Η παράδοση, ή η τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά. Η βαθιά γνώση ενός αντικειμένου.
Ο Τάκης είναι μεγάλη πουτάνα σ' αυτά ρε, χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν πρόκειται να το χάψει σου λέω!
Η παράδοση, ή η τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά. Η βαθιά γνώση ενός αντικειμένου.
Ο Τάκης είναι μεγάλη πουτάνα σ' αυτά ρε, χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν πρόκειται να το χάψει σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που οι πράξεις του ή τα λόγια του δεν βγάζουν κανένα νόημα και δεν έχουν κανένα σκοπό. Αλλιώς: ο Ό,τι να 'ναι.
- Τι ασυναρτησίες λέει αυτός τόση ώρα; - Άφησε τον στο κόσμο του, είναι τελείως κουκουρούκου.
Got a better definition? Add it!
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Από το κομπλέ + μπλέντερ. Συνώνυμο του κομπλέ.
Όταν βράσει, το σβήνεις με κρασί, ρίχνεις και το αλατοπίπερο και είναι κομπλέντερ...
βλ. και κομπλεδόν.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του κομπλέ.
Ναι ρε σου λέω, το 'φτιαξα, το 'κανα κομπλίκι. Καλύτερο από πριν!
Got a better definition? Add it!
Από το γαλλικό complet. Σημαίνει ολοκληρωμένος. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις ή πράγματα που δεν παίρνουν άλλο, που είναι πλέον τίγκα.
Πιάσε και μια σαλάτα και είμαστε κομπλέ.
βλ. και κομπλέντερ, κομπλεδόν.
Got a better definition? Add it!
Προσθέτω υλικά σε σάντουιτς, συνήθως τύπου «βρώμικο».
- Ψιτ αρχηγέ, σφίξε και πατάτες μέσα να γίνει μπόμπα...
Got a better definition? Add it!
Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».
- Αν την ρίξεις την γκόμενα θα με αφήσεις να πάρω μάτι; - Τι λες ρε ανώμαλε, αντί να βρεις και εσύ καμία μπας και ξελαμπικάρεις, θες να πάρεις μάτι.
Βλ. και μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανίζω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περίοδος αγαμίας.
- Καιρό έχω να σε δω, πώς και χάθηκες, βρήκες γκόμενα; - Τι γκόμενα ρε, με δουλεύεις; Μεγάλη ξηρασία. Έχω να πάω με γυναίκα 5 μήνες. Ευτυχώς που υπάρχει και το filmnet και την βγάζουμε και μόνοι μας.
βλ. και αναμουνή, ξεραΐλα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπουχτίζω, αφιερώνω πολύ χρόνο (και αίμα) σε κάτι που δεν προσφέρει ευχαρίστηση.
Got a better definition? Add it!