Χώρος ή πλαίσιο λοπου δραστηριοποιείται μια συγκεκριμένη φυλή. Για παράδειγμα: ίντυ σκηνή, ρέγκε σκηνή, αντιφά σκηνή, λογοτεχνική σκηνή, ουατέβα σκηνή.

Πρόκειται για αντιδάνειο της αμερικλάνικης σλανγκιάς των αυθεντικών χιπστεράδων (βλ. γενιάς μπητ). Χρονολογείται από το 1951.

1.
- Μια από τις σημαντικές διαστάσεις της ομάδας μας, αν και αναμφίβολα η λιγότερο γνωστή, είναι η σύνδεσή μας με τους χώρους της αντικουλτούρας. Από την αρχή της δημιουργίας της ομάδας, ορισμένα από τα μέλη της συμμετείχαν στην ανάπτυξη της εναλλακτικής μουσικής σκηνής.

2.
- οι προσπάθειές μας για ανανέωση δεν κατέληξαν κάπου και, χειρότερα ακόμα, σκεφτόμαστε ότι η παρουσία μας, η κεντρική μας θέση στην παρισινή αντιφασιστική σκηνή, μπορεί να αποτέλεσε εμπόδιο στην εμφάνιση νέων ομάδων πιο ενεργητικών και ίσως με μεγαλύτερη φαντασία από εμάς

3.
- Το blog δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσπάθεια να καταγράψουμε την Ελληνική underground σκηνή.

4.
- Τα παιδιά - και ιδιαίτερα ο b d foxmoor- έχουν γράψει περισσότερους στίχους από τον Όμηρο και μερικούς από τους καλύτερους και μαχητικότερους στίχους στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Οι μάγκες από το Πέραμα κρατούν ζωντανό το εναλλακτικό στην Ελλάδα και έχουν φτιάξει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκηνή.

5.
- England has the most sordid literary scene I've ever seen. They all meet in the same pub. This guy's writing a foreword for this person. They all have to give radio programs, they have to do all this just to scrape by. They're all scratching each other's backs
(William S. Burroughs).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος μαγαζιού νυχτερινής διασκέδασης, εξέλιξη του ορθάδικου, που γνώρισε μεγάλη άνθηση προς τα τέλη της δεκαετίας του '90. Στα χαρακτηριστικά του χοροπηδάδικου συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη τραπεζοκαθισμάτων (με εξαίρεση μια σειρά σκαμπώ για πελαργούς κατά μήκος του μπαρ) σε έναν πολύ στριμόκωλο άλλωστε χώρο, το στριμωξίδι που αποτελεί πόλο έλξης για εφαψίες, κοινό αυστηρά από 16 ως 23 και την ασταμάτητη ντάπα ντούπα μουσική υπόκρουση (πριόνια) σε εκκωφαντική ένταση.

Οι θαμώνες ενός χοροπηδάδικου επιδίδονται ανηλεώς σε μια ιδιόμορφη χορογραφία που περιλαμβάνει αδιάκοπα επιτόπια άλματα που συνοδεύονται από ακανόνιστα τινάγματα (jerks) της κεφαλής και των άνω (κυρίως) άκρων.

Όπως όλα τα πράγματα γνωρίζουν ακμή και παρακμή, έτσι και το συγκεκριμένο είδος νυχτερινής διασκέδασης έχει πάρει την κατιούσα και κινδυνεύει μάλιστα με ολική εξαφάνιση, προς μεγάλη βέβαια τέρψη των περιοίκων των χοροπηδάδικων. Μουσειακά δείγματα διατηρούνται ακόμη στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης (Verykoko) και στο 12ο χλμ Θεσ/νίκης - Βασιλικών (Therapy).

(από εδώ:)

Τι έκαναν τέλος, ο Δήμος Αθηναίων και η Νομαρχία, που τώρα άρχισαν να φωνάζουν για το Εφετείο; Το μόνο που τους ενδιέφερε, φαίνεται, ήταν να μαζέψουν όλα τα νυκτερινά κέντρα για να εισπράττουν έσοδα από τη νύκτα. Και κάτι ακόμα: Στη δεκαετία του 1990 όταν ήθελαν να μετατρέψουν το Γκάζι σε περιοχή-απέραντο νυκτερινό χοροπηδάδικο, άφησαν να κουβαληθούν εκεί εκατοντάδες εξαθλιωμένες οικογένειες τσιγγάνων. Έτσι, κατάφεραν να διώξουν και τους τελευταίους κατοίκους που αντιστέκονταν και είχαν σχηματίσει μάλιστα και συλλόγους.

Πελαργός σε χαρακτηριστική στάση (από allivegp, 02/08/09)Γκρεμίστε τα τρελάδικα και κάντε τα χοροπηδάδικα (από johnblack, 02/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος πασπαρτού, οτιδήποτε έχει να κάνει με το εκλεκτότερο είδος ποιοτικής ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών.

Κλασσικότατο και κακώς έλειπε!

  1. Εντάξει καλός ο Κότσιρας, βάλε τώρα κάνα σκύλο να στανιάρουμε!

  2. - Πώπω δες το το παιδί στο τραπέζι πως το σείει!
    - Προσοχή, ο σκύλος δαγκάνει!

  3. - Ρε συ, πήγαμε στις Φακές* τις προάλλες και ο Βασίλης έκανε την τραγουδιάρα να βήχει γαρύφαλλα!
    - Ε καλά, αφού είναι φοβερός σκύλος!

* Club «Faces»

  1. Λίγο σκύλος το μαγαζί, αλλά δεν ήταν και πωσελενετζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified