Further tags

Η ψηλοκρεμαστή μεταβίβαση της μπάλας, που εκτελείται παράλληλα προς το αντίπαλο τέρμα, από έναν ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στη μία πλευρά του γηπέδου, σε ελεύθερο συμπαίκτη που βρίσκεται στην απέναντι. Η κίνηση αυτή γίνεται συνήθως όταν ο κάτοχος της μπάλας είναι μαρκαρισμένος. Με την αλλαγή παιχνιδιού σε ελεύθερο συμπαίκτη, η επιτιθέμενη ομάδα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους κενούς χώρους της αμυνόμενης.

- Ρε μαλάκα Λουκά, άλλαξε παιχνίδι με τον Νίκο! Είναι αμαρκάριστος απέναντι, δεν τον βλέπεις;
- Sorry κόουτς.

(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος είναι δανεισμένος από τον αντίστοιχο ποδοσφαιρικό «αλλαγή παιχνιδιού» και δηλώνει την πρόθεση κάποιου να αλλάξει το ενδιαφέρον του και να στραφεί σε άλλη γκόμενα προκειμένου να σκοράρει.

  1. - Να πάρω τηλέφωνο την Κατερίνα και την Ηλιάνα να βγούμε;
    - ]Άλλαξε παιχνίδι ρε μαλάκα, όχι με τις ψωνάρες πάλι. Πάρε την Εύα καλύτερα... έχει ωραίες φίλες.

  2. - Θα χωθείς στη Γιώτα; Πως το βλέπεις απόψε;
    - Την βλέπω να μου κάνει τη δύσκολη και την έχει δει, δεν ξέρω. Εσένα σου αρέσει η φίλη της;
    - Όχι. Γάμα το, έλα να αλλάξουμε παιχνίδι. Πάρε εσύ τη Νάντια να χωθώ εγώ στη Γιώτα.

(από HardcoreGR, 06/12/11)(από HardcoreGR, 06/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός ή αλλιώς η μαλακία.

Είμαι πολύ κουρασμένος. Πάω σπίτι για ξεπετσιά και ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά που αναφέρεται σε παντελώς ατάλαντο αμυντικό χαφ.

Η βασική λειτουργία του αμυντικού χαφ (ή εξάρι) είναι να τρέχει σκυλίσια και να ανακόπτει όποια μπάλα μπορεί - γι' αυτό και κάποιοι αναφέρονται στα καθαρά εξάρια και ως «κόφτες». Πρέπει να βγαίνει πάντα πάνω στα μακρινά σουτ και να κόβει το πεδίο του σουτέρ, να βγαίνει πάνω σε μια πάσα πριν τον αποδέκτη της και να σταματάει τις αντεπιθέσεις πριν γίνουν επικίνδυνες.

Ένα εξάρι που δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά - συνήθως επειδή είναι προχωρημένης ηλικίας και δεν έχει τρεξίματα ή επειδή είναι πολύ σοφτ το παιχνίδι του - δεν μπορεί να κόψει ούτε στην ξερή, ήτοι με βαλέ.

Πήγε ο άλλος και έβαλε αμυντικό χαφ το Μάκο, και τους ρίξανε 3 κόντρες στο κεφάλι. Αφού δεν μπορεί να κόψει ούτε με βαλέ ο τύπος.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από τον αυνανισμό, που έχει ως αποτέλεσμα να λερώνεται το εσώρουχο αυτού / αυτής που ερεθίζεται ή αυνανίζεται. Στην πράξη, όταν κάποιος «λερώνεται» τότε αφενός μεν έχει ερεθιστεί όταν τον προσεγγίζει μια αιθέρια ύπαρξη του αντίθετου φύλου, αφετέρου δεν έρχεται σε οργασμό εκείνη τη στιγμή, προφανώς διότι βρίσκεται μέσα σε κόσμο. Χρησιμοποιείται και ως μεταφορική έννοια, σε καταστάσεις μερικής ή ολικής καύλας.

  1. - Κοίτα λίγο αριστερά αυτές τις δύο με τα κόκκινα μαγιώ που παίζουνε ρακέτες.
    - Πωωωω, τι τούμπανα είναι αυτά ρε μαλάκα; Άσε, τι μου τις έδειξες; Λερωθήκαμε πάλι!

  2. - Και που λες, είχανε βγει για καφέ και φυσικά σε κάποια φάση τον ρωτάει τι δουλειά κάνει.
    - Και τι της είπε;
    - Ε ξέρεις, τα γνωστά. Ότι έχει δύο ξενοδοχεία κι ένα νυχτερινό club κι ότι το φυσάει το χρήμα. Ε με το που της το λέει, αμέσως λερώθηκε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπασκετική ορολογία σε απευθείας μετάφραση από το αγγλικό «pour it on», που σημαίνει ευστοχώ σε μακρινό σουτ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως περιγραφή τρόπου παιχνιδιού, για κάποιον παίκτη ο οποίος γενικά είναι καλός μακρινός σουτέρ.

Προχωρημένες versions της έκφρασης ενσωματώνουν και επιπλέον υπονοούμενα τύπου «στάζει πιπέρι ο τύπος», «στο στάζει στη μούρη» κλπ.

Γίνεται λοιπόν η αλλαγή στο σκρην κι εγώ πρέπει να βγω πάνω στον κοντό, ο οποίος είναι σφαίρα. Φυσικά δεν προλαβαίνω και μας το έσταξε το τριποντάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται συχνά σε άπιαστα γκολ που ο τερματοφύλακας δεν έχει καμία τύχη οπότε δεν κάνει καν προσπάθεια / εκτίναξη προς τη μπάλα, απλά γυρίζει και κοιτάζει. Τερματοφύλακες σεσημασμένοι ως προς αυτή την αντίδραση συχνά ονομάζονται φωτογράφοι, όμως αυτό προϋποθέτει τόση έλλειψη ταλέντου ώστε ο τέρμας να μένει άγαλμα ακόμα και σε φαινομενικά εύκολα για αυτόν γκολ.

Η χρήση της μεταφοράς μπορεί να συνεχιστεί επάπειρον και κατά το δοκούν, του τύπου «έβγαλε και ευρυγώνιο μην το χάσει», «στην ταχύτητα κλείστρου εξπέρ αλλά από αντανακλαστικά ούτε λόγος» κ.ο.κ.

Και έχεις τώρα τέρμα τον Κοστάντσο, ο οποίος στα μισά γκολ που τρώει έχει μείνει άγαλμα και τα φωτογραφίζει. Πού πας έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κατά βάση σημαίνει μπόχα από βαρβατίλα, αρχιδίλα, και είναι το αρσενικό αντίστοιχο της μουνίλας (καμιά φορά σημαίνει, κατ' επέκταση και συμβολικώς πως, την αντροκρατία μέσα σε έναν χώρο, την πλήρη απουσία γυναικών ή τεσπατην ελάχιστη παρουσία αυτών, δηλ. το αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου και το αντίθετο της μουνοθύελλας).

Αντρίλα είναι και η επίδειξη ανδρισμού, η οποία φοριέται πολύ στον μάτσο τύπο άντρα -και ωσεκτουτού διαφωνώ με τον κύριο που γράφει το αντίθετο εδώ.

  1. την Αντρίλα δεν χρειάζεται να τη μυρίσεις, μπορείς να τη διαπιστώσεις και εκ του μακρόθεν, ακόμα και από φωτογραφικό υλικό ή περιγραφή.

  2. Αντρίλα ρε: 10 πνευματικές και σωματικές προκλήσεις για όσους θέλουν να λέγονται άντρες

  3. Υπάρχουν τραγούδια που στάζουν αντρίλα από τα μπατζάκια. Που τα ακούς κι ανατριχιάζεις.

  4. εγώ είμαι της άποψης ότι «Λίγη αντρίλα δεν έβλαψε ποτέ κανένα»

όλα από το νέτι

(από HODJAS, 07/12/11)(από Khan, 18/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρλώνω (< τρούλος, βλ. 2ο σχόλιο στο σύνδεσμο) + κώλος: ανατρέπω, ρίχνω / γυρίζω κάτι τ' ανάποδα, με το κάτω μέρος προς τα πάνω. Αντίστοιχα για ανθρώπους, ρίχνω κάποιον /-α μπρούμυτα, ώστε ο κώλος τα τουρλωθεί (βλέπε και τουρλοκωλιάζομαι).

Παράγωγο επίρρημα: τουρλόκωλα.

  1. - Πω ρε τι μποτιλιάρισμα είναι αυτό; Σίγουρα έχει γίνει κάποιο ατύχημα...
    - Εμ βέβαια... Τον θυμάσαι τον γκαζοφονιά που μας προσπέρασε σα σίφουνας πριν από κανά δεκάλεπτο; Νά 'το το αμάξι του τουρλόκωλα εκεί στην άκρη της στροφής.

  2. - Κι εκεί που γυρίζω η μαύρη από την εκκλησία, μου πέφτουν απάνου δυο αλjήτες, με σπρώχνουν, μου τραβάνε το σταυρό από το λαιμό και γίνονται καπινός... πάλι καλά που δε με τουρλοκωλιάσανε να σπάσω καμιά λεκάνjη να έχω άλλα ντράβαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του έφαγα φλασιά, δηλαδή θυμήθηκα κάτι. Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται όμως και στην περίπτωση που γουστάρουμε πολύ κάποιο άτομο.

  1. - Ρε μαλάκα που είχα κάνει γενέθλια πέρυσι; Θυμάσαι;
    - Που να θυμάμαι ρε, αφού έλειπα φαντάρος, δεν ήμουνα εκεί.
    - Άσε έφαγα φλας και μου 'ρθε. Είχαμε πάει στο Mike's Irish Bar για καραόκε. Πολύ μούφα η φάση.

  2. - Τι θέλεις τέτοια ώρα έξω απ' το σπίτι μου;
    - Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω. Έχω φάει φλας με την πάρτη σου και δεν την παλεύω άλλο.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified