Further tags

Ημιάρβυλο στο στρατό είναι ένα παπούτσι όπως η αρβύλα, μόνο που δεν είναι ψηλό σαν μπότα, αλλά σαν κανονικό παπούτσι. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω σε ποιες περιπτώσεις φοριέται, αλλά μάλλον από αξιωματικούς.

Μεταφορικά, ημιάρβυλο αποκαλείται ο φαντάρος που για κάποιο λόγο (πχ υπηκοότητα) έχει μειωμένη θητεία, συνήθως εξάμηνο.

Καμιά φορά για πλάκα, το παίζουν πιο παλιοί από τους λέουρες, με επιχείρημα ότι μετρώντας το χρόνο αντίστροφα τους μένουν λιγότερες μέρες μέχρι να απολυθούν, παρά έχουν λιγότερες μέρες στην πλάτη τους!

- Α ρε τη θητεία μου μέσα... Πώς θα την παλέψουμε ένα χρόνο;; Ευτυχώς που έχω εσένα και κάνουμε παρέα...
- Σε έξι μήνες θα 'σαι μόνος σου φιλαράκι! Απολύομαι!
- Γιατί ρε; Έχεις μπάρμπα κάνα στρατηγό;
- Γεννήθηκα Ιταλία!
- Α ρε ημιάρβυλο! Χάθηκε να πάνε οι γονείς μου κρουαζιέρα λίγες μέρες πριν γεννηθώ;; Την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.

Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...

(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού και πανταχού παρόν επίθημα (;) της νεοελληνικής, που σημαίνει «στο περίπου, και καλά, δήθεν», σχετικοποιεί δηλαδή τη φράση ή λέξη που μόλις ακούστηκε. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά, γιατί ως γνωστόν στην Ελλάδα τα πάντα είναι σκιές του εαυτού τους (ήδη από το Σπήλαιο του Πλάτωνα), δεν είναι ποτέ σκέτα X, αλλά «Χ κι έτσι».

Χρησιμοποιείται σαν το αγγλικό «sort of» και το καλιαρντό «τύπου»...

  1. Κουλτούρα κι έτσι.
    (τίτλος blog)

  2. Και γιατί δε σου μίλησε ο Στέλιος;
    - Άστονα μωρέ, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδίς, είναι τώρα του στενού κύκλου, στέλεχος κι έτσι...

  3. - Γιατί δεν πετάς τα αποφάγια ρε βρωμύλε; - Η Τασία τα μαζεύει, τα βάζει στις γλάστρες... την έχει δει οικολόγα κι έτσι...

  4. - Ωραίο το μαγαζί ε; - Νταξ, αυτοί οι κατακόκκινοι τοίχοι και οι πλαστικές κούκλες μου τη σπάνε.... - Αλμοδοβάρ κι έτσι...

ένα μαgλί που να πηγαίgνει με αυτή την κίgνηση (από jesus, 09/10/08)

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, έτσι, έτσι!, ετς, καθώς και τ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.

Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :

  1. Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.

  2. Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.

  3. Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.

Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…

Αλβανικό βε (από Vrastaman, 14/10/08)Albania Uber Alles! (από Vrastaman, 14/10/08)UCK ! (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τραπεζική σλάγκ, αντώνης αποκαλείται ο κάτοχος επιπρόσθετης πιστωτικής κάρτας που εκδίδεται σε υφιστάμενο λογαριασμό κάποιου. Εκ του αγγλικού add-on cardholder.

- Τι έπαθες βρε Μήτσο και τραβάς τα ελάχιστα εναπομείναντα μαλλιά σου;
- Είχα την φαεινή ιδέα να κάνω την Ούρσουλα αντώνη. Αφού με φέσωσε κανονικά, την έκανε για Κίεβο και τώρα κοιμάμαι στα σανίδια.
- Οι μαλακίες πληρώνονται, γιατρέ μου...

Αντωνία εν δράσει (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για διαχρονική ατάκα που διατυπώθηκε από τον Χάρρυ Κλυνν στο ρόλο του Χαράλαμπου Τραμπάκουλα την δεκαετία ‘70.

Πολύ απλά: τα μα (τα δικά μας) μα (δικά μας) και τα σα (δικά σας) μάσατα (δηλαδή πάλι δικά μας).

  1. Βασικά… τα σα μα και τα μα μάσατα! Το είδαμε κι αυτό! Όσο καιρό οι διαχειριστές των κεφαλαίων έβγαζαν κέρδος με τις σαπουνόφουσκες που έπαιζαν, όλα ήταν καλά! Τώρα που χάσανε ή καλύτερα: τώρα που οι σαπουνόφουσκες έσκασαν, ζητούν να πληρώσουμε όλοι μαζί τις ζημιές! (Από Blog)

2.Τα σα μα και ... Ταμεία μάσατα! (Λογοπαίγνιο από τον Ριζοσπάστη)

  1. «Τα 'σα, 'μα, και τα 'μα, μάσατα» δηλαδή. Μετά την ανεξέλεγκτη πορεία, πάρτε τώρα ένα σωσίβιο όλοι σας να σωθείτε. Βεβαίως οι Τράπεζες, από τότε που τις εφηύραν οι Ναϊτες Ιππότες, αποτελούν σημαντικό μέρος του συστήματος. (Φόρουμ, 4 Τροχοί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κοινωνία μας, υπάρχει έντονη η συσχέτιση μεταξύ μεγέθους και αξίας. Το μεγάλο μέγεθος παραπέμπει σε μεγάλη αξία, ενώ αντίθετα το μικρό σε χαμηλή. Παρόλο που η συσχέτιση μεγέθους/αξίας πολλές φορές αποδεικνύεται ψεύτικη, εντούτοις το μεγάλο μέγεθος παραπέμπει σε μεγάλη αξία, σημαντικότητα, ισχύ, χρησιμότητα, κλπ.

O λαγός ως μικροκαμωμένο ζώο, έχει μικρό πέος, αντίθετα με το πέος του γαϊδάρου που είναι τεράστιο (σωστό πόδι). Επομένως η φράση πούτσα από λαγό ακόμα και στην περιστασιακή περίπτωση στύσης, παραπέμπει σύμφωνα με τα παραπάνω σε ασημαντότητες, σε ελαχίστη ή μηδαμινή: αξία, σημαντικότητα, ισχύ, σπουδαιότητα, χρησιμότητα, κλπ.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε περίπτωση γίνεται ειρωνική αναφορά σε χαμηλή αποτίμηση σημαντικότητας / αξίας / ισχύος / σπουδαιότητας, χρησιμότητας κλπ ανθρώπου, εταιρείας, κλπ, για συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ: γνωστικό επίπεδο ατόμου, εταιρική δύναμη, κλπ). Υπάρχουν δηλαδή περιπτώσεις που κάποιος θα μπορούσε να αναφερθεί ως πούτσα από λαγό σε έναν τομέα, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να διαπρέπει σε κάποιον άλλον. Θα μπορούσε φυσικά κάποιος να θεωρείται πούτσα από λαγό για κάθε περίπτωση.

Σημείωση: επειδή τα πράγματα είναι σχετικά, μεγάλη σημασία έχει από ποιόν αποκαλείται κάποιο άτομο, κάποια εταιρεία, κλπ πούτσα από λαγό. Μπαίνουν για παράδειγμα οι προβληματισμοί: τι πεδίο σύγκρισης βάζει αυτός που το λέει; Είναι αξιόπιστο άτομο; Έχει πικρίες;

  1. Εδώ, εταιριούλες - πούτσα από λαγό είναι πλέον διεθνείς και σ΄ό,τι αφορά τους μετόχους τους και σ' ό,τι αφορά τους εργαζομένους τους. Παντού γίνεται τρελό outsourcing, ολόκληροι κλάδοι μεταφέρονται, αλλού τα σχέδια, αλλού οι βίδες, αλλού η συναρμολόγηση.
    http://www.phorum.gr/viewtopic.php;f=52&t=123436&start=540

  2. Πούτσα από λαγό η εταιρία, ολοφάνερη η φούσκα.(περί χρηματιστηρίου ο λόγος)
    http://www.phorum.gr/viewtopic.php;f=52&t=120922&start=15

  3. - Καλά ό,τι εργαλείο κι αν σου ζητήσω τό 'χεις. Ακόμα και το πιο σπάνιο.
    - Εμ, τι με πέρασες φίλε μου; Πούτσα από λαγό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ρούχο ή αντικείμενο ευτελούς ποιότητας.
  2. Άτομο κατεστραμμένο.
  1. Σιγά μην δώσω 30 ευρώ για ένα ξεφτιλίκι!
  2. Πήρες τηλέφωνο το ξεφτιλίκι να μαζευτεί στο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση όταν συμβαίνει κάτι εξωπραγματικά ωραίο ή κάτι πολύ ακραίο γενικά.

  1. - Κοίτα ρε πού έχει ανέβει ο άλλος! - Καλά... δεν υπάρχει...

  2. Αυτός ο κώλος.. δεν υπάρχει...

Δες και δεν υπάρχει ούτε στο γκουγκλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified