Further tags

Κάτι που έχεις ξεχάσει να κάνεις αφού πέσεις στο κρεβάτι και που σημαίνει ότι πρέπει να ξανασηκωθείς, π.χ. να κλείσεις το φως στην κουζίνα, να σβήσεις τον θερμοσίφωνα, να βγάλεις τα σκουπίδια, να κάνεις τσίσα σου, κ.ο.κ. Από το βιβλίο Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007.

Η Ευαγγελία βεβαιώθηκε ότι έκλεισε το φως στην κουζίνα, έκανε και τσίσα της ώστε να μην αναγκαστεί να ξεξαπλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Η τελευταία ημέρα των διακοπών. Συνεκδοχικά: Το τελευταίο στάδιο οποιασδήποτε ευχάριστης δραστηριότητας. Από το βιβλίο Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007.

Με πόνο στην καρδιά, ο Μάριος αναπόλησε τη θλημέρα με τη Νίκη, και σκέφτηκε να της στείλει γράμμα εκεί που ζούσε τώρα. (Γκυστάβ Τρομπέρ)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάτι που ακούσουμε μας ταράξει και μας συγχίσει, μπορεί να βγάλουμε μπιμπίκια, ή τεσπα κάτι δερματικό, ή κάτι ψυχοσωματικό που περικλείεται στον όρο «φαγούρα». Ειρωνικά λοιπόν, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι στ' αρχίδια μας ό,τι και να μας πούνε, λέμε την έκφραση αυτή. Σχολικό μεν, ωλ τάιμ κλάσικ δε.

- Και που λες, πήγε και είπε στην καθηγήτριά μας ότι η Έλλη σού τον έπαιζε στο τελευταίο θρανίο!
- Και είχα μια φαγούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αξίζει να φανταστούμε την εικόνα: αφράτος παπάς, με ράσα που κυματίζουν άνετα και αεράτα γύρω του, με μαλλί και γενειάδα μακρά και βιβλική, που αφήνεται σε διάφορους φυσικούς σχηματισμούς, ακόμα και ράστα, να ανεμίζει και, πιθανώς, τον σταυρό να κρέμεται στο λαιμό του περασμένος σε αλυσιδίτσα. Αν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος μπλέξει, για οποιοδήποτε λόγο, στα βάτα (αγκάθια, βλ. βατομουριά) τη γάμησε τη βάρκα...

Μ' άλλα λόγια μιλάμε για ένα απίστευτο μπλέξιμο, ένα σκάλωμα στον ιστό της αράχνης που, όσο σπαρταράς να ξεφύγεις, τόσο αιχμαλωτίζεσαι περισσότερο. Συνεκδοχικά, η έκφραση αναφέρεται και στα μεθεόρτια αυτής της νταού κατάστασης, γιατί αν σ' αρπάξουν τα βάτα, μόνο ματωμένος θα βγεις, αν βγεις...

Τώρα, κάτω από ποιες περιστάσεις ένας παπάς μπορεί να μπλέξει στα βάτα είναι σκανδαλιστικά διφορούμενο. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες παπάδων (κουβέντα να γίνεται) που θα φάνε τέτοια φόλα:
α. Είτε, απλώς, ο αγρότης παπάς που θα του έρθει η ατυχής έμπνευση να περάσει από ανάμεσά τους φορώντας (φυσικά) τα ράσα του,
β. Είτε ο παπάς που, για να μην τον πιάσουνε στα πράσα και δεν φοράει ράσα αναγκάστηκε, σε κάποιο πηδύλλιο ηγούμενου-προηγούμενου να τρέξει με τα τακούνια στα τυφλά και να πέσει πάνω στους εν λόγω θάμνους, στην τελική όμως, θα προτιμούσε να φοράει απλά το μαγιό του...

- Μα τους είπα ότι του παππού τού έχουνε πάρει τις πινακίδες και δεν μπορεί να πάει αυτοπροσώπως στου διαόλου τη μάνα να υπογράψει...
- Και δεν βγήκε άκρη ε;
- Αρχίδια μάντολες, αυτοί της ψωλής τους τον χαβά.
- Ε ρε δημόσιο φορέβα...
- Και πού είσαι ακόμα. Περιμένω να λυθεί αυτό για να πάω στο υποθηκοφυλακείο, να πάρω βεβαίωση για το κτηματολόγιο, να κάνω αίτηση για να μην πληρώσω πρόστιμο για εκπρόθεσμο, και όλα αυτά πριν τη δικάσιμο, για να έχω τα χαρτιά που θέλει ο δικηγόρος...
- Έχεις μπλέξει σαν τον παπά στα βάτα...

Ένας παπάς που τελικά έμπλεξε... (από patsis, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος φυσικά προέρχεται εκ των λέξεων, γέρος και νεολαία. Και, όπως η νεολαία, έτσι και η γερολαία απαρτίζεται απ' άτομα και των δύο φύλων. Ο όρος μπορεί να έχει είτε ειρωνική είτε χιουμοριστική χροιά.

Εκφέροντας τον όρο θα μπορούσαμε να αναφερόμαστε:

1) Σε άτομα της τρίτης ηλικίας (π.χ: ένα ραμολί, μια ομάδα καπήδων, κλπ) και ειδικότερα σε άτομα αυτής της κατηγορίας που νεανίζουν (π.χ: ένας γεροξούρας, μια που είναι πιο μεγάλη απ' την Ακρόπολη και στοκάρεται για να καλύψει τα σημάδια του χρόνου).

Σχετικά λήμματα: γερομπισμπίκης, γριέντζω, παππουδέλι, γιαγιούμπα, γιαγιόνι, λυκόπουλο, πίτα του παππού, Χαϊλάντερ, παραδίδω πινακίδες. Για την περίπτωση αυτή βλ. παρ. 1.

2) Σε άτομα που θεωρούνται μεγάλοι για να ασχολούνται πλέον, με κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα (π.χ: ξεσταχιασμένοι ποδοσφαιριστές). Για την περίπτωση αυτή βλ. παρ. 2.

3) Για νέους ανθρώπους που, είτε εκ του φυσικού τους (π.χ: μπούληδες, μπουλούκοι, παιδιά του μπαμπά, κλπ), είτε λόγω συνθηκών ζωής (π.χ: προσβολή από δυοξύνη λόγω εργασίας σε εταιρεία του δημοσίου τομέα,γύμναση κοιλιακών, κλπ), παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που δεν συνάδουν με τη νεότητα (δράση, ενεργητικότητα, κλπ). Για να το σπάσουμε σε κέρματα: μιλάμε για νωθρότητα, χαλαρότητα, ατολμία, βαριεστημάρα, κλπ. Για την περίπτωση αυτή βλ. παρ. 3.

4) Για νέους ανθρώπους που ενώ διάγουν μια ζωή που χαρακτηρίζεται από δράση και ενεργητικότητα σύμφωνα με τα στάνταρντ της εποχής, στην οπτική κάποιων γεροντότερων, όπου οι νέοι ήταν πιο ανθεκτικοί σε δυσκολότερες συνθήκες (που υπήρχαν τότε) τα πράγματα δεν φαίνονται έτσι. Τους θεωρούν νωθρούς και αδρανείς. Για την περίπτωση αυτή βλ. παρ. 4.

Αποτείνω ευχαριστίες στον συνάδελφο Jona που είχε την ιδέα, αλλά και στην ironick, αφού από το παράδειγμα αυτού του λήμματος της, ξεκίνησε ο δρόμος για το λήμμα αυτό.

Σημείωση:
1) Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε περιστασιακά, ή μόνιμα, σε μεμονωμένα άτομα, σε συγκεκριμένη ομάδα ατόμων και γενικότερα σε θέματα που αφορούν, κάποια εκ των προαναφερομένων κατηγοριών.

2) Για λόγους καλύτερης εκφραστικότητας, θα μπορούσαμε να κουνήσουμε αργά το κεφάλι, προς τα δεξιά και προς τα αριστερά για να προσδώσουμε «άρωμα» γηρατειών στο λόγο μας. Για ακόμα καλύτερη εκφραστικότητα, θα μπορούσαμε να παρατείνουμε την προφορά του «ρ», κατά την εκφορά του όρου «γερολαία».

1) Στα Θέρμα Ικαρίας, στις ιαματικές πηγές.
- Μην τρέχεις πολύ με τ' αμάξι εδώ. Υπάρχει αρκετή γερολαία. Άσε μη χτυπήσεις κανέναν και τον πληρώνεις για χρυσό.

2) Ήρθε επιτέλους η ώρα να βγει στην σύνταξη ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΙΧΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ και όλη η γερολαία της ομάδας μαζί. Όπως έπρεπε να είχε γίνει απο το 2004, μετά την κατάκτηση του Euro.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Από το troktiko.blogspot.com
Παράδειγμα από λήμμα:Παλαιών Παιχτών Γερμανός

3) Επιτρέπεται ρε εσύ, στα εικοσιπέντε σου, να δείχνεις τέτοια βαριεμάρα και τέτοια ατολμία; Στη γερολαία είσαι;

4) Α ρε... νέοι είναι αυτοί; Ένα οχτάωρο, καφετέρια, υπολογιστής... Ε εμείς στην ηλικία τους παίρναμε την πέτρα και τη στίβαμε. Αυτοί γέρασαν πριν την ώρα τους. Νεολαία σου λέει ο άλλος. Γερολαία είναι.

Μάργκαρετ, Υπουργός γερολαίας στη νέα κυβέρνηση; (από GATZMAN, 30/09/09)Σύνταξη στα 120... (από HODJAS, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα αυτή μπορεί να λεχθεί όταν κάποιος ρίχνει, χωρίς αναγνώριση, τη... δουλειά σε κάποιο κοινωνικό σύνολο στο οποίο εντάσσεται (στην εργασία του, στο σπίτι, κλπ).

Κάποιοι, βλέποντάς τον να μη σηκώνει κεφάλι, τον θεωρούν το απόλυτο ντούρασελ. Ξέρουν πως κάνει τα πάντα και συμφέρει. Γι' αυτό και του χαρίζουν το βραβείο της ανοικτής παλάμης και του ρίχνουν όλα τα λέιζερ πάνω του!

Συχνά όμως, έρχεται κάποια ώρα που, λες κι έρχεται το ρεύμα, ξυπνάει ο άλλος του εαυτός. Αποστασιοποιείται τότε, απ' τον εαυτό του, και βλέποντας τι κάνει τον πιάνει σύγκρυο. (Λέμε τώρα...). Βλέπει τους γύρω του να ζουν χαλαρά κι αυτός να το παίζει ο σταυροφόρος της υπόθεσης. Τότε είναι που αγανακτισμένος από τα βάρη, ξυπνά απ' τον λήθαργο κι αναφωνεί την ατάκα.

Εκφέροντας την ατάκα, παραδέχεται σε πρώτο επίπεδο, πως τα κορόιδα δουλεύουν παρέα με την άψυχη συντροφιά των ρολογιών, που χτυπάνε τα λεπτά τους, μέχρι να καταντήσουν για επισκευή και πέταμα.

Σε δεύτερο επίπεδο παραδέχεται πως είναι κορόιδο και σε τρίτο επίπεδο πως είναι o μαλάκας της παρέας.

Αισθανόμενος έτσι σε ένα εργασιακό περιβάλλον, θα μπορούσε να προχωρήσει στην ποθούμενη αλλαγή, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει και στην απόλυσή του, αλλά και στη ρεμαλοποίησή του (το τελευταίο μπορεί να βρει εφαρμογή σε εταιρείες του δημοσίου τομέα).

Η ατάκα θα μπορούσε να λεχθεί επίσης κι από κάποιον που τον παρακολουθεί να τρελαίνεται για το τίποτα, προσπαθώντας να τον αφυπνίσει.

Η ατάκα αυτή μπορεί να βρει εφαρμογή σε εταιρεία του δημοσίου, όπου οι πρωτοδιόριστοι (μπαίνουν με το μεράκι), οι νεοδιόριστοι (που τυχαίνει να έχουν προϋπηρεσία από ιδιωτικό τομέα) κι όσοι δεν προσαρμόστηκαν ακόμα στα εργασιακά στάνταρντς που υπάρχουν εκεί (στάνταρντς, συμβατά με το μηδενικό επίπεδοδημιουργικότητας), πήζουν στη δουλειά, βγάζοντας τα σπασμένα των άλλων.

  1. - Βαρέθηκα πια να ξεσκίζομαι για το τίποτα γι' αυτούς τους σιχαμένους σκαφάτους βιοπαλαιστές. Μόνο τα κορόιδα και τα ρολόγια δουλεύουν. Και εγώ είμαι το... κορόιδο.
    - Κι εσύ βιοπαλαιστής είσαι. - Ναι αλλά εγώ δεν έχω λινκ.

  2. - Δεν σου πληρώνουν υπερωρίες και σε έχουν ταράξει στη δουλειά. Ξύπνα πια. Διεκδίκησε τα διακιώματά σου. Μόνο τα κορόιδα και τα ρολόγια δουλεύουν. Νομίζεις πως με το κουπί που τραβάς καθημερινά στη γαλέρα, πως θα κερδίσεις το οσκαρ; Ο μόνος που το κατάφερε αυτό ήταν ο Χέστον, στο Μπεν Χουρ.

Μπάφιασα πιά μαλάκα συνάδελφε (από GATZMAN, 23/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του live. Εκπομπή, ματς, ταινία ή τεσπα οτιδήποτε τηλεοπτικό δεν παρακολουθούμε σε ζωντανή αναμετάδοση (ή έστω την ώρα κατά την οποία προβάλλεται μες το πρόγραμμα) και το βλέπουμε βιντεοσκοπημένο από μας ή από το κανάλι.

- Δεν θα δεις τον αγώνα;!
- Δεν προλαβαίνω να πάρει, θα τον δω αύριο κονσέρβα...

Βλέπε και ακυρολεξίες, ψυγείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γάντι είναι παλιά ιστορία κομψότητος και ευπρέπειας που βαστάει (στο «βραδυνό» ντύσιμο) ακόμα και στις μέρες μας. Η έκφραση χρησιμοποιείται είτε για να δηλώσουμε την ευγενική ή την συγκρατημένη συμπεριφορά κάποιου.

  1. - Μαλάκα, επιτέλους βρήκα γκόμενο της προκοπής! Με έχει στα ώπα-ώπα, με χαϊδολογά, με περιποιείται, τι θες μωρό μου από δω, τι θες γλυκιά μου από κει, αμέ, με το γάντι ο κύριος!
    - Καλά, να σας δω και σε μερικούς μήνες...
    - Ζηλιάρα!

  2. (έναν χρόνο αργότερα)
    - Μου τα έχωσε με το γάντι. Δεν μου έβαλε τις φωνές, δεν με χαστούκισε, δεν με έβρισε, κάθισε και μου εξήγησε με ηρεμία όλα όσα του φταίνε σε μένα... Με τσάκισε, σου λέω... Δεν μπόρεσα να πω τίποτα...
    - Ε, τζέντλεμαν δεν ήθελες;
    - Γρουσούζα...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατόπιν εξασκήσεως γίνομαι καλός σε μία εργασία, σε έναν χειρισμό. Λόγω εμπειρίας έχω αποκτήσει την ικανότητα να κάνω κάτι καλά και με ευκολία.

Το ρήμα μπορεί να τεθεί σε όλους τους χρόνους, πρόσωπα και αριθμούς.

Το κολάι είναι τουρκικής προέλευσης λέξη (kolay) και σημαίνει κάτι το εύκολο, το απλό.

Τώρα, πώς έχει συνδυαστεί ώστε στα Ελληνικά να σημαίνει αυτό που σημαίνει, είναι σλανγκιστικής απορίας άξιον.

- Πού να σ'τα λέω, άσχετος μεν από Linux, αλλά σιγά σιγά του παίρνω το κολάι και με βλέπω σε λίγο καιρό Linuxoμάστορα...

- Πώς τα πάει ο Νικολάκης με το λαπιτόπι που του πήρες;
- Ξεφτέρι ο μπαγάσας. Του πήρε το κολάι με την πρώτη.

- Άλα της ο Τασούλης! Ρε τί μουνάρα είναι αυτή μαζί του; Καλά πότε έγινε αυτός μπήχτης;
- Ε, από τότε που έριξε την Λίλιαν, πήρε το κολάι, ο μπαγάσας!

- Θα τα βγάλετε πέρα ρε με το βενζινάδικο;
- Έλα ρε, τώρα που πήραμε το κολάι, ποιος μας σταματάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified