Προέρχεται από το αγγλικό made in england που σημαίνει κάτι πολύ καλό και ποιοτικά αναβαθμισμένo, άριστο, πρώτο.
Ο Γιώγος ήταν χθες ντυμένος στη μέγκλα...
Προέρχεται από το αγγλικό made in england που σημαίνει κάτι πολύ καλό και ποιοτικά αναβαθμισμένo, άριστο, πρώτο.
Ο Γιώγος ήταν χθες ντυμένος στη μέγκλα...
Got a better definition? Add it!
Χύμα κατάσταση, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.
- Γαμώτο, έχασα την εκπομπή που ήθελα να δω...
- Δεν είχες δει το πρόγραμμα;
- Το είχα δει αλλά φαίνεται πως τελικά έδειξαν άλλα.
- Ε καλά, δεν τα ξέρεις τα κανάλια; Καραπουτσαριό...
Got a better definition? Add it!
Ο απόλυτος εγωισμός.
Της ψωλής μας ο χαβάς ανασταλτικός παράγων για την πρόοδο της κοινωνίας. (παλιό αναρχικό σύνθημα)
Got a better definition? Add it!
Αερολογίες, κάτι το ανύπαρκτο που μας το αναφέρουν μόνο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις.
- Με την Κάτια πώς πάει;
- Άσε με τώρα... Τέρμα, δεν μπορώ άλλο. Άρχισε πάλι να μου λέει για την οικογενειακή περιουσία που είχαν και που την έχασαν και πράσιν' άλογα. Έφριξα άσχημα.
Βλ. και πράσινα άλογα
Got a better definition? Add it!
Όπως λέμε βαράω μύγες.
-Το μαγαζί του Παπαδόπουλου δεν πάει καλά, θα κλείσει, βαράει νταρβύρα!
Got a better definition? Add it!
Κακή ψυχολογία, σκοτούρες, νεύρα, είμαι στις μαύρες μου.
Προέρχεται από τη γαλλική φράση de noir.
-Τι εχεις ρε μπαγλαμά, δεν σε βλέπω καλά.
-Άσε ρε, έχω κάτι ντενουάρια...
Got a better definition? Add it!
Πράξη που δηλώνει μαγκιά, πράξη με το έτσι θέλω, αλλιώς πράξη σταρχιδισμού.
Θα μου ρίξει πόρτα ο πορτιέρης εμένα; Θα μπω μέσα νταηλίκι, με το έτσι θέλω!
Got a better definition? Add it!
Το βρισίδι, η βωμολοχία που προκύπτει από θυμό, πχ σε καυγά.
- Σήμερα η μάνα μου με εκνεύρισε τόσο που την άρχισα στα χεσίδια, παρεξηγήθηκε, δεν μου μιλάει και έχω γίνει κώλος, δεν ξέρω πώς να την πλησιάσω τώρα...
- Ε μάθε και συ ρε μαλάκα να ζητάς καμιά φορά συγνώμη...
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας, κυρίως με την έννοια του ανεπίδεκτου μαθήσεως.
Η κοτσάνα, η βλακώδης κουβέντα.
Η Νατάσα, μεγάλο τούβλο. Οι γονείς της έχουν ξοδέψει μια περιουσία σε ιδιαίτερα και σε φροντιστήρια, αλλά δίνει τρίτη φορά εξετάσεις και δεν περνά...
Και κει που συζητούσαμε σοβαρά, άρχισε να μου πετάει κάτι τούβλα, την χέσαμε τελείως την κουβέντα, πάει.
βλ. και μπετόβεργα, στόκος, γκασμάς
Got a better definition? Add it!
Σπάω τα νεύρα.
Ήρθε να μου σπάσει το καυλί με τις μαλακίες της και έφυγε χαρούμενη λες και δεν τρέχει τίποτα. Τι να πω, με αυτή τη γυναίκα τα έχω χάσει τελείως...
Δες επίσης και σπάστης, σπασαρχίδης,o, σπασικαύλιος / σπασικάβλιος, ο,
Got a better definition? Add it!