Further tags

Στην αργκό των πιλότων είναι το ελικόπτερο.

- Βλέπω πέντε κουνούπια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα εις -ούμπα σλανγκικά ουσιαστικά, και μάλιστα από τα πιο χαρακτηριστικά. Εννοείται το στρατιωτικό κράνος.

Νομίζω ότι σε -ουμπα σλανγκίζονται αντικείμενα με τα οποία έχουμε ιδιαίτερη οικειότητα, είναι εξαρτήματά μας απαραίτητα, ή ιδιαιτέρως ποθητά, πρβλ αδειούμπα, φραπεδούμπα, κινητούμπα.

Πηγή: Κπάτακας.

Καλά, χρησιμοποιείς την κρανούμπα για να πλένεις τα ρούχα σου;

(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κιμαδοειδή (γιουβαρλάκια, σουτζουκάκια, μπιφτέκια, κεφτέδες, κλπ) αμφιβόλου προέλευσης που σε στέλνουν τουαλέτα και όχι μόνο.

- Πω ρε μαλάκα. Με αυτές τις κρεατοβομβίδες που μας ταΐζουν στον στρατό, μας πάει κόψιμο κάθε τρεις και πέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακριτικά που έφεραν στο στήθος οι στρατιώτες του λόχου των Επιλέκτων την δεκαετία του 1850. Από την πηγή του παραδείγματος μαθαίνουμε ότι το αργκοτικό σαρδέλα για το γαλόνι των υπαξιωματικών είναι τουλάχιστον της ίδιας περιόδου.
Αν συνθεωρήσουμε και την μεταγενέστερη πουλάδα, αυτή η γαστριμαργική περί τα διακριτικά εμμονή μοιάζει εκ πρώτης όψεως παράδοξη. Ωστόσο, από την ίδια πηγή μαθαίνουμε ότι το περί τα στρατιωτικά φαγοπότι είχε αρχίσει από τότενες, και πως αρκετοί ένστολοι διήγαγον βίον και όρνιθα εις υγείαν των κορόιδων. Οπότε, κάντε την πάπια και περάστε στο τραπέζι. Με βήμα χήνας.

Ο λόχος εις τον οποίον μ' εκατάταξαν ήτον ο επιλεκτικός, αποτελούμενος από τους εκλεκτοτέρους στρατιώτας, οι οποίοι μόνοι αυτοί μεταξύ των στρατιωτών των άλλων πέντε λόχων, έφερον ξίφος εις την πλευράν, και επί του στήθους ως διακριτικόν σημείον τρία σφαιρίδια από μαλίον πράσινον, τα οποία οι στρατιώται ελέγομεν τότε κρομμύδια.

Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι, εκδ. 1870, αναφέρεται στο 1857.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φόβητρο αυτών που έχουν πάει στρατό προς αυτούς που πρόκειται να πάνε. Τους πουλάνε δηλαδή την ιστορία ότι κατά τις εισαγωγικές ιατρικές εξετάσεις σου βάζουν κωλοβυθόμετρο για να δουν αν είσαι γκέι.

- Και τι γίνεται όταν πηγαίνεις πρώτη μέρα στον στρατό ρε Τάκη; Πες μου εσύ που έχεις πάει, γιατί φεύγω σε μια εβδομάδα και αρχίζω να αγχώνομαι...
- Α, μην ανησυχείς αγόρι μου! Καταρχήν γδύνεστε όλοι μαζί οι νεοσύλλεκτοι και σας κάνουν τις ιατρικές εξετάσεις...
- Τι λες, με το που θα πάω στον στρατό θα πρέπει να ξεβρακωθώ μπροστά σε όλους δηλαδή;
- Ε βέβαια, πώς αλλιώς θα σου κάνουνε την κωλοβυθομέτρηση;
- Κωλοβυθομέτρηση; Τι είναι αυτό;;
- Α τίποτα, σου βάζουνε ένα κωλοβυθόμετρο στον κώλο για να δούνε αν είσαι πούστης...
- Τι λες ρε;! Σοβαρά μιλάς;;
- Άραξε ρε ψάρακα, σε δουλεύω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό: το τζόκεϊ, ή αλλιώς το πηλίκιο ασκήσεων.

- Ρε ψαρά, έβαλες τη στολή εξόδου και από πάνω αντί για την τυρόπιτα έβαλες την λεμονόκουπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.

Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.

- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική σλανγκ λέπια ονομάζονται κάποια μικρά αυτοκόλλητα λευκά χαρτάκια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά κάθε υφασμάτινου κομματιού των ρούχων του νεοσύλλεκτου (τσέπες, μανίκια, γιακάδες, κουτουλού).

Υποψιάζομαι ότι αυτά τα κολλάνε στο εργοστάσιο, στην «Κοπή» στο Κερατσίνι, πάνω στα υφάσματα πριν τα ενώσουν ράβοντάς τα, πριν δηλαδή το ρούχο πάρει την τελική του μορφή και είναι κάτισαν δείκτες - οδηγοί.

Επειδή λοιπόν τα συγκεκριμένα ρούχα απευθύνονται σε σίγουρο τάργκετ γκρουπ και μάλιστα δωρεάν, κανείς από τους εργάτες δεν προβλέπεται να τα ξεκολλήσει όταν πια αυτά δεν είναι απαραίτητα.

Οπτικά μοιάζουν με τα χαρτάκια που αναγράφουν τις τιμές στα κατά τόπους ψιλικατζίδικα. Καθώς λοιπόν τα καινούρια στρατιωτικά ρούχα τα φοράνε οι νέοι που λέγονται και ψάρια, τα χαρτάκια ονομάστηκαν λέπια.

- Ψαρά, τα έβγαλες τα λέπια;
- Ποια;
- Α καλά, εσύ είσαι πολύ γκάου-μπίου!

To ψαρι με τα μεγαλυτερα λέπια. (από perkins, 15/06/10)Ψαρι χωρις λέπια-έχει το μπικίνι όμως, απο μέσα. (από perkins, 15/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το θρυλικό πιστόλι Parabellum 08, κοινώς Luger, που σχεδίασε ο Georg J. Luger το 1898 και κατασκεύαζε η Deutsche Waffen und Munitionsfabriken.

Το λούγκερι χρησιμοποιήθηκε από γερμανούς κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και διακρίθηκε τόσο για την θανατηφόρο ευθυβολία του όσο και το ντιζαϊνάτο λουκ που ακόμα γοητεύει στρατόκαυλους συλλέκτες, ναζούς, λούγκρες φετιχίστριες, κ.α.

Χρησιμοποιείται κυρίως στην Κρήτη, όπου το λούγκερι θεωρείται μαστ οικογενειακό κειμήλιο του παππού που ξεπαστρεύε γερμαναράδες στον πόλεμο.

Ασίστ: Χαλικού.

- Παπαρα Ελληνα, που δεν κατεεις μπλιο τη κρητικη τη διαλεκτο. Ετσα και την αλληνα βολα με ξαναμανισεις εχω για σε, ενα πιστολι λουγκερι και λουγκερενιες σφαιρες...
(εδώ)

- Πάντως άμα σέρνεται ειδικά πας και με το λούγκερι και κάνεις τη δουλειά σου...
(Χαλικού, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified