Further tags

Μιλώντας κυριολεκτικά, μια βάρκα μπορεί να μπάζει νερά αν έχει τρύπα. Ένα σπίτι μπορεί επίσης να μπάζει νερά από την οροφή ή να μπάζει αέρα από τις χαραμάδες.

Όταν μιλάμε μεταφορικά, πολλές φορές η λέξη νερά ή η λέξη αέρα παραλείπονται και λέμε απλώς μπάζει. Εννοούμε ότι κάτι - ένα επιχείρημα π.χ. - έχει πρόβλημα και είναι ύποπτο. Όταν είναι διάτρητο και πολύ προβληματικό μπορούμε να πούμε ότι μπάζει απ' όλες τις μπάντες.

Όταν λέμε ότι κάποιος μπάζει είναι συνώνυμο με το χάνει το άτομο.

  1. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η ιστορία, μπάζει από παντού. Ένας από τους δυο τους λέει ψέματα. Ή μπορεί και οι δυο.

  2. - Δεν πάει καλά ο δικός σου, μπάζει. Προχτές προσπαθούσε να με πείσει ότι οι Ελοχίμ μας έχουν εγκαταλείψει.
    - Και εσύ τι του είπες; - Του είπα να δει το τελευταίο βίντεο της Mataare.
    - Έ, εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαινετική έκφραση προς κάποιον που κατάφερε κάτι δύσκολο ή αξιοθαύμαστο, άξιο πολλαπλών σπεκίων.

- Τι έγινε χτες με το Μαράκι; Σας χάσαμε...
- Να μωρέ, είπαμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα...
- ...και;
- Αράξαμε σπίτι μου...
- Αυτός είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έχω αρχίσει να νευριάζω πρόσεχε γιατί τα νεύρα μου διαγράφονται».

Το λέμε δείχνοντας με τον δείκτη του χεριού μας το κάτω μέρος του καρπού μας που περνάνε τα νεύρα. Φυσικά η κίνηση έχει μεταφορική σημασία, καθώς τα νεύρα δεν αλλάζουν μέγεθος όταν κάποιος νευριάσει.

Δεν βρίσκω την δόση μου και βλέπω τα νεύρα μου να διαγράφονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

θολώνω / θόλωμα: Ουδεμία σχέση με το «θόλωσε το μυαλό μου κύριε δικαστά, ναι τη σκότωσα αλλά δεν ήξερα τι έκανα» και παρόμοιες πίπες.

Πρόκειται για όρους πολύ διαδεδομένους στο χώρο του bodybuilding και των gym freaks. Θόλωμα είναι η απώλεια γράμμωσης, δλδ η απώλεια σαφούς μυϊκού διαχωρισμού. Είναι το αντίθετο του αγριέματος. Προκαλείται κατά κανόνα από την επικάθιση λίπους στο διάστημα ανάμεσα στο μυϊκό ιστό και την δορά (δέρμα). Το υποδόριο αυτό λίπος «εξομαλύνει» τις γωνιώδεις και σμιλεμένες επιφάνειες, επιπεδοποιεί τα πρηξίματα και τα εξογκώματα της γράμμωσης, προσδίδοντας στο σώμα μια λιγότερο εντυπωσιακή, πιο μπούλικη και πιο μπουχέσικη εμφάνιση.

Σε επαγγελματικό επίπεδο τώρα, όπου η λεπτομέρεια παίζει τεράστιο ρόλο και όπου οι τίτλοι και οι διακρίσεις κρίνονται στα σημεία, θόλωμα μπορεί να επιφέρει ακόμη και η πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων υγρών. Γι' αυτό οι επαγγελματίες, κάνα δυό μέρες πριν τους αγώνες, δεν πίνουν ούτε νερό, κι αν πιουν θα πιουν με το κουτάλι της σούπας (κυριολεκτικά), όπως οι άρρωστοι. Μερικοί δεν κάνουν ούτε ντους, για να μην εισχωρήσει υγρασία από τους πόρους του δέρματος...

Μερικές περαιτέρω διευκρινίσεις.

  • Θολωμένος είναι συνήθως αυτός που είχε κάποια άλφα γράμμωση αλλά με τη σαβούρα που χλαπάκιαζε, θόλωσε.
  • Θολός λέγεται αυτός που ούτως ή άλλως ποτέ του δεν είχε καμιά αξιόλογη γράμμωση, παρά τις προσπάθειες και την ιδρωτίλα που έχει ρίξει.
  • Το πρώτο σημείο του σώματος που χτυπιέται απ' το θόλωμα είναι βέβαια οι κοιλιακοί, το περίφημο εξαπάκετο (six-pack). O κοιλιακός είναι μια πονεμένη ιστορία: με βάση την ύπαρξη αλλά και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εξαπάκετο, διαχωρίζεται η ήρα απ' το στάρι, οι αγριεμένοι απ' τις πλαδαρούς και τις κοιλιές-σαμπρέλες.
  • Επίσης, το θόλωμα προκαλεί την απώλεια της πολυπόθητης φλεβικότητας. Κι είναι μια τραγωδία να βλέπεις φλέβες χοντρές σα μακαρόνια και στριφτερές σαν τις σκουληκαντέρες, να «σβήνουν» και να σαλαμοποιούνται μέσα σ' έναν κυκεώνα άχρηστου λίπους...

Ρε μαλάκα, πάμε σε καμιά ταβέρνα την Κυριακή το μεσημέρι; – Έχεις τρελαθεί εντελώς; Επικοινωνείς με τον αφαλό σου; Να φάμε σαβούρες και να χαλάσουμε τη διατροφή; Δε ξέρω για σένα, αλλά εγώ βλέπω μακριά, θέλω να κατέβω σε αγώνες το άλλο καλοκαίρι.
Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου, με μια μπριζολίτσα δε θα πάθουμε τίποτα.. Κι εγώ έχω φορτσάρει τελευταία, με πρωτεΐνες και αμινοξέα και της Παναγιάς τα ράμματα, αλλά κι η σαβούρα επιβάλλεται μια φορά τη βδομάδα.
– Δίκιο έχεις, το 'χα ξεχάσει, τραβιέται μια στο τόσο η σαβούρα, έτσι για να ενεργοποιείται κι ο μεταβολισμός. – Λοιπόν;
– Οκ, πάμε, αλλά για την μπριζόλα που είπες, μόνο μοσχαράκι θα παίξει. Τη χοιρινή την ξεχνάς από τώρα, αν δε θες να θολώσεις στο πιτς φιτίλι. – Ε είσαι άρρωστος τελικά..

(από Khan, 20/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη απόδοση του εφαψία.

Ο εφαψάκιας πάσχει από σεξουαλική παραφιλία με ζητούμενο την μη συναινετική σωματική τριβή με αγνώστους σε στενούς και συνωστισμένους χώρους όπως σε μέσα μαζικής συγκοινωνίας, μπαρ, πολιτικές εκδηλώσεις, εκκλησίες, συναγωγές, τεμένη.

Ετυμολογία: εφαψ- (εφάπτω) -άκιας.

Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος. Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.
(Η εφαψίας)

Ο original εφαψίας δεν φοράει ποτέ εσώρουχα. Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή για να δράσει και να θέσει σε εφαρμογή τα κρυφά εφαψιστικά του σχέδια. Θα τον βρείτε συχνά να διασκεδάζει σε καλοκαιρινά μπαράκια/clubs με σήμα κατατεθέν το αεράτο-ανάλαφρο παντελόνι (κατά προτίμηση λινό) που το επιτρέπει να λικνίζεται αισθανόμενος τις εκκρεμοειδείς κινήσεις του πέους του. Κρατώντας στο ένα χέρι το ποτό κουνιέται απαλά στο ρυθμό της μελωδίας και προσεγγίζει εκστασιασμένος το επόμενο θύμα του, συνήθως από πίσω. Πρόκειται για τη στιγμή της εφαψιστικής κορύφωσης. Ο εφαψίας δεν αποζητά το σεξ παρά μόνον αυτές τις στιγμές αμοιβαίου εφαψιστικού χορού με το θύμα που ανυποψίαστα συμμετέχει...Όταν πλέον το καταλάβει είναι ήδη αργά και ο εφαψίας θα έχει ολοκληρώσει το έργο του.
(προφίλ αναγεννησιακού εφαψάκια, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονταν τα παραπαίδια στα μαγαζιά χασάπικα, μανάβικα κ.α.

Τα παιδάκια λοιπόν αυτά ετών από 12 έως 20 είχαν εκτός από το σκούπισμα και το κουβάλημα από την αποθήκη στο μαγαζί εμπορευμάτων, και την αποστολή των αγαθών στα σπίτια των πελατών.

Και εδώ παίζει το παίγνιον τότε που ο αέρας ήτο καθαρός και ο έρωτας βρώμικος. Τα παιδάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν οι πελάτισσες (εκτός από την μεταφορά των εμπορευμάτων) για ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων τους με το ανάλογο χαρτζιλικάκι. Στα πεταχτά και γρήγορα γινόταν η δουλειά και με τα στραβά μάτια και την ανοχή του μαγαζάτορα, διότι και ο πιτσιρικάς ήταν σε ηλικία εφήβου και έπρεπε να αδειάζουν οι αδένες του τακτικά αλλά και οι κυρίες ήταν τακτικότερες πελάτισσες στο μαγαζί του.

- Έλα Ματίνα μου πάρε τηλέφωνο τον κυρ Τάσο το χασάπη και πέσ’ του να σου στείλει δυο κιλά αρνάκι.

- Έλα μωρή είναι καλό το χασαπάκι; πιο καλό από το μαναβάκι ;

- Πάρε Ματίνα μου πάρε που σου λεω 17 χρόνων μπουμπουκάκι σου λεω πάρε τηλέφωνο...

(από dryhammer, 27/05/14)(από Khan, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Μ.Μ.Ε., τα «μέσα μαζικής εξημέρωσης»: Τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση και διαδίκτυο.

Στην Ελλάδα τα μουμουέ παραδοσιακά ασκούν πίεση στον πολιτικό κόσμο με αποκλειστικό σκοπό την ανάληψη δημοσίων έργων από τούς ιδιοκτήτες τους και αποτελούν βιότοπο για την αναπαραγωγή δημοσιοκάφρων.

- Πολλοί νεοκαθαρευουσιάνοι των μουμουέ έχουν αρχίσει να χωρίζουν και λέξεις που απανέκαθεν (εσκεμμένο) ήταν ενιαίες, σαν το εξαπίνης. Οι αρχαίοι εξαπίνης γράφαν, αλλά οι τωρινοί χωριστικοί θέλουν εξ απίνης, κι ας μην υπήρξε ποτέ καμιά άπινα ή απίνη... (από εδώ)

- Για τα Μουμουέ μας, η απώλεια του Ευγένιου Σπαθάρη, του μοναδικού δασκάλου του γένους, δεν ήταν πρώτο θέμα. Πέρασε στα ψιλά... Πρώτο θέμα ήταν ο Σάκης (που πάει να τραγουδήσει στη Γιουροβύζιον) κι ο Κωστάκης (που σφάλισε τη Βουλή πριν την ώρα της).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παραλλαγή του πρώτη μούρη στο Καβούρι, για να καλύπτονται και τα δυτικά προάστια, και όχι μόνο τα νότια. Ό,τι διαφορά έχει το Μπουρνάζι απ' το Καβούρι, την ίδια έχει και το νάζι από την μούρη, ήτοι στο Καβούρι πρέπει να είσαι μούρη, ενώ στο Μπουρνάζι φτάνει και λίγο νάζι. Πρβλ. οξεία μπουρναζίτιδα, η.

- Τα έφτιαξε ο Αρίστος, ξέρεις η πρώτη μούρη στο Καβούρι, με την Μαιρούλα, ξέρεις, το πρώτο νάζι στο Μπουρνάζι.
- Και πού βγαίνουνε τώρα;
- Τις μονές νότια, τις ζυγές δυτικά.

(από Khan, 19/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified