Further tags

Γαλοπούλα λέμε κάποιο άτομο όταν του συμβαίνει κάτι και κάνει σαν να έχει πάθει επιληψία , ταράζεται και γενικότερα τρελένεται, ή σκάει Μάντι

Ρε ο Φάνης κόπηκε πάλι με 3,5 στο μάθημα και μεταμορφώθηκε σε γαλοπούλα

Ηρέμησε ρε μαλάκα μην κάνεις σα γαλαπούλα άραξε όλα καλά θα πάνε

Καλά έπρεπε να δείς τον Γιώργο όταν έχασε στο fifa τρελή γαλοπούλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός(μερικές φορές και ρήμα: σμιγγολιάζω, ή και μόνο του σαν πράξη) που αποδίδεται σε κάποιον/α όταν κλείνεται σπίτι του, αποφεύγει κοινωνική αλληλεπίδραση και τον κάνει να νιώθει άβολα, δεν πλένεται , δεν φροντίζει τον εαυτό του και χαλάει το χρόνο του στο βρώμικο του σπίτι χώρις να κάνει τίποτα παραγωγικό.

Ρε μαλάκα ο Γιάννης έχει γίνει σμίγγολας πάλι κάθεται σπίτι παίζει παιχνίδια και τρώει πίτες δύο βδομάδες συνεχόμενα.

Καλά η Ελένη έκανε τρελό σμίγγολ πέρασε απο δίπλα μου τις προάλλες και δε με χαιρέτησε.

Ρε μαλάκα σμίγγολ κάνε ένα μπάνιο να πάμε για μια μπύρα με γαμιέσε.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός κατάστασης που περιγράφει κατάσταση υπερβολικής δουλειάς.

Σήμερα δούλευα σέρβις είχαμε 23 παρέες, μπρεικντανς χορεύαμε όλοι οι σερβιτόροι

Got a better definition? Add it!

Published

Βγαίνει από το όνομα μεξικάνικης αλυσίδας φαστφουνταδικων που λέγεται Chipotle. Συνώνυμο του με πάει σερπαντίνα και και δηλώνει το πόσο απίστευτη ήταν η διάρροια.

- Φίλε μην πας στην τουαλέτα

- Γιατί;

- Τσιπότλε.

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπέρτατη ένωση των Λέζα και Ζάντα. Όταν κάποιος βρίσκεται σε ένα απίστευτο επίπεδο μέθης ή μαστούρας και είναι τόσο αδρανής που δεν έχει την παραμικρή ικανότητα να αλληλεπιδράσει με το περιβάλλον του.

- Μαλάκα κοίτα τον Γιώργο, είναι λεζάντα.

- Πω ρε φίλε ποιός τον μαζεύει πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι μια ακόμα λέξη για να χαρακτηρίσουμε το πόσο μεθυσμένος η μαστουρωμενος είναι κάποιος.

- φίλε ήπια δύο τσιγάρα και είμαι ζάντα

Got a better definition? Add it!

Published

Ακριβές συνώνυμο της Λέζα

- Άντε ρε θα βγούμε καθόλου απ' το σπίτι; Μέσ'τη μπέχρα είμαι σήμερα

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατάσταση υπερβολικής βαρεμάρας κατά την οποία το άτομο δεν έχει καμία ικανότητα δραστηριοποίησης.

- Τι γίνεται ρε πως περνάς τελευταία;

- Άσε ρε μεσ'την λέζα είμαι όλη μέρα

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση "close, but no cigar" ελληνιστί, σε ελεύθερη απόδοση. Σημαίνει πολύ καλή προσπάθεια όμως όχι απόλυτη επιτυχία. Τα σιγαρέτα "Δελφοί", μέσα στη χρυσή τους κασετίνα, αφενός θα αντικαθιστούσαν τα αμερικάνικα πούρα σε μια σκηνή ταινίας εποχής στη ψωροκώσταινα, αφετέρου προσθέτουν τη μυθιστορηματική συνειρμική προέκταση Δελφοί-ομφαλός της γης, τουτέστιν κέντρο, διάνα, ταυρομάτι κτλπ.
Σημειώνεται ότι η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα ως αντιδάνειο στα αγγλικά "close, but no Delphi" , μια σπάνια μιγάδα με δυνητικά εξαιρετικές επιδόσεις στο σλανγκόμετρο.

-Πώς πάει το οβιδοβόλο Παπαδόπουλε;
-Αρκετά κοντά, στρατηγέ, αλλά όχι Δελφοί...Έχει πετσικάρει ο τετράντας.

-Smith, how's the howitzer doing?
-Close, colonel, but no Delphi...Έχει πετσικάρει ο τετράντας.

Δελφοίκοντά, αλλά όχι Δελφοί

Got a better definition? Add it!

Published

άλλα αντί άλλων, τρέχα γύρευε

Got a better definition? Add it!

Published