Further tags

  1. Καλοπιάσματα, προσπάθεια συμφιλίωσης ή ξεγελάσματος.

  2. Αγαπούλες, σαλιαρίσματα, σαχλά.

  1. ... ε, και αφού χεστήκαμε, μετά μου ήταν όλο αγάπες και λουλούδια, κατάλαβες;...

  2. Με επίθεση γοητείας, αγάπες, λουλούδια και δηλώσεις προθέσεων κανείς σοβαρός δεν πείθεται...

  3. Ο σκηνοθέτης μιλάει έξω από τα δόντια, για την ανάγκη το θέατρο να είναι πολιτικό και όχι να μιλάει για αγάπες και λουλούδια και τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών...

  4. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

(τα 2, 3, 4 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν έχουμε λεφτά, ούτε καν ψιλά.

  1. Δεν βγαίνεις και πολύ τελευταία, τι έγινε, αψιλίες;;;

  2. Μια μικρούλα μ’ έχει μπλέξει στο χωριό
    θέλω για να παντρευτώ και δεν μπορώ.
    Άιντε πλάκωσε η αναδουλειά κι αψιλίες έχω βρε παιδιά, αχ αυτά τα έρημα λεφτά
    άιντε μου χαλάνε το σεβντά.

  3. Ήρθε στιγμή που αντιλήφθηκα ότι ο μάγειρας στο φυλάκιο Τυχερού, πάνω στο ποτάμι, ένα καλόκαρδο και πρόθυμο παιδί από την Ηλεία, ο Δημητράκης ο Δημητρόπουλος, δεξιοτέχνης συμπαίχτης στα μπουζούκια και εξαίρετος συμπότης, μπορούσε να με «διαβάσει» από χιλιόμετρα κάθε φορά που είχα αψιλίες. Με ιδιαίτερη λεπτότητα και διακριτικό τρόπο που υποβάθμιζε σκοπίμως την προσφορά ώστε να μην δημιουργεί «υποχρέωση», ερχόταν στην πόρτα του θαλάμου και μου΄ λεγε συνωμοτικά για να μην ακούνε οι άλλοι «ρε συ Χάτζι, έχω δυό παληοκατοστάρικα στην τσέπη. Δεν παίρνουμε τα ζητιανόξυλα (σ.σ: έτσι εννοούσε τα τρίχορδα μπουζούκια μας) να πάμε στο χωριό για καμιά ρετσίνα; Εδώ μέσα είναι αποπνικτικά αδελφέ μου…».

(τα 2 και 3 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει τρομάρα.

Στην αρχή έκανε το μάγκα, αλλά μόλις είδε τον Γιώργη το ντιλάρι, τον έπιασε μαλίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει όρεξη να φάει ή δε μπορεί να φάει.

- Φάε κάτι επιτέλους! - Δε μπορώ, κλειδοστόμιασα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι σε τυχόν αψιμαχία - αναμέτρηση η νίκη για τον έναν θα είναι πολύ ευκολη, και ντροπιαστική η ήττα για τον άλλο.

Άμα σε πιάσω θα σε πνίξω σαν γατί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ματσό: το παίζεις καλά και ντε άντρας «βαρύς κι ασήκωτος».

Τα ματσιλίκια αλλού !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.

Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα

Πάσα (Δ.Π.): Vikar

  1. Γάμα τα φίλε γάμα τα, με κεφαλαία γράμματα, τελειώσανε τα θαύματα, από δικά μας σφάλματα. Τα λεφτά τα φάγανε, τα λεφτά τα πήρανε, κι όσοι μας χρωστάγανε ήρθαν και μας δείρανε. (Στίχοι εδώ).

2. Όλοι Γάμα τα στη χώρα της μπανανίας και των πλυντηρίων.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει μεταξύ άλλων το δοχείο για το τυρί.

Μεταφορικά σημαίνει το χοντρό άνθρωπο.

  1. Πιάσε ένα κομμάτι από τη βούτα να φάμε.

  2. Ο βούτας έφαγε ένα κιλό ψωμί και ένα κιλό τυρί μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι α) κάτι χάλασε, συνήθως για το κρασί
β) έπρεπε να κάνεις κάτι στην ώρα του και πέρασε η ώρα.

  1. Τι έγινε, πώς βγήκε το κρασί;
    - Άστο, πήρε βάγια...

  2. - Πήγες στο ραντεβού;
    - Όχι δε πρόλαβα, άστο πήρε βάγια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τερματίζω δε σημαίνει τίποτα παραπάνω από αυτό που σημαίνει. Δηλαδή ότι το λιώνω, το φτάνω στο τέρμα του. Να το τερματίσεις μπορείς παντού, από game στο πισί, μέχρι και τη μαλακία. Ότι και καλά δηλαδή έχεις μαστεράρει τόσο πολύ το αντικείμενο που το έχεις τερματίσει. Αν είχε πίστες, για σένα δε θα είχε άλλες πως το λένε... Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι έξοδοι τις πρωτοχρονιάς που πιώμα σαν κι αυτό δεν παίζει. Κάθε φορά τερματίζει.

Γενικότερα είναι στάση ζωής, πιάνεις κάτι και το φτάνεις μέχρι τέλους νικάς το μπος και τερματίζεις όλες τις πίστες της ζωής! Το δε ενοχλητικό της υπόθεσης είναι οι τύποι σε ATM τράπεζας, που ντε και καλά θέλουν να το τερματίσουν. σε ποια πίστα είσαι;

Σλανγκια μεγάλη καθώς είναι μπορεί να ειπωθεί απο όλους, συμπεριλαμβανομένων σε αυτούς και τους κάγκουρες που συχνά λένε ο ένας για το μηχανάκι του άλλου οτι αυτός το τερμάτισε και καλά και δε παίρνει άλλα πάνω και τέτοια. Στη χώρα μας έχουν τερματίσει πολλά και διάφορα με τη μαλακία να έχει βαρέσει κόφτες απ το 08' ακόμα, την ανεργία οσονούπω να τερματίζει και τη διαφθορά να είναι το τερματισμένο υπερατού μας.

  1. - Έχεις παίξει ποτέ Minecraft
    - Ναι ρε το έχω τερματίσει το παιχνίδι ρε.

  2. - Μαλάκα, αυτός ο Γιωργάκης γαμάει τίποτα;
    - Όχι ρε πας καλά, έχει πεθάνει στη μαλακία την έχει τερματίσει.
    - Ε ρε το φουκαρά, δε κάνει και τίποτα για αυτό όμως.
    Σκέφτεται υπομονετικά στη σειρά σε ATM: κοίτα ρε το μαλάκα, ντε και καλά να το τερματίσει.
    - Φίλε να σου πω σε ποια πίστα είσαι;
    ... Κοιτάει στραβωμένος ο άλλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified