Further tags

  1. Η οικιακή βοηθός εν γένει, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από την συμπαθή χώρα των Φιλιππινών ή όχι. Οι φίλοι της (;;;) την φωνάζουν Φιλίππα. Παρετυμολογείται και από την πινέζα για να χαρακτηρίσει μια ακαθορίστου ηλικίας Asian πιπινέζα.

  2. Μία από τις πλέον σλανγκ στιγμές του Μπάμπη είναι ότι όρισε την φιλιππινέζα και ως «πρόσωπο που χρησιμοποιείται σε βοηθητικές ή δευτερεύουσας σημασίας δουλειές». Το γεγονός αυτό μαζί με τον ορισμό της Φιλιππινέζας ως «οικιακής βοηθού» κόστισε στον Μπάμπη ένα διάβημα από την πρεσβεία των Φιλιππινών, ή τουλάστιχον έτσι το θέλει ο αστικός μύθος.

  3. Ό,τι και η ορντινάντσα. Αναπαράγω τον εύγλωττο ορισμό Ηλεκτρώνος του εν σλανγκ αδελφού:
    «Ο στρατιώτης που εκτελούσε χρέη υπηρέτη και ακόλουθου ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Συνήθως κατοικούσε στο σπίτι του στρατιωτικού, αποσπασμένος, και τον βοηθούσε σε οτιδήποτε, από το άνοιγμα της αλληλογραφίας, μέχρι και το ντύσιμο. Ενίοτε, ήταν και αυτός που βόλευε την γυναίκα ή την κόρη του αφέντη, ή και τον ίδιο τον αφέντη, πήγαινε για ψώνια, κράταγε το λαμπατέρ κ.λ.π.». Με αυτήν την έννοια, φιλιππινέζα μπορεί να χαρακτηριστεί λ.χ. ο μεταπτυχιακός φοιτητής που κουβαλάει τον προτζέκτορα ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου, ή ένας θαλαμηπόλος στο Ναυτικό (βλ. σχόλιο Χότζα στην ορντινάντσα), ένας επίμονος κηπουρός κ.ο.κ.

  4. Προσφάτως χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ειδικά τον εκτελούντα χρέη σωματοφύλακα - σεκιουριτά σημαντικού προσώπου που χρήζει προστασίας έναντι τρομοκρατικών απειλών.

  1. - Ανησυχώ Σούλα μου, γιατί τώρα τελευταία πιάνω τον Μάκη να γλυκοκοιτάει την φιλιππινέζα μας...
    - Μα και συ γλυκιά μου, παίρνεις φιλιππινέζα ξανθιά, γαλανομάτα και 1.80 να σου μεγαλώσει το παιδί; Δεν είδες τι έπαθε ο Jude Law;

  2. Η ασκούμενη δικηγόρος είναι η φιλιππινέζα του γραφείου. Κάνει όλες τις άλλες δουλειές εκτός από το να δικηγορεί.
    (Το παράδειγμα του Μπάμπη).

  3. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τη Φιλιππινέζα του υπουργείου. Να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες για το λιμάνι της Σχοινούσας»
    (Δες)

  4. [...] Διέθετε (σ.ς.: εννοείται το θύμα) δύο Φιλιππινέζες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας TDM ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια κάτω από τις μασχάλες ενώ χρησιμοποιούσε και αυτός μηχανή on-off transalp. [...]
    (Από την προκήρυξη της Σέχτας Επαναστατών 28/7/2010).

Η φιλιππινέζα Μαίρη Παναγιωταρά  (από GATZMAN, 02/08/10)(από electron, 02/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε σε εκφράσεις υπερβολής, όπως επίσης και σε σχόλια που θέλουμε να υπερτονίσουμε την «ανυπαρξία» και την τραγικότητα ενός άνθρωπου από άποψη ένδυσης, εξωτερικής εμφάνισης, αλλά και αντίδρασης σε κάποια κατάσταση!

  1. Ρε μλκ, τον είδες αυτόν με τη ροζ παντόφλα, δεν υπάρχει ούτε στο google το παλικάρι!

  2. Είδες την γκόμενα που πέρασε τί βυζάρες είχε; Δεν υπάρχουν ούτε στο google!!!!

Δεν γουγλίζομαι άρα είμαι ανύπαρκτος (με την καλή έννοια) (από Khan, 18/12/12)Κάποια βυζιά, ωστόσο, υπάρχουν στο Google, βλ. παράδ. 2. (από Khan, 18/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην φράση είμαι σπαθί: Είμαι ξηγημένο άτομο, είμαι ντόμπρος.

- Τι έγινε Μήτσο; Έφερες την χιονάτη ;
- Φυσικά, όπως είχαμε συμφωνήσει.
- Τελικά, είσαι σπαθί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύριος χαρακτηρισμός
Τα λυκειόπαιδα κακής φήμης από τους γονείς συμμαθητών τους.

Διάφοροι χαρακτηρισμοί
α) Η πολύ άσχημη γυναίκα
β) Το πολύ άχρηστο πράγμα

Κύριος παράδειγμα
- Να και ο Μήτσος παρέα με τα μπουκλούκια... Ο ένας έχει τα μαλλιά πρόκες, και ο άλλος ράστα...

Διάφορα παραδείγματα
α) (παλιό ανέκδοτο) - Πώς λέγεται η άσχημη αδερφή του Λούκι Λουκ; - Μπουκλούκι λουκ!

β) Προτιμώ να αγοράσω αυτό το mixer, που είναι και πιο φθηνό, παρά να πάρω αυτό το μπουκλούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μου αρέσει τρελά, όταν κάτι μου κάνει κούκου, εν κατακαυλείδι, όταν κάτι κωλολέει.

Γυναίκα, αυτά τα κιοφτεδάκια μου μίλησαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του γαλλικού façon που σημαίνει τρόπος. Χρήσιμος ο σχετικός ορισμός του Τριανταφυλλίδη, τον οποίο θα επιχειρήσω να συμπληρώσω.

Είναι η δουλειά που γίνεται με τυποποιημένο τρόπο, βασισμένη σε υποδείγματα, χωρίς να χρειάζεται πρωτότυπη σκέψη για τον φασονατζή ή την φασονατζού. Επίσης, η δουλειά που γίνεται από κάποιον για λογαριασμό τρίτου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές αυτού. Δευτερευόντως, το αποτέλεσμα άκρατου μιμητισμού σε θεσμούς, δομές και νοοτροπίες.

Αφορά κυρίως εργασία με την στενή έννοια (αμειβόμενη), αλλά και οποιοδήποτε άλλο έργο. Πρβλ. εργολαβία αλλά και σουπερμαρκετίσιος.

Η έκφραση είναι «δουλεύω φασόν».


Υπάρχουν μερικές περιπτώσεις φασόν που, από γλωσσικής άποψης, έχουν τυποποιηθεί. Σε κάποιες η κυρίαρχη έννοια είναι η «χαζή» δουλειά, ενώ σε άλλες η χρησιμοποίηση πόρων τρίτου:

1. Στην ραπτική. Φασόν και πατρόν πάνε μαζί. Πατρόν σημαίνει τα masters, οι οδηγοί που βάζει στο τραπέζι της η φασονατζού και, «πατώντας» σε αυτά, κόβει το ύφασμα δημιουργώντας τα κομμάτια με τα οποία θα συναρμολογηθεί το ρούχο. Φασόν λέγεται αυτή ακριβώς η διαδικασία, όταν γίνεται από τρίτα εργαστήρια για λογαριασμό κάποιου εμπόρου που θα τα διαθέσει με το λογότυπό του στην αγορά. Πρόκειται για OEM σε μικρότερη κλίμακα. Με την στενή έννοια φασόν είναι μόνο η κοπή των υφασμάτων, με την ευρεία έννοια είναι η παραγωγή του ρούχου μέχρι τέλους (έτοιμο προϊόν). Από εδώ μάλλον προέκυψαν όλες οι άλλες σημασίες της λέξης.

2. Στην βιομηχανία. Φασόν δουλεύει ο επιχειρηματίας που ενοικιάζει τις μηχανές ενός εργοστασίου για παραγωγή δικού του προϊόντος με δικούς του εργάτες, προμηθευτές και πελάτες (εκτός από τους εξειδικευμένους χειριστές - θα χρησιμοποιήσει αναγκαστικά τους υπάρχοντες του εργοστασίου). Συμβαίνει όταν ο εργοστασιάρχης δεν απασχολεί τις μηχανές του, είτε λόγω προγραμματισμού είτε λόγω τυχαίων περιστατικών και τον συμφέρει να μειώσει την ζημιά από την απραξία στην παραγωγή. Ο ενοικιαστής, φυσικά, επωφελείται νοικιάζοντας πανάκριβο εξοπλισμό που δεν μπορεί να αποκτήσει.

3. Στην δικηγορία. Είναι οι απλές δικηγορικές εργασίες που γίνονται με το κομμάτι σε μεγάλες ποσότητες. Ιδίως οι διαταγές πληρωμής, οι έλεγχοι στο υποθηκοφυλακείο αλλά και άλλες (επικυρώσεις εγγράφων και μεταφράσεων παλαιότερα, δηλώσεις στο κτηματολόγιο πιο πρόσφατα). Κατά βάση υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ιδίως αν τον χρησιμοποιεί κάποιος που έχει μεγάλη ιδέα για την δικηγορία. Βλ. και εδώ.

4. Στα εργαστήρια. Στάνταρ μικροβιολογικά αλλά και πάσης φύσεως εργαστήρια με πελάτες όχι το κοινό, αλλά παρόμοια εργαστήρια που δεν προλαβαίνουν ή δεν τους συμφέρει να κάνουν όλες τις εξετάσεις με ίδιους πόρους (outsourcing - ιδιότυπη υπεργολαβία).

5. Στα φάρμακα. Τα αντίγραφα φάρμακα, αυτά που είναι όμοια με τα πρωτότυπα αλλά παράγονται από διαφορετική φαρμακοβιομηχανία η οποία εκμεταλλεύεται την παρέλευση του χρόνου προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Όχι τα απλώς υποκατάστατα, αλλά αυτά που έχουν την ίδια δραστική ουσία. Αντιπρβλ. σπασμένος.

1α. Από εδώ:
Όλα αυτά τα χρόνια, δούλεψα αμειβόμενη με «μαύρα» τηρώντας σιωπή για τους εργοδότες! Έγραψα πτυχιακές φοιτητών, μέχρι και διδακτορικά. Καθάρισα σπίτια, χωρίς να το γνωρίζει το παιδί μου, δούλεψα υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, φύλαξα παιδιά, έκανα ιδιαίτερα, έραψα και μεταποίησα ρούχα ως βοηθός μοδίστρας. Εργάστηκα σε φασόν. Τελευταία έκανα αίτηση για να εργαστώ σε τηλεφωνική εταιρεία και εισέπραξα την απάντηση ότι :δεν μπορούμε να σας προσλάβουμε διότι είσθε μεγάλη.

1β. Από εδώ:

Εγώ πολύ παλιά [...] έκανα φασόν ετοίμων ενδυμάτων μαζί με την μάνα μου στο σπίτι. [...] Όταν αποφασίσαμε να ξανοιχτούμε, εκεί τα παίξαμε! Οι μεγαλύτερες βιοτεχνίες απαιτούσαν παραγωγή ημέρας: 100 πουκάμισα (για παράδειγμα) ή 100 φούστες. Σαν αριθμός φαίνεται μικρός, όμως κοίτα τι δουλειά έχει το πουκάμισό σου για να καταλάβεις. Κανονικό συναρμολόγημα και να μην φύγει κι ο κοπτοράπτης και πάρει ύφασμα γιατί θα ξεφύγει το μέγεθος. Τα πατρόν είναι στάνταρ και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Το δε κέρδος; Μηδαμινό!

  1. - Αυτός ο Σκορδομπούτσογλου τι επιχείρηση έχει;
    - Α, σ’ αυτόν είχα δουλέψει για δυο βδομάδες μετά το σχολείο! Φασόν δουλεύει στο κονσερβάδικο του Παπαδόπουλου, φασολάκι κατεψυγμένο σε δωδεκάκιλα.
    - Πολύ γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee τον κόβω...
    - Ε ναι, κάθε καλοκαίρι την βλέπει εργοστασιάρχης αλλά μετά του περνάει.

  2. Από εδώ:
    Εγώ ακούω ότι έχουμε περισσότερους δικηγόρους στο μπουρδέλο μας από οποιαδήποτε άλλη χώρα και ότι οι περισσότεροι, στην Αθήνα, απασχολούνται σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία με 700 ευρώ το μήνα ή δουλεύουν φασόν υποθέσεις για τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες με ξεφτιλισμένες αμοιβές. Τι απελευθέρωση και κουραφέξαλα.

  3. Από εδώ:
    [...] όχι, τα εργαστήρια αυτά δέχονται κατά κανόνα δείγματα από τα γνωστά «Μικροβιολογικά» (Βιοπαθολογικά) εργαστήρια στα οποία και αποστέλλουν τις απαντήσεις τους. Πρόκειται για εργαστήρια δηλαδή «παροχής υπηρεσιών προς τρίτους» η όπως –κακώς- συνηθίζεται να λέγονται «Εργαστήρια Φασόν».

  4. Από εδώ:

Σε λίγες μέρες ξεκινάω αγροτικό (ήμουν από τους τυχερούς που έπιασα με 3 μόρια!!!) και δεν ξέρω μια βασική λεπτομέρεια. Τα φασόν φάρμακα πως δρουν ακριβώς; είναι εξίσου δραστικά με τα κανονικά; Π.χ το Ladinin με το ciproxin είναι το ίδιο καλά; Πότε δίνουμε φασόν και είναι λογικό να τα δίνουμε; Και πως θα τα ξεχωρίζω;;

  1. Από εδώ:

Η «αφεντικίνα» μπορεί να το κάνει για τα λεφτά, αλλά δεν θέλει πίεση. Κι όταν κάποιος είναι ιδιόρρυθμος, είναι ταυτόχρονα και μερακλής στη δουλειά του. Δεν δουλεύει φασόν γαμήσι, «βάλε μια 69 με cim» και «πιάσε και μια doggie με anal», ό,τι γίνεται, αποφασίζεται επί τόπου…

  1. Από εδώ (τα links δικά μου):

Ποιος φταίει για το παγκόσμιο χάλι; Η μαϊμουδοδημοκρατία-φασόν με την οποία έχουν γεμίσει τον πλανήτη οι τοκογλύφοι απόγονοι του πορνοβοσκού για να κάνουν ανεμπόδιστα τις δουλειές τους; Ή μήπως η θρησκεία-φασόν με τους ψεύτικους παράδεισους και τους αληθινούς τραπεζικούς λογαριασμούς; Ή μήπως η τηλεοπτική παπάτζα-φασόν που κάνει τον μέσο φτωχομπινέ να πιστέψει ότι μπορεί να συμμετάσχει στο καταναλωτικό όνειρο;

Άσχετο: Ο Βέγγος και τα κροκί (=χάρτινα πατρόν). (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρυθμός Baroque έχει ως χαρακτηριστικό τον horrorem vacui, δηλαδή τον φόβο του κενού και την παρεπόμενη διάθεση να παραγεμίσεις ασφυκτικά έναν χώρο με κάθε λογής ψιψιψόνια, ματζαφλάρια, καυλιτζέκια, μπλιμπλίκια, κρεμαντζόλια κ.τ.ό. Ωσεκτουτού, νομίζω ότι όταν φτιάχνουμε ένα συνθετικό με την λέξη μπαρόκ, εννοούμε μια ασφυκτική υπερφόρτωση από περιττά αντικείμενα, προκειμένου να διεκδικήσουμε ένα χλυδαίο ιδεώδες. Πιθανολογώ ότι αποφασιστικός υπήρξε ο όρος τουρκομπαρόκ, ο οποίος όμως αναφέρεται σε ένα υπαρκτό νεο-μπαρόκ στυλ αρχιτεκτονικής στην Τουρκία. Στα ελληνικά, όμως, το τουρκομπαρόκ, ακούγεται κάπως σαν δυσφημιστικός όρος (και παρόλο που ορισμένα τουρκομπαρόκ κτίσματα είναι αριστουργηματάκια), όπως φαίνεται λ.χ. εδώ. Κατά αντιστοιχία, λοιπόν, πλάστηκαν όροι όπως το γυφτομπαρόκ και το βλαχομπαρόκ για να λοιδωρήσουν την χλυδαία πτωχαλαζονεία.

Το βλαχομπαρόκ σημαίνει πρωτίστως ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό στυλ στην σύγχρονη Ελλάδα, το οποίο η Φρικηπαίδεια το περιγράφει ευστόχως ως εξής: «Σπίτια τέρατα απείρων τετραγωνικών χωρίς κήπους αλλά με αρχαιοελληνικά αγάλματα και χρυσά κάγκελα, ειδικά στα βόρεια προάστια της Αθήνας». Χαρακτηριστικό της βλαχομπαρόκ αρχιτεκτονικής (όχι μόνο στα βουπου) είναι οι Καρυάτιδες ή αγάλματα δισκοβόλων/ κούρων / κορών που στηρίζουν τα μπαλκόνια. Το πολύ μάρμαρο, χρυσάφια κ.ο.κ. Η Φρικηπαίδεια, προσθέτει και τα εξής: «Πολυκατοικίες »κουτιά από τσιμέντο« πολλών ορόφων κυρίως στην Αθήνα. Καφετέριες που πληρώνουν το δήμο και καταλαμβάνουν με τραπεζοκαθίσματα κάθε σπιθαμή του πεζοδρομίου, της πλατείας ακόμα και της ασφάλτου πανελλαδικώς». Κρίσιμες περίοδοι για την εξάπλωση του βλαχομπαρόκ ήταν η εποχή Καραμανλή, η επταετία 1967-1974, και η ένδοξη εϊτίλα, (χωρίς να είναι οι μόνες).

Κατ' επέκταση, ως «βλαχομπαρόκ» μπορεί να χαρακτηριστεί οποιαδήποτε καρακιτσάτη επίδειξη νεοπλουτισμού και χλυδαίας βλαχοκυριλοσύνης, και κυρίως όσες διαθέτουν και κόμπλεξ τόσο του χωριάτη που θέλει να κραυγάσει τον εξαστισμό του, όσο και της Ρωμηοσύνης που θέλει να δείξει την τρεντοσύνη της παραμένοντας όμως στα όρια του hellenarically correct. Λ.χ. δύο πρόσφατα σύμβολα βλαχομπαρόκ Κυρίλλων και Μεθοδίων είναι τα Porsche Cayenne, και οι διακοπές στο Μπαλί, ενώ από άποψης συνδυασμού Ρωμηοσύνης και τρεντοσύνης είναι οι παρουσίες μας στην γιουροβύζιον. Η Φρικηπαίδεια διαθέτει εδώ μια μεγάλη λίστα, (μεταξύ τους διάφορες καγκουριές και μπουζουκαγκουριές) από την οποία αξίζει να συγκρατήσουμε το: «Οι ντυμένοι- ντυμένες στην τρίχα στις 7 το πρωί ή για να πάνε στο supermarket. Αγνοούν την πρακτική πλευρά των πραγμάτων και γελοιοποιούν τον εαυτό τους και τη σημασία του σοβαρού ντυσίματος».

Να παρατηρήσουμε ωστόσο ότι ως βλαχομπαρόκ χαρακτηρίζονται και φαινόμενα εκτός Ελλάδος, όπως φαίνεται στα παραδείγματα.

  1. Από φοράδα:

Καταναλωτική συμπεριφορά του βλαχομπαρόκ Ελληνάρα.
Λοιπόν, διάßασε ένα στοιχείο: Η Ελλάδα είναι η Νο1 αγορά πολυτελών προϊόντων στον κόσµο. Στον Κόσµο. Στη Γη. Νούµερο ένα. Numero Uno. Δεν το λέω εγώ, private έρευνα της Nielsen το λέει για λογαριασµό µεγάλης εταιρίας. Είµαστε Νο1 σε κατά κεφαλήν κατανάλωση Porsche Cayenne, Νο2 στην κατανάλωση La Prairie, στην πρώτη πεντάδα σε όλες (όλες) τις µεγάλες και διάσηµες µάρκες. Παγκοσµίως. [...] Το συµπέρασµα είναι προφανές: Είµαστε µικροµεσαίοι και ψωνίζουµε σαν µεγιστάνες. Δεύτερο συµπέρασµα (ίδιο µε το πρώτο, µε άλλα λόγια): Είµαστε αδαείς και ελαφρώς µπουρτζόßλαχοι, που ξοδεύουµε λεφτά που δεν έχουµε για να πάρουµε ρούχα που έχουνε απάνω το logo του brand φαρδύ-πλατύ.

  1. Από το Βήμα:

Η βλαχομπαρόκ εξουσία: Η εξουσία αναδίδει μια οσμή trash. [...] Πάρτε παράδειγμα τα ανακριτικά γραφεία των τηλεπαραθύρων: Στο ένα, μαινόμενοι, ασώματοι σχολιαστές των 20.000, 30.000 και 40.000 ευρώ μηνιαίως κατηγορούν τους απεργούς ότι θέλουν να διατηρήσουν τα... προνόμιά τους σκοτώνοντας γριούλες. [...] Περιμένω από τη μια στιγμή στην άλλη, ξεφυλλίζοντας κάποια εφημερίδα, παρακολουθώντας κάποιο κανάλι, να πέσω σε κάποιον της βλαχομπαρόκ ελίτ που θα αναφωνεί: «Δεν έχουν ψωμί; Ας φάνε κρουασάν».

  1. Ομώνυμο ποίημα εδώ:

Ο κόσμος πια ξεκάθαρος μπροστά μας
εμείς δεν θέλουμε ομως να τον δούμε
και αν τον θωρουμε στα γλυκα τα ονειρα μας
τον προσαρμόζουμε εκει που θα μας πουνε
σε μια εσωτερίστικη βλαχομπαρόκ
σε μια εσωτερίστικη βλαχομπαρόκ
μυθολογία

  1. Και εκτός Ελλάδας,εδώ:

Ορκωμοσία Ομπάμα:η αποθέωση της βλαχομπαρόκ αμερικ(λ)ανιάς,με επιστροφή σε ναζιστικές φιέστες!

  1. Οι σκατόφλωροι-βλαχομπαρόκ τσομπάνοι του «Κωλονακίου» με «Μερτσεντέ», «Μπεμβέ» που οδηγούν ΜΟΝΙΜΩΣ στην αριστερή λωρίδα με 60 και όταν τους κάνεις σινιάλο να κάνουν δεξιά σε αγνοούν επιδεικτικά(σιγά μήν κάνουν δεξιά να περάσεις εσύ ο «πτωχός» με το «Φιατάκι»)
    (Δες).

  2. η απολυτη εξαψη για το απολυτο τιποτα! σιγα τη μεγα καλλιτεχνιδα, το συμβολο του παγκοσμοιοποιημενου βλαχομπαροκ λαϊφστυλισμου
    (Για τη Μαντάνα στο Ινσόμνια).

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός προς το IQ κάποιου ή κάποιας το οποίο αγγίζει δυσθεώρητα βάθη και πέφτει κάτω του μηδενός, με συνέπεια να αποκτά αρνητικό πρόσημο.

Χρησιμοποιείται και μόνο του σε συζητήσεις έμπειρων slang-άδων.

- Ρε φίλος, μου λεγε κάτι χαζά η γκόμενα και με κούφανε!
- Τι περιμένεις ρε μαν, η γκόμενα έχει αρνητικό πρόσημο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλιμπάν αποκαλούνται τα μέλη φονταμενταλιστικής σέχτας Αφγανών ισλαμιστώνε.

Ο όρος παρείσφρησε στην εγχώρια σλανγκ, και έχει ήδη καταγραφεί με την έννοια του ριψοκίνδυνου που κάνει ταλιμπανιές, του ασυλλόγιστου, του θεούσου χριστιανοταλιμπάν, του ελλημπάν, και ταλιμπάν.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται επίσης με την ευρύτερη έννοια του υπέρ το δέον πυροβολημένου ζηλωτή, ψυχάκια ή σπασίκλα. Για παράδειγμα, ταλιμπάν αποκαλούνται στον ιδιωτικό τομέα οι συνήθως νεαροί και χαμηλόμισθοι πλην φιλόδοξοι υπάλληλοι που ξημεροβραδιάζονται στο γραφείο για να τελειώσουν σήμερα αυτό που θα μπορούσαν να τελειώσουν αύριο.

Πληθυντικός του Αραβικού طالبان (ταλίμπ), μαθητής.

Πέρυ: - Το κομμωτήριο βάρεσε κανόνι και έχω μείνει χωρίς δουλεία, τον δονητή μου μέσα!

Ρένος: - Συμπάσχω φιλενάδα, κι εμένα με πέταξε στο δρόμο η Μεσσαλίνα κι έχω μαύρες αψιλίες. Για δεν στέλνεις κουκουρίκουλουμ στα Κεντρικά, μαθαίνω ότι προσλαμβάνουν μοντέλα. Εγώ έστειλα!

Πέρυ: - Σιγά μην πάρει γιαουρτομούνες σαν εμάς ο Ρουμάνος! Εκεί προσλαμβάνουν μόνο κάτι δεκαοχτάχρονα δίμετρα ταλιμπάν ουκρανάϊζερ για να μοντάρουν από το πρωί μέχρι το βράδυ!

Ρένος: - Κενωνία ψεύτρα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified