Further tags

Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.

- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκολία, δύσκολη καταστάση.

Μόλις τελείωσα το στρατιωτικό, άρχισαν τα γαμήσια. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά και δεν είχα μία. Μέχρι τότε, καλά την έβγαζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πραγματικά δεν έχεις καθόλου διάθεση.

(Νίκος) - Πώς τα πας ρε φίλε;
(Γιώργος) - Άσε ρε Νίκο, δεν την παλεύω κάστανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητός μου, πολύ φίλος.

Ρήμα: τακιμιάζω.

  1. Ζήτα ό,τι θες απ' τον Ανέστη, τακίμια είμαστε, δικός μου άνθρωπος, όχι δεν θα πει.

  2. Καλό παιδί ο Στελάρας, είχε υπηρετήσει με τον ξάδερφο μου, είπαμε ιστορίες, ήπιαμε και δέκα μπύρες, τακιμιάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νευριάζω πολύ.

Δεν είχε έτοιμο αυτό που τού ζήτησα και πήρα ανάποδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια κατάσταση κατα την οποία ένα άτομο θέλει να πει κάτι σε ένα άλλο και το δεύτερο άτομο είτε δεν τον προσέχει επειδή είναι στον κόσμο του είτε δεν του δίνει σημασία γιατι μιλάει με κάποιον άλλο... Το δεύτερο άτομο μπορεί να το κάνει αυτό ασυνείδητα ή επίτηδες γιατι στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί γείωση...

3 άτομα:
Χ- Άσε ρε χθες τράκαρα με μια μάντρα... βγήκε απο ΣΤΟΠ η *****
Υ-...
Ζ- Άστο σε έχει συνδέσει με Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχίζω και θυμώνω, τα «παίρνω στο κρανίο», «μου ανάβουν τα λαμπάκια».

Με βλέπεις; Αρχίζω κι ανεβάζω θερμοκρασία μ' αυτά που λες.
Μια λέξη να πεις ακόμα και θα γίνει χαμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Νευριάζω, τσατίζομαι.

- Μη μανίζεις ρε μαλάκα...
- Tι να μη μανίζω ρε αφού μου πήδηξες τη γκόμενα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουτσομπολιό που λέμε από αμηχανία ή βαρεμάρα. Από το κουτσομπολιό + κομπολόι.

(μετά από 3 ώρες στην καφετέρια)
- Τι άλλο ρε συ; - Ξέρω 'γω; Πες κάνα κουτσομπολόι να περάσει η ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το λέμε όταν κάποιος κάνει άσχετα πράγματα και γενικώς κάνει ό,τι να 'ναι, αρκεί να 'ναι!

- Φίλε Νίκο εμένα που με βλέπεις μου αρέσει η μέταλ μουσική, ντύνομαι σαν τρέντουλο και κάνω γκραφίτι (που κάνουν οι χιπ-χοπάδες).
- Αα... καλά... ο ο,τινανισμός σε όλο του το μεγαλείο!

Τα κυριολεκτικώς ο,τι-νανιστικά τακούνια της Φανής Σπυριδάκη, που από αρκετούς θεωρήθηκαν ότι συνάδουν με τον ό,τι νάνε χαρακτήρα του κόμματος "Το Ποτάμι" που εκπροσωπεί. (από Khan, 07/05/14)Ο,τι-νανισμός στα τακούνια. (από Khan, 07/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified