Further tags

Όχι ο ανθέλληνας, αλλά ο Έλληνας που είναι ενάντια στους Ελληνάρες.

Επειδή είναι ο ίδιος Έλληνας, τα βλέπει όλα άσπρο - μαύρο με δραματικό τρόπο και χωρίς πολύπλευρη κρίση.

Δηλαδή, όλα τα ελληνικά είναι χάλια κι όλα τα ξένα καλά. Δηλαδή, Νίκος Δήμου.

-Μ' αρέσει η διαύγεια της κριτικής του σκέψης.
-Παπαριές μανίτσα μου! Ανθελληνάρας είναι!

Η μαλακία του να είσαι Ανθελληνάρας!... (από Lafkadio, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταφορικής σημασίας, που χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικές συζητήσεις.

Η σημασία της είναι, ότι κάποιος ασκεί έντονη κριτική (κριτική με δόντια...), με ήπιο ωστόσο τρόπο.

  1. Απόσπασμα άρθρου εφημερίδας:

Εσφαξε με το βαμβάκι τον Αλ. Παπαδόπουλο. “Κομψό άδειασμα” επεφύλασσε και για τις δηλώσεις του Αλέκου Παπαδόπουλου (για ανάγκη να μας ορίσει το ΔΝΤ την οικονομική πολιτική που θα ασκούμε). Παρότι προέβλεψε ότι το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 3%, επισήμανε ότι θα “πρέπει να αποφύγουμε αναγκαστικές επιλογές για την Ελλάδα”. Σημείωσε πάντως ότι τα προβλήματα της οικονομίας “είναι πολιτικά”. “Το έλλειμμα αξιοπιστίας και η αδυναμία διαχείρισης έχουν να κάνουν με πολιτικές επιλογές αυτής της κυβέρνησης”, σημείωσε ο κ. Παπακωνσταντίνου. Διαβεβαίωσε δε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν προτίθεται να κάνει “απογραφή” εφόσον έρθει στην κυβέρνηση«.

  1. Δήλωση Τσάβες, σε μετάφραση:

Οσο για τον Τσάβες, δεν αντέδρασε αμέσως στην πρόκληση του Ισπανού μονάρχη, αλλά τον έσφαξε με το βαμβάκι στην «Ελ Μούντο» και σε άλλα ΜΜΕ: «Τον σέβομαι ως βασιλιά, αλλά δεν δικαιούται να μου λέει να το βουλώσω. Κανένας αρχηγός κράτους δεν μπορεί να φέρεται έτσι στους ομολόγους του....»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση με τις ευρέως διαδεδομένες «ζαλίζω τ'αρχίδια» ή «σπάω τα αρχίδια» κάποιου.

Πολύ ευγενικότερη και φιλική, ταιριάζει σε δημόσιες εμφανίσεις παρουσία ατόμων, στα οποία δεν πρέπει να εκτεθούμε ή να δώσουμε αρνητική εικόνα.

  1. Σχόλιο σε forum διαδικτυακό:

«Τί διαφορετικό απ' αυτό που λες εδώ λέω εγώ; Γιατί λοιπόν μας ζαλίζεις τον έρωτα σε κάθε ευκαιρία που θα κριτικάρουμε τον λεβέντη λέγοντας ότι όποιος »κατηγορεί« τον Σοφο είναι είτε προκατειλλημένος είτε δεν ξέρει από μπάσκετ είτε κάτι άλλο εκτός από καλοπροαίρετος»;

  1. - Αγόρι μου, πάρε μαζί το φαγητό σου, θα πεινάσεις!
    - Άσε ρε μάνα, μη μού ζαλίζεις τον έρωτα πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μετερίζι», λέξη που πέρασε στη γλώσσα μας από τα τουρκικά, αλλά με ρίζα στα φαρσί [φαρσ. meteris, -iz], περιγράφει τη θέση μάχης που λαμβάνεται με προφύλαξη από τα πυρά του εχθρού σε κάποιο σταθερό σημείο.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ορκισμένο αγώνα κάποιου, για σκοπό τον οποίο θεωρεί ιερό.

  1. Παραθέτω απόσπασμα άρθρου από το διαδίκτυο:

Κατα την περίοδο 1990-91 ο εν λόγω τότε βουλευτής εκλήθη να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Τότε λοιπόν το σώμα ψήφισε νόμο για την συγκεκριμένη περίπτωση, έτσι ώστε να υπηρετήσει μονάχα 6 μήνες. Η ατάκα -ιστορική από τότε- που βγήκε από το στόμα του νεαρού βουλευτή Βουλγαράκη ήταν: «εγώ υπηρετώ από άλλο μετερίζι»

  1. Άρθρο της Ελευθεροτυπίας

Λάρισα: 2.000 τρακτέρ στο μετερίζι της Νίκαιας

Στη Νίκαια Λάρισας και στον Προμαχώνα Σερρών χτυπά από χθες η «καρδιά» αυτής της αγροτικής κινητοποίησης. Είναι τα μόνα πλέον μεγάλα μπλόκα, στα οποία έχουν σπεύσει και τα τρακτέρ από άλλα μπλόκα που έχουν διαλυθεί. Τον αγώνα συνεχίζουν και οι Κρητικοί αγρότες, που σκοπεύουν να έρθουν στην Αθήνα και να πολιορκήσουν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.

Κι αυτός σε μετερίζι, εξ απαλών ονύχων... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ζουρλαίνω σημαίνει «τρελαίνω».
Έτσι, λέμε τη φράση θα με ζουρλάνεις, όταν ο άλλος μας έχει φτάσει στα όρια μας με τις πίπες που λέει και κάνει.

- Λοιπόν, παίρνεις τον κουβά με το νερό και τον πετάς μέσα στη γούρνα, εντάξει;
- Να βρέξω τις άκρες της γούρνας;
- Ρε αγόρι μου, θα με ζουρλάνεις, τι βλακείες λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι συνθηματική και λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι, δεν έχουμε μεταφορικό μέσο.

Δηλαδή:

  • peugeot = πεζό = πεζός
  • 2 = 2 πόδια έχουμε

-Μαλάκα, μου πήρε ο πατέρας μου καινούργιο αμάξι, ένα γκολφάκι φοβερό μιλάμε!
-Άντε ρε, καλορίζικο!
-Εσύ έχεις αυτοκίνητο;
-Πως, πεζό 2, δεν κολώνει πουθενά, παντού πηγαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όνυξ του όνυχος, το νύχι στα αρχαία ελληνικά. Από τότε που να νύχια είναι απαλά, δηλ. από την παιδική ηλικία. Ευρέως χρησιμοποιούμενη έκφραση, κλασσική πια σε πλείστες περιπτώσεις.

Περιγράφει το μακρύ χρονικό διάστημα.

  1. Τίτλος άρθρου εφημερίδας Καθημερινή:

«Κατάθλιψη εξ απαλών ονύχων».

  1. Τίτλος άρθρου εφημερίδας Βήμα:

«Φουγάρα εξ απαλών ονύχων οι Ελληνες »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτσάτο και άτιμο σημερινό κοινωνικό φαινόμενο, πολύ ελληνικό, το οποίο παρατηρείται α. σε μεγάλη κλίμακα (πχ. τηλεθεατές) και β. σε μικρότερη (πχ. μια παρέα), απ' όπου και πηγάζει. Το συνονθύλευμα αυτό κρίνει και επικρίνει και κατακρίνει με αιμοβόρα, κανιβαλική και δρακουλιάρικη διάθεση τους πάντες και τα πάντα, αρκεί να έχει παρουσιαστεί στην συμπεριφορά του κρινόμενου το παραμικρό ατόπημα, λες κι οι κρίνοντες ήταν και είναι άμεμπτοι.

Η πάγια τακτική είναι: πρώτα το παίζουμε κολλητοί στο υποψήφιο θύμα ώστε να μας ανοιχτεί. Κατόπιν εξετάζουμε ποιο από τα κρίματά του είναι άξιο λόγου. Αν βρεθεί κάτι καλό, το βγάζουμε στη φόρα και τον κάνουμπε ρομπίδια, ρίχνουμε και λάσπη αν χρειαστεί (που πάντοτε χρειάζεται), το παίζουμε ειλικρίνεια, τιμιότητα και αυτογνωσία και έτσι, τέλος, είμαστε καλυμμένοι προτού αυτός τολμήσει, για αντεπίθεση, να ξεσκεπάσει τις δικές μας μπόχες.

Στη λογική του λαϊκού δικαστηρίου ακουμπάνε τα τηλεπαράθυρα, οι δημοσιοκάφροι, οι τηλεκανίβαλοι και τα λοιπά αποβράσματα των ΜΜΕ που μεγαλουργούν με στόχο την τηλεθέαση. Τα παράθυρα εξάλλου δεν είναι παρά κατάλοιπα του παράθυρου της γειτονιάς ή του χωριού όπου οι κυρα-περμαθούλες έβγαιναν να σχολιάσουν το κάθε τι.

- Πολύ σε πάω που τους έκλασες όλους αυτούς και δεν τους έχεις πια ανάγκη...
- Δεν άντεχα άλλο, δεν ήταν παρέα αυτή, ήταν λαϊκό δικαστήριο. Ό,τι και νά 'κανες ή νά 'λεγες κάτι είχαν να σου πουν και να σε στήσουν στον τοίχο. Άσε που τον τελευταίο καιρό την είχαν δει όλοι Γιαλόμες.

Ο Εισαγγελάτος του Λαϊκού Δικαστηρίου... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που έχει περάσει στο πάνθεο των κλασσικών και την ακούμε συχνάκις.

Το νόημα που ενέχει είναι απλό: κάνω κάτι που είναι κατακριτέο και λανθασμένο, αξιόμεπτο και παράλληλα γίνεται αντιληπτό.

Ακριβώς όπως η χεσμένη φωλιά μυρίζει και γίνεται αντιληπτή, παρομοίως και η πονηριά.

  1. Αααα έχεις χεσμένη την φωλιά σου... Και μας το παίζεις και υπεράνω!

  2. Απόσπασμα άρθρου εφημερίδας το Ποντίκι:
    «Οι «πράσινοι» είχαν, λοιπόν, «χεσμένη τη φωλιά» τους, γι’ αυτό και ψέλλισαν τον Νοέμβριο κάποιες αντιρρήσεις, αλλά δεν ξεφώνισαν την ιστορία του Δούκα».

  3. Τίτλος άρθρου της εφημερίδας Μακεδονία:
    ΥΠΕΕ: Με... λερωμένη φωλιά οι τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις Εκτυπώσιμη σελίδα

Φωλιά χρηματιστηριακής εταιρίας και χεσμένη... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified