Further tags

Αν ο όρος ετυμολογηθεί από το γαλλικό fondement = θεμέλιο, τότε θα λεχθεί «φονταμενταλισμός».

Αν όμως ετυμολογηθεί από το λατινικό fundamentum (ίδια σημασία) θα λεχθεί «φουνταμενταλισμός», που είναι και το σωστότερο. Η λέξη αποδίδεται στα ελληνικά ως «θεμελιοκρατία», «θεμελιωτισμός» και σημαίνει την σκληροπυρηνική τάση για επιστροφή στις πηγές μιας θρησκείας.

Η λέξη, ωστόσο, σλανγκίζεται για να δηλώσει τον σκληροπυρηνικό χασιστή και φουντικό που επιδιώκει την επιστροφή στις πηγές της φούντας.

Εναλλακτικώς, ο σλανγκισμός μπορεί και να σημαίνει ότι ο θρησκευτικός φουνταμενταλισμός είναι η «φούντα των λαών» για να παραφράσω τον Μαρξ.

Έχει φουνταμενταλιστικές τάσεις, «χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στην φύση» το σύνθημα ζωής του.

Η φουνταμενταλίστρια με την χρυσή φωνή (από Vrastaman, 28/03/09)

Σχετικά: Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω ρεπό από τη δουλειά. Και γαμώ τις φάσεις όταν το ρεπό αυτό είναι αφιερωμένο σε ατελείωτο κοπροσκύλιασμα, πίκρα όμως όταν στο ρεπό πρέπει να κάνουμε διάφορες βλακείες, όπως το να τρέχουμε σε δημόσιες υπηρεσίες ας πούμε.

Συνήθως το ρεπάρω σημαίνει ότι παίρνω άδεια σε δουλειά με μη σταθερές μέρες εργασίας, χρησιμοποιείται όμως και γενικότερα.

  1. (από εδώ)
    μπορείτε όταν ριμαδο-«ρεπάρω» τα ΣαβΚυρ να μην κάνετε μaλakiες εδώ μέσα και μετά να τα φέρνετε Δευτέρα πρωί να τα διορθώσω;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

  2. (από εδώ)
    Σημερα ρεπαρω και ρεπαρω και ρεπαααααααααααααααρω................ και αραζω επιτελους..βεβαια ολοι οι αλλοι δουλευουν και δεν εχω ανθρωπο να παω για καφε... αλλα WHO CARES; εγω ρεπάρω...ξυπνησα στις 12.30 και το απογευματακι απο νωρις θα βολταρω στις δουλειες των αλλων να τους ξεσηκωνω!! (χεχεχε)

Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός!! (από Cunning Linguist, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε στον ομώνυμο φόρο που έπρεπε να καταβάλλεται από τούς μη Οθωμανούς υπηκόους κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ούτε μιλάμε ακόμα για τον φόρο που θα πέσει στα κεφάλια του κόσμου λόγω οικονομικής στύσεως.

Αναφερόμαστε στο φόρο, στο τίμημα ντε που πέφτει στο κάτω κεφάλι κάποιου, που εφορμώντας ακάλυπτος στο πεδίο της μάχης, αποκτά παράσημο τιμής και ανδρείας (π.χ: σύφιλη).

Πολλές φορές, αυτός ο φόρος αποδεικνύεται φόρος ζωής και έτσι μπορεί να πέσει μια και καλή στο κεφάλι κάποιου και να τον στείλει να κοιτάει μόνιμα τα ραδίκια ανάποδα.

- Έπεσε στο κεφάλι του Ντίνου κεφαλικός φόρος. Πάει να σκάσει ο άνθρωπος.
- Αφου δεν ψηφίστηκε ακόμα το θέμα ρε εσύ.
- Δε μιλάω ρε εσύ για τη νέα οικονομική εισφορά που πρέπει να δώσουμε.
- Τότε;
- Να, είχε.... πλακωθεί στο ξεσκούφωτο τον τελευταίο καιρό.....ε και πολύ θέλει....
- Δηλαδή;
- Ti δηλαδή; Παρασημοφορήθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέμε κατάχαμα. Και χωρίς εσώρουχο.
  2. Όπως λέμε καταπρόσωπο. Και χωρίς εσώρουχο.

Πιθανή σχέση και με το Κατάκωλο... (γκμουχ)

  1. - Καλό ψωλί η Νιόβη, ε;
    - Πω πω δεν την μπορώ την βρωμιάρα... Ποτέ δεν φοράει βρακί κάτω από τη φούστα και, όπου και να βρεθεί, κάθεται κατάμουνα...

  2. - ... και την είχα που λές κατάμουνα, και...
    - Καλά, κόψε κάτι...

(από nick, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μπορώ να σταθώ ακίνητος, να παλουκωθώ κάτω, να κάτσω ήσυχος, είτε από νεύρα ή από χαρά, ή από κοκό.

Εμπνευσμένη παρερμηνεία από τον Ακάθιστο Ύμνο, κατά τον οποίο το «ποίμνιο» στέκεται όρθιο.

Ο Γιώργος, όταν ήταν μικρό παιδί, είχε τον ακάθιστο. Οι γονείς του είχαν μεγάλο πρόβλημα. Το σχολείο του επίσης. Όταν μεγάλωσε έμαθε ότι έπασχε από «υπερκινητικότητα». Ψυχαναλύθηκε και έγινε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκφέροντας τον όρο μεγαλόσταυρος, αναφερόμαστε στον ανώτατο βαθμό πολλών παρασήμων.

Επίσης αναφερόμαστε στη σύφιλη λόγω των σταυρών που εμφανίζονται στην ανάλυση αίματος του πάσχοντος απ' αυτή την ασθένεια.

Σλανγκιστί αναφερόμαστε:
1. Στον μεγάλο σταυρό που τοποθετείται στου πασά τον τάφο (βλ. παράδειγμα 1).

  1. Σε αρχιερείς, λόγω του μεγάλου σταυρού που φέρουν κρεμασμένο μπροστά τους (βλ. παρ. 2).

  2. Έμμεση ειρωνική αναφορά σε ορισμένους αρχιερείς που, στα πλαίσια φαρισαϊσμού και υποκρισίας, κάνουν επιδεικτικά το σήμα του σταυρού (βλ.παρ. 3).

  3. Ειρωνικά, για να ευαισθητοποιηθεί κάποιος και να αλλάξει μυαλά, όταν τα δίνει όλα χωρίς να αναγνωρίζεται το έργο του ή όταν αυτός κουράζεται υπερβολικά για λόγους τελειομανίας.

Δες σχετικά: εδώ και εδώ. Στην περίπτωση αυτή, ο όρος συντάσσεται ως εξής: «Θα κερδίσεις τον μεγαλόσταυρο;» Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 4.

  1. Αχ ο καημένος. Κουβαλάει του χάρου νερό. Δεν τον βλέπω να τη βγάζει καθαρή. Πολύ σύντομα θα του φυτέψουν τον μεγαλόσταυρο.

  2. Ένθεν και ένθεν, μέχρι τέλους των κεράτων της τραπέζης, εκάθησαν, ως έκαστος έτυχεν, αλλά μετά τους πρέσβεις, οι επίλοιποι των προσκληθέντων, οίτινες σαν οι υπουργοί, ο πρόεδρος της Συνόδου (ουδεμίαν όμως έχων ορισμένην επίτιμον θέσιν, αλλά μετά τον τελευταίον υπουργόν ερχόμενος και ως έτυχε καθήσας) οι αντιπρόεδροι της Βουλής (των γραμματέων αυτής μη προσκληθέντων) οι στρατηγοί και ναύαρχοι, οι σωματάρχαι, οι μεγαλόσταυροι, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο νομάρχης, ο αστυνόμος, ο δήμαρχος Αθηναίων, οι τρεις πρώην πρωθυπουργοί ΚΚ. Δ. Βούλγαρης, Α. Κουμουνδούρος και Ε. Δεληγεώργης, οι πλοίαρχοι των εν Πειραιεί ξένων πλοίων, ο διοικητής της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, και οι αυλικοί.
    Δες

  3. Πενήντα όπως τα λες είναι και ξέρω πολύ κόσμο που συμφωνεί με αυτά που λες. Όλα έχουν καταντήσει εμπόριο ακόμα και οι μεγαλόσταυροι μερικών.
    Δες

  4. - Αμάν πια. Πλακώνεσαι σαν το σκυλί στη δουλειά και κανείς δεν στο αναγνωρίζει. Σε έχουν του κλώτσου και του μπάτσου. Μπας και πρέπει να αλλάξεις βιολί; Τι νομίζεις; Νομίζεις πως θα κερδίσεις τον μεγαλόσταυρο;

Ο Παπούλιας απονείμει στον Σιούφα το μεγαλόσταυρο του τάγματος της τιμής (από GATZMAN, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξερνάω, κάνω εμετό. Εφόσον είναι γνωστό (πια) ότι ο εμετός δεν έρχεται από τα έντερα, η λέξη στην έκφραση σημαίνει μάλλον τα σωθικά. Εξάλλου, συνωνύμως πως, λέμε «βγάζω τα σωθικά μου».

Επίσης χρησιμοποιείται η λέξη ξερνάω αντί της λέξης βγάζω.

Πρέπει να έπαθα δηλητηρίαση γιατί χθες, μετά το φαγητό, ξέρναγα όλη νύχτα, έβγαλα τ' άντερά μου...

ο θάνατος του Αρείου που έβγαλε τ\' αντερά του από Περηφάνεια - προσοχή, δεν τα έχεσε, γιατί το κόμικ αφήνει περιθώρια παρερμηνειών (από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας. Θεωρείται ο ομφαλός του κόσμου, γιατί, όταν και καλά, ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, αυτοί ήρθαν φάτσα κάρτα στους Δελφούς. Το μαντείο αυτό ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το contact point... ε... ε... το πρόσωπο κλειδί... το διάμεσο ντε, με το οποίο επικοινωνούσε και καλά ο Θεός. Η Πυθία ερμήνευε τη θέλησή του (είτε για το παρόν, είτε για μελλούμενα γεγονότα) και την κοινοποιούσε στο κοινό.

Όταν, σλανγκιστί, αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο που μιλώντας με ύφος χιλιάδων καρδιναλίων φέρεται ως σοφή κουκουβάγια, ως ξερόλας, ως ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.

Σε κάποιον, δηλαδή, που θεωρεί τον εαυτόν ως την απόλυτη και πλέον εγγυημένη και αξιόπιστη πηγή γνώσης (που αφορά παρόν ή και μέλλον), λες και ο λόγος του φέρει την αξιοπιστία που είχε στα αρχαία χρόνια ο χρησμός του μαντείου των Δελφών.

Όπως ο χρησμός δεν αμφισβητείτο, γιατί είχε θείο κύρος, έτσι κι ο φίλος μας τσαντίζεται τα μάλα όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα λεγόμενά του.

Σημείωση
Πολλές φορές η φράση μπορεί να λεχθεί από κάποιον που, χωρίς να είναι ξερόλας, δίνει συγκυριακά μεγάλη βαρύτητα στη διαίσθησή του ή στην εμπειρία του, ή επίσης μπορεί και να μην ξεκαθαρίζει τη σκέψη του, κρατώντας κρυφά χαρτιά.

Δύο γνωστοί συζητούν. Ο πρώτος είναι γνωστό ξερόλι, που ο δεύτερος δεν τον πάει με τίποτα.
- Που λες σε δυο χρόνια θα γίνει... μπλα... μπλα... Να πάρεις τα τάδε μέτρα... μπλα... μπλα... μπλα. Αλλιώς θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ό,τι σου είπα, αλλιώς...
- Ναι... ναι... βέβαια... βέβαια. Μπορώ να πάω κόντρα στο μαντείο των Δελφών; Χάθηκα!... χαχαχα

Δελφοί (από GATZMAN, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε ειρωνικά και προκλητικά, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι δεν μας συγκινεί/ τρομάζει/ ανησυχεί καθόλου μια απειλή/ δυσοίωνη προοπτική/ ύβρη.

Βλ. και θα μου κάνεις τα μούτρα κρέας.

Σλάνγκος: Τι λε ρε φίλε; Με πέρασες στην βαθμολογία; Θα βάλω τον καβουροσλανγκόσαυρό μου να κλαίει. Εμ, τον σκύλο μου ήθελα να πω...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το πολύ αδύνατο και κοκαλιάρικο άτομο. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία και σε αποχή από το φαγητό. Σχετίζεται δηλαδή, με καταστάσεις που παραπέμπουν σε τέτοιους σωματότυπους. (βλ.παράδειγμα 1).

Σχετικά λήμματα: σαμαροποαϊδα, λίγκρος, απ' τα κόκαλα βγαλμένη, τσίρος.

  1. Αναφορά σε κάποιο άτομο, που γενικά ή συγκυριακά έχει κόψει τις επικοινωνίες με τις κάτω χώρες, λόγω εργασιακών συνθηκών, πάρσιμου πινακίδων κλπ. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία - αποχή από το σεξ. (βλ.παράδειγμα 2).

  2. Αναφορά σε κάποιο νηστίσιμο άτομο (βλ. παράδειγμα 3).

Συνώνυμη έκφραση (και για τις τρεις αναφερόμενες περιπτώσεις): Τη βγάζω σαρακοστιανά.

  1. - Πώς είναι έτσι η νέα φιλενάδα του Πέτρου;
    - Πώς είναι δηλαδή;
    - Εντελώς σαρακοστιανή μωρ' αδελφάκι μου. Σκέτη ακτινογραφία.

  2. - Ρε Πέτρο πολύ σαρακοστιανός έχεις γίνει τελευταία. Θα σε βαρέσει η αγαμία στο κεφάλι. Και στην κανονική νηστεία, ακόμα επιτρέπεται ανά περιόδους η κατάλυση ιχθύος
    - Δηλαδή;
    - Τι δηλαδή; Βούτα τον κολιό στο ξύδι μωρ' αδερφάκι μου.

  3. - Καλά... πολύ σαρακοστιανή η φιλενάδα του Μάριου.
    - Ναι ρε φίλε. Σωστή φάλαινα όρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified