Further tags

Το σημείο εκείνο όπου η ανάγκη για ύπνο αρχίζει να υπερισχύει της επιθυμίας για σεξ. Στην κατάσταση αυτή, είσαι ικανός να χαϊδεύεις το αυτί σου και να νομίζεις ότι είναι το πόδι του/της συντρόφου σου.

Η καλύτερη στάση που μπορείς να κρατήσεις ώστε να μην εκτεθείς, είναι να καταφύγεις στη φράση:

«Μωρό μου, η κούραση μου είναι απίστευτη και έχω να ξυπνήσω και πολύ νωρίς... Το αφήνουμε γι'αύριο;»

Κι ο Θεός βοηθός...

Αν δεν βοηθήσει ο Θεός, θ'ακούσετε τελικά αυτό:
«Καλά ρε γομάρι, τόση ώρα χασμουρεύεσαι κι εγώ ταλαιπωρούμαι τσάμπα;;;!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολλή βρώμα που έχει πιάσει στρώμα (μάκα) και μάλιστα έχει πετρώσει. Υπερθετικός της μπίχλας.

Σφουγγάρισε ρε και μια φορά εδώ μέσα! Σκουλαμέντρα έπιασε...

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατάσταση υπερβολικής βαρεμάρας, η πλήρης έλλειψη ενδιαφέροντος, το συναίσθημα έπειτα από πολλή δουλειά.

Συναντάται συνήθως στην έκφραση «σκατίλα, σκουλαμέντρα και μπαμπάχνα».

Διαβάζω όλη μέρα ρε φίλε, τρελή σκουλαμέντρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημερομηνία διεκπεραίωσης συγκεκριμένης υποχρέωσης σε παρελθοντικό μέλλοντα. Πρόκειται για «ληγμένη προθεσμία» οπότε το συναίσθημα που την διέπει είναι, αναπόφευκτα, δυσφορία για την αδυναμία εκπλήρωσής της.

Πάει η προχθεσμία για τη δόση του αυτοκινήτου... δύο μέρες... Με βλέπω από αύριο στο περπάτημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχοπνευματική κατάσταση των γυναικών που είναι μέχρι αηδίας ναζιάρες. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τέτοιας γυναίκας : η Barbie.

- Κική, όταν σου περάσει η ψιψίνοια, ξαναέλα. Τώρα δρόμο γιατί η αηδία έχει αρχίσει να βαράει κόκκινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόδοση της μειωμένης αντίληψης και ευστροφίας στη μη πρόσληψη καφεΐνης. Απαντάται στον μέσο Έλληνα κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, στον Έλληνα φοιτητή μέχρι και τις 2-3 το μεσημέρι, ενώ ο όρος δεν ισχύει για άτομα με διανοητικές παθήσεις, ή ξανθού τύπου γυναίκες.

Ε τί περιμένεις στις 7 το πρωί ν'ακούσεις; Ασε με τώρα, έχω το ακαφελόγιστο... Να πιω πρώτα καφέ και βλέπουμε.

(από Galadriel, 03/06/12)(από Khan, 01/08/14)(από Khan, 09/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ευρύτερα γνωστό ως: «πνίγω το κουνέλι».

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη».
Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πάει το γράμμα».

Φράσεις με ίδια σημασία:

  • τη γυρνάει τη μπετονιέρα
  • τη μαδάει τη μαργαρίτα
  • τη ματσακονιάζει τη βάρκα
  • τη σουρώνει την ψαρόσουπα
  • τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
  • την ανοίγει την πίσω πόρτα
  • την καταπίνει την κοινωνία
  • την κουνάει την αχλαδιά
  • την κουνάει την καμπάνα
  • την κρατάει την τιάρα
  • την κυνηγάει την πέρδικα
  • την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
  • την τινάζει την βερικοκιά
  • τις μαζέυει τις ελιές
  • το γρασάρει το ρουλεμάν
  • το γυαλίζει το φυνιστρίνι
  • το δαγκώνει το αντίδωρο
  • το ευλογάει το γένι
  • το ζυμώνει το μπιφτέκι
  • το καβουρδίζει το φυστίκι
  • το κανελώνει το ριζόγαλο
  • το καταπίνει το κουκούτσι
  • το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
  • το μαζεύει το λάστιχο
  • το μαζεύει το σαπούνι
  • το μαστιγώνει το δελφίνι
  • το μελώνει το παστέλι
  • το πάει το γράμμα
  • το πιπιλίζει το καλαμάκι
  • το ρουφάει το γλειφιτζούρι
  • το ρουφάει το κανελόνι
  • το σαλιώνει το πασαλάκι
  • το σηκώνει το ράσο
  • το σηκώνει το σακάκι
  • το στρώνει το σεντόνι
  • το σφίγγει το μπουλόνι
  • το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
  • το τρίβει το πιπέρι
  • το φυσάει το αχνιστό
  • το ψέλνει το ευαγγέλιο
  • το ψήνει το τσουρέκι
  • τον απλώνει τον τραχανά
  • τον βάζει το σύρτη
  • τον παίρνει
  • τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
  • τον στρίβει τον ντολμά
  • τον τσουρουφλίζει τον αστακό
  • τον φτύνει τον ταραμά
  • την καίω τη βάτα
  • την σιδερώνω τη γραβάτα

Σαφής ορισμός.

Βλ. και παίρνω τον πούλο και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυστική συμφωνία των φίλων σου να σου τα πρήξουν για κάποιο θέμα στο οποίο διαφωνούν κάθετα μαζί σου.
Συνώνυμο : σύμπρηξη

- ΟK ρε παιδιά, σταματήστε την κοινοπρηξία... Θα την παρατήσω τη γκόμενα αφού δε σας κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαυμάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη επισυνάπτοντας και την ενθαρρυντική ατάκα: «Φτου σου! Είσαι Θεός / Θεά!».

- Έβλεπα το κουστούμι, τη γραβάτα και καθρεφτυνόμουν. Κούκλος ρε ήμουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πλυθηντικό, ο σύντομος ύπνος. Χρησιμοποιείται ως φράση δε, «πάω για τούφες».

Χαλάρωσα τώρα απ' τη μάσα. Πάω για τούφες.

Μετά τη μάσα πήγε για τούφες. (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified