Further tags

Παραλλαγή του αιώνιου παθέτικ θρήνου κάθε πικραμένου Ρωμαίου όταν αυτός προσγειώνεται στην πικρή, σκουληκιάρικη πραγματικότητα.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο περί ου ο λόγος πρόσφερε στο αντικείμενο του πόθου του μεταξωτές κορδέλες για να εισπράξει φύκια. Φυσικά, όπως πάντα, τα ήθελε ο κώλος του και ας πρόσεχε.

Βλ. επίσης:

  • άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες,
  • εγώ της πρόσφερα το κέρας της αφθονίας και εκείνη μου ανταπέδωσε την αφθονία των κεράτων,
  • έδωσα τα πάντα για σένανε μανδάμ και τώρα je suis le bossu de la cloche de Notre-Dame,

κ.ο.κ.

Εγώ σε παίρνω παραλία
κι εσύ ξηγιέσαι φύκια
πως μένω στην καρδούλα σου
τώρα ζητάς και νοίκια
Τι να τα κάνω τα λεφτά
όταν δεν έχω φράγκο
τι να το κάνω τ' όχημα
μετά από τέτοιο τράκο

(Το τροχαίο, Μ. Ρασούλης. Aπό το αριστουργηματικό LP «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βάλε και κατάλαβε χρησιμοποιείται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε γενικότερα μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο που είναι ό,τι νά 'ναι, κοινώς, άστα να πάνε.

(Φυσικά, μέχρι στιγμής δεν ακούσει άλλον ανθρωπο να χρησιμοποιεί τη φράση αυτή αλλά για όλα υπάρχει η πρώτη φορά :D)

Τη μια λέει έτσι, την άλλη λέει αλλιώς, βάλε και κατάλαβε τι τύπος είναι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, προερχόμενη εκ των λέξεων «νέος» και «Λέοπαρντ».

Ο όρος αποτελεί απαξιωτικό ή χιουμοριστικό χαρακτηρισμό ενός νέοπα που υπηρετεί σε μονάδες τεθωρακισμένων, που χρησιμοποιούν άρματα μάχης Λέοπαρντ (Leopard).

Ο όρος εκφέρεται συνήθως από κάποιον παλιό φαντάρο, από κάποιον μονιμά που έχει ακόμα να δει...πολλές... μα πολλές ολυμπιάδες μέχρι να απολυθεί, ή από κάποιον που είχε κάνει τη θητεία του σε τέτοιες μονάδες.

  1. (Χιουμοριστική χρήση)
    Καλή θητεία νέοπαρντ!!! Να περνάνε γρήγορα οι μέρες και να γυρίσεις άρτιος στην κοπελιά και στους δικούς σου!
    Δες

  2. (Απαξιωτική χρήση)
    3 μέρες πριν φύγω με αγγαρέψανε να πάρω κάτι νέοπαρντ να κουβαλήσουμε λέει καλώδια και εκεί τσακώθηκα και τους τα έχωσα με την εξουσία της παλαιότητας και της μισής σαρδέλας μου. Δες

(από GATZMAN, 02/06/09)Μαύρος Λόχας vs Νέοπαρντς. Αφιερωμένο στον Γκατζ. (από Jonas, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.

Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.

Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)

2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).

  1. Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ

  2. Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό basse classe, που σημαίνει κατώτερη κοινωνική τάξη, το μπας κλας παίρνει την κατάληξη -αρία και γίνεται «μπασκλασαρία».

Η κατάληξη «-αρία» είναι πολύ συνηθισμένη στην μεταφορά ξενικών στην ελληνική καθομιλουμένη, λ.χ. kitsch- κιτσαρία, snob- σνομπαρία, αλλά και ελληνικών, όπως πουτσαρία, ψωλαρία.

Μπασκλασαρία είναι κάτι πολύ φτηνής, τραγικής ποιότητας, που θεωρούμε καλό να το σνομπάρουμε.

- Πάλι μ' αυτούς τους λαϊκούς κάνεις παρέα, τις μπασκλασαρίες; Θα σε φάει η λαϊκουριά! Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες ένα άλφα επίπεδο...

Τhe Who - Magic Bus (από allivegp, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός του ήδη καταχωρημένου ορισμού, η έκφραση το ματώνω σημαίνει, για γυναίκες, ενδίδω στην αυτοϊκανοποίηση τόσο συχνά και με τόση όρεξη και αφοσίωση που το παρακάνω και το ταλαιπωρώ το γατάκι.

[Based on a true dialogue, Λύκειο, οι ορμόνες μέσα μας κάνουν επανάσταση. Μαρία: μαγκιόρα συμμαθήτρια, θρυλικά μεγάλο στήθος από έφηβη]

- Μαρία πήγες πουθενά για καλοκαίρι;
- Χαλκιδική με τους γονείς μου και μετά κατασκήνωση για κορίτσια.
- Α ρε Μαρία... Τις φαντάζομαι εκεί αθώες και ανέγγιχτες, με τις πυτζαμούλες τους, μαξιλαροπόλεμοι, αλληλοχτενίσματα και αλληλοβαψίματα, γκαυλώνω, χαχαχα!
- Νταξ ρε Πάτση, ας ερχόσουν να με δεις, κερδισμένος θα 'βγαινες. Εκεί όλες το ματώνανε δεξιά κι αριστερά απ' τις γκαύλες, θα σε τρώγανε για δεκατιανό. Άκου ανέγγιχτες...
- Εε τ-τι λε ρε...
- Σού 'δωσα homework ε; Μη μασάς ρε που κάνουν τις Παναγίες, ξύπνα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μεγάλη κουβέντα. Να φας, να πιεις, μεγάλη κουβέντα να μην πεις.

Δεν μιλάμε για ξεκούραση, όχι, μιλάμε για ήσυχη συνείδηση (light) και για ύπνο (αραχτός). Βέβαια το «αραχτός» δεν είναι και υποχρεωτικά ο κοιμώμενος.

Κάποιος που κοιμάται χωρίς χάπια, σαν πουλάκι -χωρίς τις Ερινύες να του στοιχειώνουν τον ύπνο του ώστε να μην έχει ένα ρεμ ήρεμο.

Αν κάποιος ενήλικας κοιμάται 7 ώρες κατ' ελάχιστο, προλαβαίνει ο οργανισμός του να αναδομηθεί. Μεγάλο πράγμα ο ύπνος, πιστέψετε με.

Πρέπει να το έχει πει ο Χάρης ο καθαρός.

- Τέρμα το αραχτός και light για μένα. Έχω πέντε μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος ρε φίλε, από τότε που χτύπησα αυτό το σκυλάκι στον δρόμο... Βλέπω τη φάση σαν εφιάλτη...
- Μην ανησυχείς αδελφέ, ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόστρα, φιγούρα, επίδειξη, ποζεριά, Πουλ Μουρ.

Κατά την καθιερωμένη σημασία, λεζάντα είναι το σύντομο επεξηγηματικό κείμενο που συνοδεύει εικόνα, σκίτσο, φωτογραφία, βιντεάκι του Εσύ Τιουμπ κ.λπ. Είναι μεταφορά από το γαλλικό légende < λατινικό legenda («αναγνωστέα», γερούνδιο του ρ. lego = διαβάζω). Το κειμενάκι αυτό παίζει συνήθως πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του μηδιού που συνοδεύει, ακριβώς όπως η εξωτερική εμφάνιση μετράει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στην εικόνα που θα σχηματίσουμε για το ποιόν ενός ανθρώπου.

Γίνεται κατανοητό λοιπόν, πως η σημασιολογική απόκλιση ανάμεσα στο «συνοδευτικό κειμενάκι» και τη «μόστρα», είναι μάλλον αμελητέα. Μ΄ένα λόγο, η μετάβαση απο την «κυριολεξία» στην σλανγκική μεταφορά, γίνεται χαλλλαρά και εύκολα.

Όταν π.χ. μια γκόμενα νοιάζεται μόνο για τη λεζάντα της, αυτό σημαίνει πως την απασχολεί μόνο το Φαίνεσθαι, το Θεαθήναι, η επιφάνεια, η εξωτερική της εμφάνιση. Οι παραδοσιακοί κλαψιάρηδες θα την έκραζαν, θα την εγκαλούσαν για έλλειψη βάθους, καλλιέργειας, ουσίας. Όπως ακριβώς καταδικάζουν και τις σύγχρονες κοινωνίες (αλλά και κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή). Ίσως της έλεγαν «είσαι ρηχή σαν το ταψί του μπακλαβά».

Καμιά όμως Ουσία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο το Κείμενο (Derrida), δηλ. η Λεζάντα. Μόνον η Επιφάνεια σώζει. Όπως έλεγε ο Nietzsche, είμαστε επιφανειακοί από αγάπη για το βάθος (αυτό στέκει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο). Με απλά λόγια, αν δεν πουλήσεις και λίγη μούρη, όλοι σ' έχουν χεσμένο (όπως είπε ο πόντικας Μοντεχρήστος στον Ισοβίτη του Αρκά και μετέφερε στα καθ' ημάς ο Χαλικούτης).

  1. - Είδες η Κατερινούλα πως εξελίχθηκε από τότε που ξεφόρτωσε το γιωργάκη (sic); Κάθε μέρα έξοδος κι έτσι, έχει πάρει αμπάριζα όλα τα γκλαμουρομάγαζα της Παραλίας σου λέω.. Τι Ακρωτήρι, τι Mao, τι Room, τι της Παναγιάς τα ράμματα.. Έχει βρει και κάτι μαλάκες καληνυχτάκηδες με Πορσικά και την πηγαινοφέρνουν. Πολύ λεζάντα μιλάμε η δικιά σου, πολύ Πουλ Μουρ.

  2. - Γάμησέ τα ρε φιλαράκι, χαθήκαν οι σοβαρές γυναίκες απ' την πιάτσα. Όλες μόνο για τη λεζάντα τους κόβονται, για τα παπούτσια τους, τα βαφτικά τους, τα βρακιά τους, τις μουνότριχές τους... Επίπεδο πάτωμα σε λέω, άστα να παν στο διάλο.
    - Δηλαδή εσύ ρε μεγάλε την προτιμάς γραμματιζούμενη κι έτς τη γκόμενα, να βλέπετε τη φεγγαράδα και να συζητάτε για ποίηση; Ή θες ένα ξανθό πατούρι να το σπάσεις στον πούτσο; Γιατί αν ψάχνεις το πρώτο, εσύ δε θες γυναίκα, εσύ θες την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ναούμε..

  3. - Να σου πω ρε Τζορτζ, δε τσιμπάς το Μερσεντικό να πεταχτούμε μία μέχρι το Κολωνάκι για καφέ;
    - Την παλεύεις αγορίνα μου με την πάρτη σου ή σου 'χει λασκάρει; Θα κουβαλάω τη Μερσέντα σαββατιάτικο, σε μέρος που θα βρούμε να παρκάρουμε του του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Είσαι σοβαρός; - Μην πήζεις ρε μαλάκα.. Θα σου πληρώσω γω το πάρκιν άμα είναι. Στην τελική, για λίγη λεζάντα ζούμε σ' αυτή τη ζωή..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέροντας τον όρο, μιλάμε:

1) Χιουμοριστικάγια τη χύτρα ταχύτητας. Διανθίζουμε έτσι τη φάση, κάνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εάν η περίσταση το επιτρέπει. Η γλώσσα του σώματος (πονηρό κλείσιμο ματιού, μορφασμοί, κλπ) και τα συμφραζόμενα, βοηθούν στην ορθή αποκωδικοποίηση του λόγου μας. (βλ. παρ.1).

2) Για μια μάνα, που σα χύτρα ταχύτητας ξεπέταξε απ' τη μήτρα της, ένα λόχο παιδιά σε χρόνο ρεκόρ. Δεν κωλώνει με τίποτα. Σωστό...ντούρασελ (βλ. παρ. 2 και φωτογραφία 2).

3) Για τη βασίλισσα της ξεπέτας, που σα χύτρα ταχύτητας, φτάνει γρήγορα σε σημείο βρασμού και ολοκληρώνει γρήγορα. Για πουσάρισμα των γήπεδικών επιδόσεων, συνίσταται συνεύρεση με ταχυπηδήκουλα. (βλ. παρ. 3).

  1. - Άντε... πείνασα. Πότε θα βάλεις τη μήτρα ταχύτητας στη φωτιά;

  2. Με μια χύτρα ταχύτητας κάνεις παϊδάκια σε 9-13 λεπτά. Με μια μήτρα ταχύτητας κάνεις τα παιδάκια της φωτογραφίας 2 σε 9-13 χρόνια (βλ. φωτογραφίες).

  3. Η Μαρίτσα που λες, είναι ευρύτερα γνωστή ως μήτρα ταχύτητας. Ήρθε στην Αθήνα από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Φαρμακευτική, αλλά μόλις τέλειωσε το πρώτο έτος, συνειδητοποίησε πως άλλη ήταν η κλίση της. Έτσι άλλαξε κλάδο. Προκειμένου να αξιοποιήσει τον υπάρχοντα εξοπλισμό της και να κάνει μια λαμπρή καριέρα, δανείστηκε, αγόρασε διαμέρισμα και μέσα σε λίγα καιρό με τις υπηρεσίες που παρείχε στους πελάτες, έκανε απόσβεση. Αλλά μιλάμε για προκομμένη κοπέλα. Όχι αστεία. Εκεί που οι άλλες σταματούν, εκείνη συνεχίζει. Το... ντούρασελ. Γεννήθηκε για αυτό. Έχει το...τάλαντο.

Παράρτημα
Από ταινία του Στάθη Ψάλτη

-Έβαλα το φαγητό στη μήτρα ταχύτητας!
-Πού το έβαλες;
-Στη μήτρα ταχύτητας!
-Φαγητό θα φαμε, μωρή, ή αποβολή;;;

Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπλεντ ιν (blend in) στα Αγγλέζικα, που σημαίνει αφομοίωση μέσα σε ένα σύνολο πραγμάτων, ανθρώπων, εξαφάνιση μέσα σε ένα περιβάλλον λόγω προσαρμογής.

Τόσο μπλενταρισμένος, που δεν τον ξεχωρίζεις από τους άλλους (για ανθρώπους), ή δεν ξεχωρίζει από τα άλλα πράγματα (περί αντικειμένου).

Ενώ όταν ήρθε ήταν διαφορετικό με ορατή διαφορά, αλλά μπλενταρίστηκε με το περιβάλλον του, εξ ου και το μπλέντερ που τοποθετούμε διάφορα υλικά και με τις λεπίδες του τα κάνει όλα ένα.

Απαιτητό από μαυρογιάννη.

1 Oι μετανάστες που καταφέρνουν να μπλενταριστούν με τους γκάγκαρους Αθηναίους, περνούν καλύτερα από τους γκετοποιημένους.

2 Ο χαμαιλέων μπλεντάρεται άνετα με το περιβάλλον του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified