Further tags

Η κατάσταση αποχαύνωσης και ηρεμίας (από τα γνωστά ηρεμιστικά χάπια). Γενικότερα η απόλυτη βαρεμάρα και η σήψη.

- Πάλι ρε ξάπλα είσαι;
- Αρντάν σ' λέω...

(από jesus, 24/11/08)Αρνταν-Αρνταν (πως λέμε Μπούτρος-Μπούτρος;) (από Vrastaman, 24/11/08)γκάλη (από jesus, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποστήριξη σε κάποιον για συγκεκριμένο θέμα, συνήθως αθόρυβα αλλά με ικανά αποτελέσματα.
Εκ του λατινογενούς «advantage».

- Τελικά την έριξες τη Μαρία ρε;
- Μπααα. Αφού ρε ο κολλητός της, έκανε αβάντα στον Χρήστο. Οπότε την έφαγε ο Χρήστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμηχανία, το black out μυαλού και γλώσσας σε καταστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται και εμπεριέχουν και στοιχεία ντροπής. Από το κομπλάρω που βασίζεται στο complex.

- Και μόλις άκουσε από τη γκόμενα το «άει πνίξου ρε μάπα», πάγωσε ο μικρός. Κόμπλα μιλάμε, ούτε κουβέντα ούτε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπολιό για την ιδιωτική ζωή άλλων. Κοινωνικός σχολιασμός σε ευρύτερη έννοια. Εκδηλώνεται συνήθως σε παρέα δύο ή περισσοτέρων γυναικών. Είναι το εθνικό σπορ των τηλεοπτικών εκπομπών μεσημεριανής ζώνης.

Κόψε το κατινάζ ρε Στέλλα! Μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρώμα ζάχαρης στον πάτο του ποτηριού του καφέ. Παροδόξως, ενώ είναι εμφανές με γυμνό μάτι και μάλιστα από απόσταση, οι υπεύθυνοι παρασκευής του ροφήματος αγνοούν παντελώς την ύπαρξή του. Ιδιαίτερα ενοχλητικό σε κρύους καφέδες όπου χρημοποιείται καλαμάκι, καθότι ο καφές είναι «γαλακτομπούρεκο» στο κάτω μισό του ποτηριού και «του μακαρίτη» (ή «της παρηγοριάς» αν προτιμάτε) στο άνω μισό.

Όπως διάβαζα την εφημερίδα, πάω να πιω μια γουλιά απ'τον καφέ που μού'φεραν και τραβάω όλο το καφεμέζι. Αναγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να προσεγγίσω κάποιον που με ενδιαφέρει ερωτικά σε πάρτυ ή άλλη κοινωνική περίσταση χωρίς όμως να αποκαλύψω το ενδιαφέρον μου και γίνω ρεζίλι σε περίπτωση που το ενδιαφέρον δεν είναι αμοιβαίο.

Η Λένα υπουλέγγιζε τον Τάσο όλο το βράδυ, αλλά το έκανε τόσο προσεκτικά που εκείνος δεν πήρε χαμπάρι κι έτσι τον κέρδισε μια ξέκωλη που του τά'ριξε χύμα.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.)

Σαράντα άτομα στην ουρά... Μ'έπιασε πάλι μια ουραλπισία....

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπείγουσα μέθοδος αφαίρεσης ομοφυλοφιλικών μικροβίων από χώρο κατοικίας, εν όψει επίσκεψης μαμάς, θείας ή άλλου συγγενή που (επιμένει να) πιστεύει ότι ο γιος είναι απλώς καλός φίλος με τον Tάκη.

Δεν προλαβαίνω να 'ρθω σινεμά, πρέπει να κάνω απουστήρωση. Aύριο έρχεται η μαμά απ' το χωριό.

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται όταν όλοι βγάζουν τα κινητά τους κι αρχίζουν να συναγωνίζονται ποιανού είναι πιο μικρό, ποιο παίζει όχι μόνο τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική αλλά και ολόκληρη τη δεύτερη πράξη από το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν και ποιο βγάζει φωτογραφίες έτοιμες για καδράρισμα...

Έξι μαντράχαλοι να πίνουμε καφέ... και τους πιάνει ένας συγκινητισμός!.. Σηκώθηκα κι έφυγα σε πέντε λεπτά λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξυπνάω κάποιον που κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, στον καναπέ, στην πολυθρόνα, για να του πω ότι είναι ώρα να πάει για ύπνο.

- Τον είχε πάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Τον ξυπνοκοίμησα κι εγώ γιατί είχε αρχίσει να ροχαλίζει κιόλας...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified