Further tags

Κάνω συμφωνία με κάποιον, συνήθως για να βλάψουμε, να κοροϊδέψουμε ή να νικήσουμε κάποιον τρίτο.

— Κανόνισα με τον Σπύρο να πάμε να κάνουμε τσαμπουκά στον Δημήτρη που μου έφαγε την τυρόπιτα. — Καλά είσαι τρελός; Αυτοί τα έχουν κάνει πλακάκια και θα σου φάνε και το κρουασάν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω, καθαρίζω κάποιον.

Έμαθες τι έγινε στο χωριό; Ο κυρ-Μιχάλης τον έφαγε τον γείτονά του για 2 μέτρα χωράφι. Του την άναψε με την καραμπίνα. Το βλέπω να ξεκινάει βεντέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω κάποιον.

- Μακελειό έγινε στην πολυκατοικία χτες. Γύρισε ο Πέτρος -που μένει στον κάτω όροφο- από το ταξίδι μια μέρα νωρίτερα να κάνει έκπληξη στην Σούλα, την γυναίκα του, και την έπιασε καβάλα στον κουμπάρο. Μέσα στα νεύρα του τους καθάρισε και τους δύο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύνω τις διαφορές, ξεχρεώνω.

- Ωχ, έχω πιει τόσα ποτά και έχω ξεχάσει το πορτοφόλι μου στο σπίτι! Ρεζίλι θα γίνω, με βλέπω να πλένω ποτήρια! - Άσε, καθαρίζω εγώ, τόσες φορές έχεις κεράσει εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροβολώ, έκφραση που ακούγεται συνήθως σε χωριό.

- Ήμουν τις προάλλες στο χωράφι και βλέπω δυο παιδαρέλια να μου κλέβουν τα μήλα. Βγάζω την καραμπίνα από το αγροτικό και τους την μπουμπουνίζω! - Τι ρε, να τους σκοτώσεις; - Όχι ρε, είχα βάλει μέσα αλάτι. Για μια βδομάδα δεν θα μπορούν να κάτσουν, έτσι για να μάθουν.

βλ. και μπουμπούνα το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμι, τζιτζί, τζαμιροκουάι, χαρτί, μπέργκετ. Πολύ καλή φάση τελος πάντων.

(Sexpyr - Sexpyrience - Τζαμάικα)

Γιατί λοιπόν, πες μου γιατί, δεν πάμε Τζαμάικα; Πες μου γιατί;
Γιατί λοιπόν, πες μου γιατί, να περάσουμε τζαμάουα; Πες μου γιατί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία τόσο φορτική, βαρετή, ψυχοφθόρα, χρονοβόρα κτλ που σου αναπτύσσει κακοήθεις όγκους.

- 12 ώρες έκανα να την τελειώσω την κωλο-εργασία. Καρκίνος σκέτος σου λέω. Ελπίζω να το περάσω το μάθημα μην τραβιέμαι και του χρόνου πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι / γραμμή. Αντιλαμβάνομαι.

- Μα καλά είσαι τελείως βλάκας;! Πώς γίνεται να μην πάρεις πρέφα ότι σε βλέπει η μάνα σου ενώ τον παίζεις;!
- Είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή ρε φίλε και απορροφήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.

— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.

Το μωρό ειναι λιάρδα, πίτα, ντίρλα, σσσκατά, κομμάτια, άσ\' τα να πάνε... (από vikar, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτεύομαι.

- Έχεις δει καθόλου τον Μήτσο; - Όχι, από τότε που τα 'φτιαξε με την Κατερίνα έχει χαθεί. - Έλα ρε, είναι σοβαρό δηλαδή; - Ναι, την έχει δαγκώσει την λαμαρίνα, μας βλέπω να 'χουμε αρραβώνες σύντομα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified