Further tags

Προέρχεται από το πατώ+ίκι και κυριολεκτικά σημαίνει γυναικεία παντόφλα.

Στα πελοποννησιακά όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη πολυκοσμία σε έναν χώρο, συνώνυμο του «δεν πέφτει καρφίτσα».

- Τι λέει πάνω ρε μάγκες; Έχει κόσμο το Faces;
- Άστα, πατίκι.
- Μπω μπωω, και έλεγα να πάω για κανά χαλαρό ποτό να χαζεψω κανά μωρο ρε γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των ρεμπέτηδων είμαι γκον σήμαινε ότι έχω μαστουρώσει. Αργότερα στα «φλοράδικα» έγινε είμαι γκολ με τη γνωστή μεταφορική έννοια.

Είμαι γκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρός, λεπτός, σχεδόν ανεπαίσθητος, αλλά εκνευριστικός και ανησυχητικός θόρυβος, καθότι συχνά φέρνει κακά μαντάτα.

Ναι μεν το ρήμα τσαχαλίζω θα έπρεπε να μπει ως λήμμα, αλλά δεν συναντάται πουθενά σχεδόν, οπότε προτίμησα να βάλω το τσαχάλισμα per se.

Προφ η λέξη προέρχεται από το τσάχαλο, βλ. και εδώ. Κι αυτό γιατί τα μικρά αυτά σκουπιδάκια αντιστοιχούν σε τέτοιου είδους θόρυβο.

Τσαχάλισμα είναι μξ άλλων και αυτό που λέμε «φύσημα», επίσης το κοινό χράτσα-χρούτσα, τσίκι-τσίκι κλπ... Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φαινόμενα που αφορούν κάτι τεχνολογικό, αλλά γενικά σημαίνει και τον θόρυβο που προκύπτει από το ψαχούλεμα, το άνοιγμα ενός πακέτου / μιας σακούλας κλπ (βλ. παρ. 3).

Δεν ξέρω αν είναι πανελλήνια η λέξη, πάντως λέγεται αβέρτα στην Κρήτη.

  1. Αυτο δεν ειναι προβλημα των ηχειων!!! Το παθαινουν και τα δικα μου οταν αναβω τον κρυφο φωτισμο(10 λαμπες φθοριου 1.20m)...! Ο λογος που κανουν θορυβο οταν δεν δουλευουν ειναι γιατι ο φιλος σου μαλλον κλεινει την πηγη και αφηνει τα ηχεια ανοιχτα...!(ακουγετε ενα τσαχαλισμα...)

  2. Δυναμό, ήχοι, αποτελέσματα. CRDI 2000ccm. Ακουγα λοιπόν ενα μικρό τσαχάλισμα στις πλαινές τροχαλίες στο ρελαντί στην αρχή, το οποίο όταν γκάζωνες σταματούσε. Αυτο συνεχιζόταν για ~6000χλμ. Η αντιπροσωπεία στο Ηράκλειο μου έλεγε οτι μπορεί να περάσει και απο μόνο του. Μετα το τσαχάλισμα έγινε συνεχές και σιγανοτερο, αλλα ακουγόταν, δεν ενοχλήθηκα.... Σε ενα ταξιδι λοιπόν, ακουστηκε το κλάκ.

  3. Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο «Δανδάλη». Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον «αχαΐρευτο» γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο.

  4. Κατά τις 01:30, πάω στην κουζίνα να βάλω νερό και καθώς επέστρεφα στην τραπεζαρία που είναι το PC ακούω ένα περίεργο τσαχάλισμα (από το τροφοδοτικό νομίζω) και κάνει shut down το PC. Σε περίπου 2 δευτερόλεπτα το σύστημα ανοίγει από μόνο του και πριν προλάβω να συνειδοτοποιήσω τι γίνεται μύριζε καμενίλα και έβγαιναν καπνοί από την σίτα στα δεξιά του επεξεργαστή (δείτε παρακάτω τις φωτογραφίες).

  5. Η μουσική υπόκρουση είναι ονειρική, αλλά υπάρχει έντονο πρόβλημα στις λούπες των μουσικών κομματιών (θα ακούσετε ένα τσαχάλισμα όποτε επαναλαμβάνεται κάποιο από τα samples).

(διχτυωτά όλα)

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχαλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφωνώ, αγοράζω, είμαι με το μέρος σου, ναι, μέσα, γουστάρω, κττ.

- Είσαι να κάνουμε πάρτι και να γίνει της πουτάνας; Θα φωνάξουμε βιζιτούδες να την πέσουνε σε όλους τους παντρεμένους, γουστάρζ;
- Μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Στη γηπεδική διάλεκτο χρησιμοποιείται όταν σε επεισόδια το ένα «στρατόπεδο» τρέπεται σε φυγή και οι «αντίπαλοι» τους κυνηγούν.

- Όπως γυρνούσαμε από γήπεδο, μας την είχαν στήσει κάτι γαύροι στην Κηφισίας.
- Όντως; Τι παίχτηκε;
- Τι να παιχτεί ρε; Τους ρίξαμε τρελό τρέξιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γηπεδική διάλεκτο σημαίνει επεισόδια μεταξύ οπαδών αντίπαλων ομάδων ή οπαδών και αστυνομίας.

-Τι έγινε στο Αρτάκη το Σάββατο ρε ψηλε;
-Παίχτηκε σκηνικό με τις γαβριέλες(=γαύροι).Τους ρίξαμε τρελό τρέξιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύλληψη, στη γηπεδική διάλεκτο. Η κατάσταση όπου το όργανο της τάξης σού περνάει χειροπέδες.

- Άκουσα ότι θα γίνει σκηνικό σήμερα στο γήπεδο.
- Ναι, μου το 'παν και μένα. Δε θα πάω, μην παιχτεί κανένα δέσιμο και έχουμε τρεχάματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μαζί με το πρόθεμα και (δηλ. και στεναχώρια μπαμ) και σημαίνει απουσία στεναχώριας, μηδενική στεναχώρια στη ζωή μας.

Συνήθως, της φράσης αυτής προηγείται η απαρίθμηση εκείνων των καταστάσεων - στάσεων ζωής, οι οποίες μας απαλλάσουν από το άγχος, τη στεναχώρια και τις πολλές σκέψεις στο κεφάλι μας.

- Για πες ρε Γιώργη, πώς είναι η ζωή στην Αθήνα;
- Εντάξει ρε Τριαντάφυλλε, έχει τα καλά της, βρίσκεις εύκολα δουλειά, έχει πολλά γκομενάκια στα μαγαζά, αλλά έχει και τα κακά της: έχει πολλή κίνηση στους δρόμους, όλοι τρέχουν πάνω κάτω σαν τρελοί, στο μετρό μας έχουν σαν σαρδέλες, όλο γκρίνια και κακό σου λέω...
- Ρε έλα κάτω σου λέω να ζήσεις. Άκου πρόγραμμα: το πρωί 2-3 ωρίτσες στα χωράφια, το μεσημεράκι ύπνο, απόγεμα πάμε για κανα κηνύγι καρτέρι, ε και το βράδυ για κανά μεζεδάκι στο καφενεδάκι και παίζουμε και καμιά κολιτσίνα άμα λάχει. Και στεναχώρια μπαμ σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μόρφωμα του ελληνικού γιγαντιαίου κράτους, αποτελούμενο από τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης και τους εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπάλληλους που διόρισαν και συντηρούν.

Ουτε ο Λενιν δεν τα καταφερε να οικοδομησει τοσο ανθεκτικο κι ολοκληρωτικό κρατικιστικο συστημα σαν το Ελληνικο μεταπολιτευτικό Σοβιετ του κομματοσκυλου στην εξουσια και του λαου σε αφασια.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.

Αντώνυμο: ξεπυτάω

- Φάε κι άλλο παιδάκι μου. Έχεις ξεπυτήσει όλη μέρα, ούτε μια μπουκιά δεν έχεις βάλει στο στόμα σου.
- Δε πεινάω άλλο ρε γιαγιά, τύλωσα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified