Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.

Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.

-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;

Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμμονή, η τρέλα προς την τελειότητα, την οποία πολλοί βρίσκουν στο νυστέρι του πλαστικού χειρουργού... Δυστυχώς τώρα τελευταία το φαινόμενο αυτό παρατηρείται πολύ πιο συχνά απ' ό,τι παλιότερα...

- Ρε μαλάκα, την είδες τη Λιλιαν; Πώς έγινε έτσι; Τι στο διάολο έκανε στη μάπα της;;
- Ε, φαίνεται έχει αγαμίες και την έπιασε νυστερία..

(από nick, 25/03/09)(από EvoOz, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μπορώ να σταθώ ακίνητος, να παλουκωθώ κάτω, να κάτσω ήσυχος, είτε από νεύρα ή από χαρά, ή από κοκό.

Εμπνευσμένη παρερμηνεία από τον Ακάθιστο Ύμνο, κατά τον οποίο το «ποίμνιο» στέκεται όρθιο.

Ο Γιώργος, όταν ήταν μικρό παιδί, είχε τον ακάθιστο. Οι γονείς του είχαν μεγάλο πρόβλημα. Το σχολείο του επίσης. Όταν μεγάλωσε έμαθε ότι έπασχε από «υπερκινητικότητα». Ψυχαναλύθηκε και έγινε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιάς κοπής έκφραση που μεταφορικά εκφράζει την απόλυτη αηδία για:

1. Την ανήθικη ή ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου/ας,

2. Το ελεεινό γούστο κάποιου/ας,

3. Την τραγική εμφάνιση κάποιου/ας.

Η λέξη καλαπόδι έχει και άλλες σλανγκικές εφαρμογές, όπως στην διακόρευση αειπαρθένων αλλά και στα ακραία καιρικά φαινόμενα («ρίχνει καλαπόδια»).

Βλ. επίσης: Να μασάς σκατά και να φτύνεις! και να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Έννοια 1
«Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας»
(Από εδώ)

Έννοια 2
Ο Πέρι έχει εντελώς εξαχρειωθεί με τις λουγκροενδυμασίες του! Εμφανίστηκε χθες στο Κολωνάκι με ένα πορτοκαλί τιγρέ κολλάν, να ξερνάς καλαπόδια!

Έννοια 3
Είχες δει την Λάουρα πριν κάνει μπαγαποντοπλαστική; Ήταν να ξερνάς καλαπόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ακρόπολη δημιουργήθηκε τον 5ο αι. π.Χ. υπό την επίβλεψη του Φειδία (project manager...του εν λόγω πρότζεκτ. Λέμε τώρα!).

  1. Οταν αναφέρουμε τον όρο, δείχνουμε δια της υπερβολής, πόσο μεγάλη είναι κάποια γριέντζω, κάποια που ζει και καλάαπό τότε που βγήκαν οι λάσπες, κάποια που της έχουν παρμένες τις πινακίδες και που κουβαλάει του χάρου νερό.

  2. Πολλές φορές η φράση λέγεται εμφατικά σε κάποιους, που βλέποντας κάποιο γρίντζελο, να έχει κάνει ρεκτιφιέ στη μάπα της και στο υπόλοιπο σασί της (που έχει καταντήσει σαν ετοιμόρροπο γαλλικό σίγμα), να νεανίζει, κλπ. Αυτή προσπαθεί έτσι να κρύψει τα σημάδια από το ορμητικό καταστροφικό διάβα του χρόνου. Αυτοί ξεγελιούνται θεωρώντας πως είναι αρκετά νεότερη απ' όσο δείχνει και έτσι εκφέρουν τον συγκεκριμένο όρο.

  1. - Η κυρα Μαρία είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη. Πρέπει να κουβαλάει δυο παλάμες δεκάδων Μαΐων πάνω της. - Ε ....κόψε κάτι. Έχει πατήσει πάντως τα τελευταία ήντα εδώ και λίγα χρόνια.

  2. - Η κυρά Γιωργία δε φαίνεται και πολύ μεγάλη. - Α ρε γκαβούλιακα. Έχει κάνει τις...πλαστικές, αλλά ένα έμπειρο μάτι διακρίνει πώς είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη.

(από GATZMAN, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημάδι που αφήνει στο πόδι η πολύ σφιχτή κάλτσα. Λέγεται έτσι λόγω της μορφολογίας του καλτσολάστιχου που μετατρέπει το κρέας στην περιοχή πάνω από την πατούσα σε κάτι που παρομοιάζεται με ράγες τρένου. Αν και ο κανονικός σιδηρόδρομος ενώνει, ο άλλος διαχωρίζει το πέλμα με το υπόλοιπο σώμα μιας και δεν επιτρέπει στο αίμα να περάσει. Άμεσο επακόλουθο η αλλαγή χρώματος του πέλματος σε άσπρο, γκρι ή εκρού του νεκρού. Μετά δε από πολύχρονη χρήση, επέρχεται σάπισμα των δαχτύλων, φλύκταινες, αλτσχάιμερ και αυχενικό.

Η λύση για αυτό το ντεγκαβλέ σημάδι είναι να πέσει βόμβα στα εργοστάσια παραγωγής άσπρων καλτσών-πετσετέ γιατί οι καταναλωτές των συγκεκριμένων για κάποιο λόγο συνεχίζουν να τις προτιμούν, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να τους προστατέψει. Επίσης και εκείνα τα κοντά καλτσάκια που αφήνουν τον κρύο αέρα να περνάει μέσα στο παντελόνι και να κάνει τις τρίχες να σηκώνονται.

- Και πάμε Σούλα μου στην Μπαρμπαρέλα και να φωσφορίζει η άσπρη η κάλτσα η πετσετέ του Μάκη. Μαλλιά κουβάρια γίναμε. «Καλά ρε...», του λέω, «δεν ντρέπεσαι να φοράς ακόμη τέτοιες; Κι άντε δε ντρέπεσαι, τους σιδηρόδρομους δεν τους φοβάσαι; Σε λίγο καιρό θα σου κόψουν το πόδι και θα περπατάς σαν τον καλόγερο τον Ρώσο, τον τέτοιονα μωρέ».
- Και τι σε είπε;
- «Ποιον λες; Τον Ρα-Ρα-Ράσπουτιν;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος Ινδιάνος αρχηγός των Τριχάτσι, που μαζί με τον αδερφό του, τον Κουλό Κουρέα, δώσαν την ηρωική άλλα άνιση μάχη της Τριχόπτωσης απέναντι στις στρατιές του Χεντ και του Σόλντερς και, μη μπορώντας να κάνουν την τρίχα τριχιά, ηττήθηκαν κατά κράτος.

Εμβληματική μορφή του last stand, ο αρχηγός με το πεντακάθαρο μέτωπο και την παροιμιώδη χωρίστρα, γράφτηκε στις χρυσές σελίδες του Καραφλού Γένους, πέφτοντας μαχόμενος χωρίς ζελέ και με τη χτένα παρθένα.

Προδομένος από τις Μοίρες, που στη γέννα του αντι να κλώθουν, κρατούσαν ψιλή, άφησε σε όλους εμάς τους επιγόνους του βαριά την παρακαταθήκη της λεβεντιάς και της ασκητικής αποχής από το ζελέ, καθώς και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα.

Είρων ως το τέλος, στην εκτέλεσή του, αντί για παπά ζήτησε κουρέα και έβαλε να γράψουν στον τάφο του: «Αν οι τρίχες είχαν αξία, δε θα φυτρώναν και στον κώλο».

Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''.

Ετυμολογείται προφανώς από τις μυικές ''μπάλες'' που ξεπροβάλλουν ως χαρούμενα εξογκώματα πάνω στο σώμα του ευτυχούς γυμναζόμενου. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας μυικής ''μπάλας'' είναι βεβαίως το all time classic ''ποντίκι'', δηλ. ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς.

Προσοχή: το μπαλάρισμα δεν ταυτίζεται με τη γράμμωση. Η γράμμωση θα έρθει (αν ποτέ δεήσει να έρθει) αργότερα, όταν θα μπει φερμουάρ στο στόμα. Το μπαλάρισμα προηγείται της γράμμωσης. Είναι συνέπεια της απόκτησης των λεγόμενων ''ποιοτικών κιλών'', δηλ. επιπρόσθετου σωματικού βάρους στο οποίο υπερτερούν (αναλογικά) οι μύες έναντι του λίπους.

- Ρε αγόρι ψήνεσαι να χτυπήσουμε καμιά πρωτεΐνη να μπαλαριστούμε και να γουστάρουμε;
- Καλές οι σκόνες φίλε, αλλά μόνο αν βαστάει η τσέπη σου. Έχουν πάει στο θεό οι τιμές, γάμα τα...

Δες και είμαι στον όγκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified