Further tags

Το χρηματικό αντίτιμο γενικότερα, σε κάθε του μορφή. Συχνά και στον πληθυντικό: παράδες.

Από την ομώνυμη τούρκικη νομισματική μονάδα.

Επίσης μπαγιόκο, φράγκα, γκαφρά, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, χρήματα, λεφτά, όβολα, τάλαρα κλπ κλπ.

-Με κείνη τη δουλειά τότενες, κονομίσαμε καλές παράδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φλουρί στη βασιλόπιτα. Λέγεται σε περιοχές στο βορρά της χώρας.

- Πάλι ο Νικολάκης βρήκε τον παρά;
- Έ! καλά τώρα!! Το κανονίζει η γιαγιά κάθε χρόνο, μη στεναχωρηθεί ο εγγονός για.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά εκεί που καθίζουμε τον κώλο. Συνήθως περιγράφει ένα καρεκλάκι ξύλινο που δεν το λες έπιπλο (δλδ σε καμιά περίπτωση ένα σκαμπό -θα ήταν απαξιωτικό), ή ό,τι θα μπορούσε σε ώρα ανάγκης να παίξει τέτοιο ρόλο (π.χ. ένα τελάρο, ή μια άδεια κάσα από μπύρες).

- Μια θέση για τον Πρόεδρο βρε παιδιά!!
- Δώσ' του το κωλοκάτσι και πολύ του είναι.

Κωλοκάτσι (από poniroskylo, 06/11/10)Κολοκάσι (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λέγεται για το όσχεο, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι προτιμότερο το αρχιδόσακκος.

  2. Το σουτιέν γι' αρχίδια (μετάφραση του ball - bra). Σαν απλό εσώρουχο χρησιμοποιείται σε πιπεράτες ιδιωτικές στιγμές και από μοντέλα, χορευτές, επιδειξίες και άλλους πολύ άντρηδοι.

Την αρχιδοσακούλα την αναφέρει στον Κουραδοκόφτη του ο Πετρόπουλος σαν είδος μαγιώ.

- Πού τη βρήκες μωρή την αρχιδοσακκούλα;
- Από το internet τζουτζούκο μου.
- Αχάα! Θα... μου το φορέσεις;
- Αμέέ!!

βλ. και αρχιδιέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι μόνο του, χωρίς το ζευγάρι του, χωρίς το δίδυμό του, χωρίς το υπόλοιπο σετ, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα, χωρίς τα υπόλοιπα εξαρτήματα, παρελκόμενα κλπ.

Κυριολεκτικά, ο όρος σημαίνει χωρίς γονέα, αλλά, μεταφορικά, ερμηνεύεται, συνήθως, χωρίς το αδερφάκι του.

1, Ρε γυναίκα, τι γυρεύει εδώ πέρα αυτό το ορφανό παπούτσι;

  1. Βρήκα κι εδώ άλλη μια κάλτσα ορφανή.

  2. - Γιατί έμεινε έτσι ορφανό;
    - Χαθήκανε τα υπόλοιπα εξαρτήματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δωμάτιο ή χώρος γενικότερα χωρίς παράθυρο, φεγγίτη η κάποια είσοδο φυσικού φωτισμού.

- Με πιάνει κατάθλιψη σ εκείνο το τυφλό δωμάτιο.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος παγωτού.

Από το τούρκικο dondurma= παγώνω, πάγωμα.

Στη Τουρκία πωλείται συνήθως στο δρόμο. Η τιμή πώλησης του διαμορφώνεται καθοριστικά από την ικανότητα και δεξιοτεχνία σερβιρίσματος που προσδιορίζει και την επαγγελματική διαβάθμιση του παγωτατζή.

Δείτε οπωσδήποτε το μήδι ντοντουρμάς.

Είναι απορίας άξιον πως δεν περπάτησε η τέχνη στην Ελλάδα.

- Θυμάστε τον παγωτατζή στη Πόλη; Πάμε στο ζαχαροπλαστείο Δωδώνη για ένα ντοντουρμά. Κερνάω.

Ντοντουρμάς (από iwn, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντανιάζω σημαίνει βάζω πράγματα με προσοχή το ένα πάνω, δίπλα κλπ, στο άλλο.

Να μην συγχέεται με το στοιβάζω γιατί οι στοίβες είναι ατάκτως πεταμένα πράγματα σε ένα σωρό.

Και πόσο μάλλον, να μην συγχέεται με το στη βάζω, αν και έχει κάποια ομοιότητα με το ντανιάζω όταν γίνεται παρτούζα σε γραμμή παραγωγής.

Το ντάνα χρησιμοποιείται από τους φορτηγατζήδες TIR όταν περιμένουν την σειρά τους στα τελωνεία να περάσουν και ντανιάζονται τα φορτηγά επικαθήμενα, συρόμενα κλπ κλπ, το ένα πίσω από το άλλο.

CB επικοινωνία μεταξύ φορτηγατζήδων

Έλα λοχίας ακούς ;;
Ναι λεγε
Σε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μπαίνουμε στην ντάνα και θα πιούμε και κανα καφέ
Κκ μικρέ

Οχι απλή ντανα. Ντάνα Ιντερνάσιοναλ (από GATZMAN, 07/11/10)Εχει μαύρη ζώνη και 5 ντάν (από GATZMAN, 07/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Καβά(ν)τζα: απόθεμα, εφεδρεία, στοκ, ρεζέρβα και, καταχρηστικά: εναλλακτική λύση, αποκούμπι, λύση ανάγκης.

(μαζεμένα όσα αποθησαύρισαν κι άλλοι στο σάη)

Εμπεριέχει την έννοια πως σχηματίστηκε στα μουλωχτά - αν κι όχι απαραίτητα παράνομα, απλώς ο κάτοχός της δεν έδωσε (περιέργως) λογαριασμό σε κανένα (κι όλοι αναγνωρίζουν πως πολύ καλά έκανε - αλλά μοναχά για την πάρτη του).

Το «δίχως (καμιά) καβάντζα» σημαίνει «ξυλάρμενος στην άβυσσο», «δίχως στήριγμα» και τα παρόμοια ανέλπιδα.

Όταν αφορά σε γκόμενα, εννοείται πως ο γαμιάς δεν βρίσκει κάποια της προκοπής για να του φύγουν τα χοντράδια και να ξεχαρμανιάσει και χρησιμοποιεί την εν λόγω γκόμενα που συνηθέστατα είναι (χωρίς ελπίδα) ψιλοτσιμπημένη μαζί του, αλλά χαίρει από την υπόλοιπη αντροπαρέα της εκτίμησης μιας ξανθιάς ή ενός μπάζου.

Το ρήμα καβα(ν)τζώνω, καβα(ν)τζάρω σημαίνει δημιουργώ καβάντζα για να 'χω στο μέλλον (κατά τα: «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν», «βάζω στην άκρη»).

Όμως επιπλέον εμπεριέχει την έννοια της αρπαγής (την οποία δεν έχει η καβάντζα) και της αχορταγιάς, όπως και του ότι ο κάτοχος της καβάντζας έπεσε σαν καρτάλι και πρόλαβε τους άλλους.

(επειδή βαρέθηκα να το βλέπω στο welcum-scream)

  1. - Τι το θέλεις τόσο λιπαντικό ρε μαλάκα;
    - Το καβάντζωσα όταν είχε τη μισή τιμή.
    - Σωστός!!

  2. - Γαμώ τη μπακουριά μου γαμώ!!
    - Εεμμ, αντί να καβαντζώσεις την Πόπη, την έκανες πάσα στον Μητσάρα.
    - Ποια μωρέ; το μπαρδακοβούλωμα;
    - Με σβηστό το φως όλες οι τρύπες ίδιες είναι.
    - Άι σιχτίρ σαβουρογάμη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified