Πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που νομίζουν οτι μπορούν να παλέψουν. Χρησιμοποιείται κυρίως από Έλληνες.
Βλ. και ταβερνόξυλο.
Αυτός ξέρει βαράτε, ζίου μήτσου και άλλες πολεμικές λέξεις!
Πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που νομίζουν οτι μπορούν να παλέψουν. Χρησιμοποιείται κυρίως από Έλληνες.
Βλ. και ταβερνόξυλο.
Αυτός ξέρει βαράτε, ζίου μήτσου και άλλες πολεμικές λέξεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ζητώ εξηγήσεις ή ενώ είμαι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλω απαιτήσεις ή κατηγορώ.
- Με τράκαρες από πίσω, σου είπα θα κάνω φιλική δήλωση και ζητάς και τα ρέστα από πάνω ρε μαλάκα;!
Got a better definition? Add it!
Καταστρατήγηση πνευματικών δικαιωμάτων. Ο όρος προκύπτει ως εξής:
κλοπή + copyright (κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας) = clopy + copyright = clopyright
- Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλη συλλογή MP3! Έχεις και τα αυθεντικά CD;
- Όχι ρε, τρελός είσαι; Clopyright όλα είναι από νετ...
Got a better definition? Add it!
Το χρήμα. Χρησιμοποιείται μόνο κατά την έλλειψή του με την έκφραση «δεν υπάρχει σάλιο».
-Θα τσοντάρεις τίποτα για την βενζίνη ή πάλι εγώ ο μαλάκας θα πληρώσω; -Τι να τσοντάρω ρε φίλε, αφού το ξέρεις πως δεν υπάρχει σάλιο. Από τότε που κατάλαβε ο πατέρας πως δεν έχω περάσει ούτε ένα μάθημα, κόπηκε η επιχορήγηση!
Got a better definition? Add it!
Το ψέμα.
Χθες κάτσαμε με τον Νίκο τον σαλιάρη, πω τον πούστη, μας έπνιξε στο σάλιο...
Got a better definition? Add it!
Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.
-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!
Got a better definition? Add it!
Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Είναι από τις εκφράσεις που την λένε οι άντρες συνήθως μεταξύ τους και μάλιστα κάπως επιδεικτικά. Συνώνυμο: βγάζω γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Μέρος ή κατάσταση όπου συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα -όπως στο γάμο της Κανά όπου 1ον: παρευρέθη ο Ιησούς και 2ον: έγιναν θαύματα...
Προχθές ήμουν στου Χρήστου και έγινε της Κανά....
Got a better definition? Add it!
Η μάγκικη καληνύχτα, ευχή για καλή νύχτα συνοδευόμενη από πολλά ανακουφιστικά αέρια.
-Μάγκες κλανεινύχτα, τα μελέ το πρωί.
Got a better definition? Add it!