Further tags

Λόγιος και γλαφυρός ορισμός της μαλακίας.

- Τί κάνει ο Μάκης; Λες να είναι με καμιά τώρα;
- Μπα, πάω στοίχημα ότι επιδίδεται στην αγαπημένη του ασχολία, την χειράντληση σπέρματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχέσεις που δημιουργούνται από άτομα που είναι εντελώς ανίκανα να συνάψουν δημόσιες σχέσεις και που οι επικοινωνιακές προσεγγίσεις τους καταλήγουν σε παρεξηγήσεις και καυγάδες.

- Ρε τι κάνει ο Πέτρος; Πάλι τσακώνεται;
- E το άτομο είναι ειδικό στις δημόσιες χέσεις. Δεν περνάει μέρα που να μην τσακωθεί με κάποιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας πρόσθεσαν εμβόλιμη δουλειά και ειδικότερα δουλειά που δεν γουστάρουμε και τόσο. Μας χώσανε να κάνουμε υπερωρίες, μας φάγανε την άδεια .

Στη δουλειά:
- Γατί τρέχεις έτσι ρε Μήτσο;
- Άσ' τα, αρρώστησε ο συνάδελφος που βγάζαμε μαζί τη δουλειά και με έχουνε χωσίμπα εδώ και τέσσερις μέρες.

Λογοπαίγνιο με τα πούρα κοχίμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχόμενη ανεπιθύμητη συγκυρία.

- Σήμερα πρέπει να με μάτιασε κάποιος. Αλλιώς δεν εξηγείται.
- Τι έπαθες;
- Έχασα το πορτοφόλι μου και εκεί που το έψαχνα στον δρόμο όπου φανταζόμουν πως θα τό 'χα χάσει, έρχεται καπάκι και με χτυπάει ένα μηχανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεπλάγην. έμεινα κάγκελο. Έπαθα σοκ με κάτι που άκουσα ή είδα ώστε να επιθυμώ καθ΄υπερβολήν να επισκεφτώ το συγκεκριμένο ίδρυμα με στόχο να θεραπευτώ από το σοκ που υπέστην. Η δε φράση «με έστειλες» αντί της φράσης «θα πάω», δηλώνει πως ένοιωσα τέτοια έκπληξη, ώστε η μεταφορά μου να είναι τόσο ακαριαία, ώστε να προηγείται της απάντησής μου «με έστειλες στο Ι.Κ.Α.», που έγινε 3 δευτερόλεπτα μετά.

- Μου είπε ο Πετρόπουλος πως παίρνει 800 ευρώ το μήνα στην τρισάθλια εταιρεία που δουλεύει κι έμεινα... - Γιατί; Πού είναι το παράξενο;
- A φαίνεται πως δεν ξέρεις πως έχει 500.000 ευρώ σε καταθέσεις, χώρια τα ακίνητα που έχει.
- Καλά ... με έστειλες στο ΙΚΑ και δεν έχει γιατρό τέτοια ώρα διαθέσιμο για να με εξετάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.

- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.

- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάω και κανείς δεν με καταλαβαίνει. Συνώνυμο: αλαμπουρνέζικα.

Παρασκευή, Μάϊος 09, 2008
你想要什麼?

Μήπως τελικά μιλάω Κινέζικα;
Χθες στο γραφείο μιλούσα και κανένας από όσους είχαν έρθει για να εξυπηρετηθούν δεν με καταλάβαινε.
«Τι μέρα είναι» ρωτούσα, «καλοκαίρι» μου απαντούσαν.
Στην ερώτηση «Πώς σας λένε» με κοίταζαν σαν να τους ζητούσα την τετραγωνική ρίζα του 1234567890987654321. (από j-jimmy-rose.blogspot.com)

(από ironick, 21/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς τα περίμενα, αλλιώς μου ήρθαν. Περίμενα να πάρω λεφτά που μου χρωστούσαν, αλλά με πιστόλιασαν και πήρα τ' αρχίδια μου.

Στην προκειμένη περίπτωση συντάσσεται με τα «ρίχνω», «αφήνω», ή «τρώω» ανάλογα με τη μεριά της τόγκας που βρισκόμαστε.

... μου δίνει λοιπόν μία επιταγή πελάτη του και καλά, τρίμηνη, λέω εγώ «τρίμηνη μεγάλε είναι καραμετρητά», την παίρνω και τρώω μία τόγκα του άλλου είδους. Ας πρόσεχα...

για τους πολύ παλιούς (από dryhammer, 27/05/14)ομοίως (από dryhammer, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτωχεύω, φαλιρίζω, βαράω φαλιμέντο, το διαλύω το μαγαζί με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας τόγκες αριστερά και δεξιά, χρωστώντας σε όποιον έχει ελληνική υπηκοότητα. Δεν είναι καλό πράμα. Είναι όμως σύνηθες. Συμβαίνει δε και εις Παρισίους, καθώς και στις καλύτερες οικογένειες του Κολωνακίου, ονόματα δεν αναφέρουμε, υπολήψεις δεν θίγουμε.

Ετυμολογικά δεν είμαι σίγουρος πώς μας προέκυψε, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει να κάνει με τον ήχο: η κανονιά είναι ένα δυνατό και εντυπωσιακό γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο, όπως και το να κλείσει ξαφνικά μία επιχείρηση και ν' αφήσει πιστωτές, προμηθευτές, πελάτες κι εργαζομένους παγωτό.

- Τά 'μαθες; Ο Χατζημπουζουκοβλασάρογλου βάρεσε κανόνι.
- Όχι ρε πούστη μου! Τι λες τώρα... Κι έχω μία επιταγή του που λήγει την άλλη βδομάδα για 50 χιλιάδες ευρώπουλα.
- Ε, θα πάρεις κι εσύ τ' αρχίδια σου, όπως και οι άλλοι. Άντε, καλημέρα.
- Κακή, ψυχρή κι ανάποδη ρε Μητσοτάκουλα. Όποτε σε βλέπω για κακό είναι, γαμώ το φελέκι μου μέσα...

Δες και βαράω διάλυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified