συμβολή στο θέμα.

Το πρώτο συνθετικό της λέξης εκτιμώ ότι προέρχεται από το ιταλικό cazzo (ψωλή).

  1. Δεν μπορεί πάντα κατσιμπάίνει στη συζήτηση με κάποια βλακεία της στιγμής.

  2. Κατσομπαίνει σαν την ψωλή και μας γαμάει τη συζήτηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά από τον μαγικό κόσμο των ανωμαλιάρηδων: το ξυλίκι που τρώει ο μαζώ στα πλαίσια ερωτικών παιγνίων με ντόμινα (ενεργητική γκομενίξ).

Συνεκδοχικά, αυτό που επιφυλάσσει η μοίρα στον κάθε μουνόδουλο.

Αγγλικανιστί: pussywhip.

1. @strahd: να σου σκάσω ένα μουνοσκάμπιλο να σου πω εγώ μετά...!!!!!

2. ως μπαϊσεξουαλ αυτο το ποστ με κανει μαζοχιστη...θελω να παιξω μπουνιες , πουτσιες και μουνοσκαμπιλα με ολες/ους σας !!

3. Ναι , ετσι εχουν γινει τα δόντια σου απο τα μουνοσκάμπιλα που σου κανουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified