Further tags

Την κοπανάω: σημαίνει είτε ότι (α) το βάζω στα πόδια, λακίζω για να γλιτώσω από κάποιον επερχόμενο κίνδυνο, είτε απλώς ότι (β) φεύγω, την κάνω.

  1. - Τι έγινε χθες; Έμαθα ότι η Κικίτσα θα ήταν μόνη της στο σπίτι...
    - Ναι, και πήγα εγώ να της τον σφυρίξω επιτέλους... Μόνο που πάνω στη φάση έσκασε απροειδοποίητα ο πατέρας της ο μπαστουνόβλαχος!
    - Ωχ! Και τι έκανες;
    - Τι να κάνω, μάζεψα τα ρούχα μου όπως-όπως και την κοπάνησα από το μπαλκόνι με το σώβρακο!

  2. - Λοιπόν παιδιά εγώ την κοπανάω...
    - Κάτσε λίγο ακόμα ρε μαμούχαλε!
    - Έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και δεν την παλεύω μία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για το υπέρτατο κάψιμο από τον ήλιο.
Αποτελεί τον απόλυτο συνδυασμό του κάψιμο και κάηκα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον από γυναίκες οι οποίες αφιερώνουν ατελείωτες ώρες στην παραλία με σκοπό να μαυρίσουν.

- Δώδεκα ώρες ήμουν στην ξαπλώστρα για να μαυρίσω αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να καώ. 7 γιαούρτια έβαλα μόνο στην πλάτη μου...

- Αγάπη μου εσύ δεν κάηκες απλά, καψοκάηκες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον απόλυτα έντονο και «φρέσκο» έρωτα. Συχνά χρησιμοποιείται από φίλους του παθόντα με σκοπό τον χουλιαμά.

Επίσης το χρησιμοποιούμε και αναφερόμενοι στα «θέλω» των ανδρών.

  1. - Πως πάει η σχέση σου με την καινούργια κοπέλα; - Μεγάλη καψούρα.

  2. - Θέλω την καινούργια alpha romeo brera. Μεγάλη καψούρα την έχω.

(από kounelos66, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπονοεί την απόλυτη βαρεμάρα. Προκαλεί πολύ γέλιο και είναι μάλλον εξαιρετικά περιγραφική.

Δύο φίλοι, ο Ανδρέας και ο Πέτρος, είναι με σκάφος και με δύο κοπέλες που πρόσφατα γνώρισαν, αραγμένοι Κυριακή μεσημέρι σε ένα κολπάκι στην Βουρβουρού. Δεν είναι και πολύ «ψημένοι» με τις κοπέλες και βαριούνται. Ο Πέτρος είναι ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια και λιάζεται, ενώ ο Ανδρέας είναι σε χειρότερη θέση. Του έχουν ανοίξει συζήτηση επί παντός επιστητού ..... Προσπαθώντας να ξεφύγει προτείνει να παίξουν μπιρίμπα. Τα κορίτσια λένε ναι με μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ όταν φωνάζουν στον Πέτρο να σηκωθεί για να παίξουν, αυτός απαντάει: «ο Πέτρος τώρα, δεν παίζει ούτε τα βλέφαρά του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρέθηκα και φεύγω.

- Ουφ! Μπιζέρσα! Πάω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκλάω. Ερεθίζω κάποιον με πειράγματα. Περιπαίζω, μάλλον εκνευριστικά.

Πολλές φορές, το τσίγκλισμα και τα πειράγματα λειτουργούν ως κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτό που θέλουμε - κατ' επέκταση κουλαντρίζω φτάνει να σημαίνει και 'ωθώ κάποιον σε κάτι, τον πείθω, τον φέρνω στα νερά μου'.

Σε ορισμένες χρήσεις, το κουλαντρίζω αποσυνδέεται από τα πειράγματα και σημαίνει απλώς 'φέρνω βόλτα, κάνω κουμάντο' - όπως λέει ο ορισμός τού didikong. Τότε λέγεται και για ανθρώπους και για καταστάσεις.

  1. - Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην Τούμπα, βρωμοσκούληκα ... 3-0, τζάμπα πράμα ...
    - Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν έχω όρεξη σήμερα.

  2. Καλά, είναι μεγάλη πουτάνα η Αφροδίτη ... τον κουλαντρίζει μια χαρά τον δικό της και της κάνει όλα τα γούστα ... γιατί, του λέει, τι παραπάνω έχει ο Χατζηπαπάρας και πήρε στην κερία του Λουί Βουϊτόν και θα την πάει το Πάσχα και Ταϊλάνδη ... ε, κι ο μαλάκας έρχεται στο φιλότιμο και τα σκάει κανονικά ...

  3. Μη σκας, ρε Μαράκι, για τα λεφτά ... κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα χρωστούμενα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...

- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...

προσοχή στους τοίχους! (από BuBis, 13/09/09)

Βλέπε και τοίχο-τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λόγια γλώσσα, όλεθρος, απώλεια - ιδιαίτερα, απώλεια προσφιλούς προσώπου.

Στην τρέχουσα, η λέξη βασικά σημαίνει αναστάτωση, το έλα να δεις, σε διάφορες λεπτές αποχρώσεις ανάλογα με την περίσταση.

  1. Χοντρός καυγάς. Και γαμώ τους καυγάδες. Η ελληνική έκδοση της μονομαχίας στο Ελ Πάσο. Συχνά χρησιμοποιείται και με ισχυρή δόση εσεκεμμένης υπερβολής και ειρωνείας.
  2. Ομαδική πλάκα. Μάλλον χοντρή. Τζερτζελές, χουχλιαμάς, χαβαλέ.
  3. Πολυκοσμία, βαβούρα, οχλαγωγία. Ένα συμπούρμπουλο, τέλος πάντων.
  4. Όπως και το προηγούμενο + ένα στοιχείο ανταγωνισμού. Ένα πατείς με πατώ με ολίγη από ένα δώσε και μένα μπάρμπα.

Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζονται, σε όλες τις αποχρώσεις, με τις εκφράσεις 'κακός χαμός' και 'χαμός στο ίσιωμα', αντίστοιχα.

  1. - Και μπαίνει μέσα ο αδερφός της ... την ώρα που είχε αρχίσει να τη χαμουρεύει ... και τον αρχίζει στα σάτα κιούτα... χαμός στο ίσιωμα, σου λέω.

  2. - Ε, μαλάκα, δεν ήρθες χτες ... χαμός έγινε το βράδυ στο μπητς μπαρ ... το μόνο που σου λέω ... ο ψηλός έβαλε στο τέλος κι ένα σκουμπρί στον κώλο του κι έκανε τη γοργόνα.

  3. - Άσε ρε που θα πάω Belair Σαββατιάτικα ... εδώ καθημερινές και γίνεται ο κακός χαμός ... διαδήλωση.

  4. "Χαμός με τα εισιτήρια για Τσέλσι: Το... έλα να δειςέγινε για τα λιγοστά εισιτήρια που κυκλοφόρησε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, για τον εντός έδρας αγώνα με την Τσέλσι. Όπως είχε ανακοινωθεί, αυτά θα κυκλοφορούσαν την Δευτέρα, μόνο για μέλη του συλλόγου και μάλιστα, οικονομικά ενήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν, από το πρωί, πάρα πολλοί να επισκεφθούν το σάιτ του Ολυμπιακού και ειδικότερα την ενότητα για αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Έγινε χαμός, έπεσε ο σέρβερ και υπήρξε γκρίνια από τον κόσμο, που τηλεφωνούσε στα γραφεία για να ενημερωθεί για το τι γίνεται." (από αθλητικό website).

Σχετικό: πατημός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση «κούκου» την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε την ικανότητα, ή μη, στύσης ενός άντρα... Συνήθως την χρησιμοποιούμε με την αρνητική της έννοια...

- Άσε, ο Νίκος έχει πρόβλημα. Δεν του κάνει «κούκου» τώρα τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνη η καφέ λωρίδα στο βρακί μετά την κλανία...

- Παιδί μου τί 'ναι τούτο;
- Τι να κάνω μάνα... Είχα πονόκοιλο και μού 'φυγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified