Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.
- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;
- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!
Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.
- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;
- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!
Got a better definition? Add it!
Ή σκέτο "σακούλααααα!"
Ισοδύναμο της έκφρασης: θα ξεράσω. Λέγεται όταν ακούμε κάτι που μας χαλάει, όπως π.χ. ένα κρύο ανέκδοτο.
Κάνοντας ζάπινγκ πέφτετε σε «κοινωνική εκπομπή» της μεσημεριανής ζώνης. Πατώντας το κουμπί για να αλλάξετε κανάλι το γρηγορώτερο, λέτε: «Θα ξεράσω!» ή «σακούλα καμαρώτε!» ή σκέτο «σακούλαααα!»
Got a better definition? Add it!
Προφέρεται ΓουΤουΠου. Ακρωνύμια των λέξεων Για Τον Πούτσο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αθλιότητα διαφόρων συμπεριφορών και χαρακτήρων.
- Κοίτα πως οδηγεί ρε!
- Τελείως Γ.Τ.Π
Got a better definition? Add it!
Η αποχή απο την αυτοϊκανοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Είμαι άπαιχτος στο Seattle απο την Τρίτη και μου είναι συνέχεια τσατάλα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Για παντρεμένους ή γενικότερα έχοντες έτερον ήμισυ: το κράξιμο ή και η χειροδικία που μπορεί να προκληθεί από την ελεύθερη εκδήλωση θαυμασμού ή ενδιαφέροντος για άλλη γυναίκα.
- Πω ρε πούστη μου, τι μωρό είναι αυτό!!
- Α ρε Μάκη, άμα σε άκουγε η Πόπη από κάπου, είχε να πέσει παντόφλα...
- Έλα μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.
Got a better definition? Add it!
Κάνω σκληρά μεροκάματα (ο γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο).
- Εμένα που με βλέπεις, βαράω γκασμά. (Από συνέντευξη της λαϊκής τραγουδίστριας Στανίση, αναφερόμενης στο «νυχτοκάματο»)
Got a better definition? Add it!
Συχνές, επίμονες συνουσιάσεις, ιδίως με άμαθες, πρωτάρες ή παρθένες. Στην κυριολεξία το καλαπόδι είναι ένα εργαλείο, στο οποίο τοποθετούν τα στενά παπούτσια για λίγες μέρες με σκοπό να ανοίξουν.
Got a better definition? Add it!
Η οικονομική κατάσταση ασθενούς που επισκέπτεται έναν γιατρό.
Παράφραση του αιματοκρίτη που είναι αιματολογικός δείκτης.
-Θα τον στείλω να χειρουργηθεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Δεν κάνει για το ιδιωτικό, έχει χαμηλό χρηματοκρίτη.
Got a better definition? Add it!