Further tags

Εννοούμε κάτι που τελικά δεν άξιζε τα λεφτά του και μετανιώσαμε για το χρόνο και το χρήμα που του αφιερώσαμε.

- Πήγα με την Ελένη στο σινεμά να δούμε μια ελληνική ταινία, και ήταν μια πατάτα τελικά. Τσάμπα τα λεφτά που πληρώσαμε. Φύγαμε στη μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρης καταστροφή οχήματος απο ατύχημα.

- Ρε μαλάκα φιτίλια τό 'κανε το Subaru ο άσχετος!!

(από Έλενα, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακμή, ξεπεσμός, πτώση. Συνήθως στη φράση παίρνω την κάτω βόλτα.

Τώρα τελευταία όμως έχω παρατηρήσει ότι η Γαρμπή έχει πάρει τελείως όμως την κάτω βόλτα και δεν ξέρω γιατί. Τα τελευταία της cd δεν κάνουν τις τρελές πωλήσεις που κάναν κάποτε. (από το διαδίκτυο)

Παρακμή, ξεπεσμός, πτώση. (από patsis, 26/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεθαίνω, αχρηστεύομαι (για αντικείμενα).

«Και τώρα σας δίνω ένα νέο το οποίο ίσως γνωρίζετε ήδη, ότι αυτός ο άθεος, αυτό το μεγάλο κάθαρμα ο Βολταίρος, τα τίναξε σαν το σκυλί, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, σαν το ζώο - αυτή είναι η ανταμοιβή του!». (Μότσαρτ, απο το Βήμα)

Από την έκφραση τινάζω τα πέταλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω

  2. Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω

  1. Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...

  2. - Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτάρω και περιπτύσσομαι ερωτικά κατ' εξακολούθηση, συνήθως χωρίς σοβαρό σκοπό. Χρησιμοποιείται μειωτικά. Γράφεται και τσιλημπουρδίζω (το β' συνθετικό -μπουρδίζω, δέν σχετίζεται με το μπούρδα, αλλά μάλλον με το πορδίζω).

– Τον Φούλη και τη Φούλα τους βλέπω να βαράν διαζύγιο που λες...
– Γιατί;
– Ε άμα αρχίσει ο άντρας τα τσιλιμπουρδίσματα... Κάθε βράδυ και με άλλη τσούλα τριγυρνάει ο Φούλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω (γκομενάκι), το εξετάζω από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και είμαι έτοιμος να δώσω το μήνυμα στον εγκέφαλο για κατά μέτωπο επίθεση!

Ώπα παιδιά πάρτε μάτι το μωρό, δεν της την πέφτει κανείς... Πρώτος το μπανιζοκοζάρισα το μωρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπήκω τινά. Επιδίδομαι σε ερωτικάς πράξεις διεισδύσεως μετά ετέρας.

- Ρε συ Μάκη, τι είναι αυτό το γκομενάκι εκει πέρα;
- Το Μαράκι; Δεν θυμάσαι ρε που την έμπηκε ο Γιάννος πέρσι;

Got a better definition? Add it!

Published

Ενθουσιαζομαι με κάτι υπερβολικά. Η χαρά μου είναι πρακτικά ακράτητη.

- Το δες το νεο Mac Book air, Μάκη; Γαμάτο;

- Τι να σε πω ρε Μηνά.. αφού με ξες... Με αυτές τις γκατζετιές δεν χέζω και τα βρακιά μου.

Πού πας ρε Καραμήτρο να πηδήξεις, αφού δεν το σηκώνει ο οργανισμός σου. (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται μόνο στον αόριστο. Λέξη πολλαπλής χρήσεως.

Περίπου συνώνυμη του πλετήκωσα αλλά με πιο παθητικό περιεχόμενο. Εκφράζει συνήθως δυσφορία, αλλά όχι απαραίτητα.

  1. Κάθε μέρα φακές... Ερέντηρα πιαααα...

  2. Πήγες που πήγες μέχρι τη Χιο... Ερέντηρες τουλάχιστον;

βλ. και έγκωσα, πλετήκωσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified