Ο πλαστικός κουβάς.
Κουβάλησα τρία σατίλια νερό.
Ο πλαστικός κουβάς.
Κουβάλησα τρία σατίλια νερό.
Got a better definition? Add it!
Ναυτικός όρος που σημαίνει το αγκάθι ασφαλείας της άγκυρας ή γάντζου ή αγκιστρίου πετονιάς, που άπαξ και χωθεί, εμποδίζει την αποδέσμευση του - σκοπούμενου να σταθεροποιηθεί - στόχου (π.χ. πέτρες βυθού, βράχια ή αλίευμα αντίστοιχα) από το σταθερό σημείο (π.χ. εργάτης πλοίου ή καλούμπα ψαρά).
-Ωχ! Μου χώθηκε το αγκίστρι στο δάχτυλο!
-Χαλάρωσε και πάρε κανα-δυο βαθιές αναπνοές! Ο μόνος τρόπος να βγεί τώρα, είναι να το σπρώξουμε παραμέσα, ώστε να βγεί απ' την άλλη μαζί με τη δελφινιέρα. Μετά την κόβουμε με πένσα και το τραβάμε να βγεί!
-Τί λέ ρε φίλε! Χλωροφόρμιο έχεις;
-Ούζο σου κάνει;
Got a better definition? Add it!
Ο μεταλλικός κουβάς παλαιού τύπου. Συνοδεύεται από τη χαρακτηριστική ψάθινη σκούπα επίσης παλαιού τύπου. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούσαν απαραίτητα εργαλεία καθαριότητας στην επαρχία έως και τη δεκαετία του 80. Μετά ήρθε η πρόοδος και μαζί της τα πλαστικά.
(Ο εν λόγω ιδιωματισμός απαντήθηκε στο νομό Φωκίδος προ αμνημονεύτων ετών)
«Μαρ' Βασούλααα, πάνε φέρε μ' του χαρανjί μαρήηη..»
«Το ποιο;;;»
«Του χαρανjί, κουφίζεις μαρή;»
«Τι σκατά είναι το χαρανί ρε γιαγιά;;;»
«ΑΥΤΟΥΝΟ!!!» (η γιαγιά δείχνει)
«Αααα... Τον κουβά λες ρε γιαγιά;»
«Ναι, του χαρανjί.»
Got a better definition? Add it!
Ορισμός του κουβά ο οποίος είναι κατασκευασμένος από μεγάλο δοχείο λαδιού (17kg νομίζω). Με την σωστή μετατροπή του μετάφεραν νερό.
Έφαγα μια μπούγλα νερό στα μούτρα.
Θα φας καμιά μπουγλιά! (=απειλή)
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε ένα ρολόι μούφα.
Officine panerai είναι μία ιταλική εταιρεία που κατασκευάζει ρολόγια. Για την ακρίβεια κατασκευάζει όλα τα εξαρτήματα, εκτός από τους μηχανισμούς, που είναι ελβετικοί και ελαφρώς τροποποιούνται από την εν λόγω εταιρεία. Είναι πολύ παλιά εταιρεία και βεβαίως το πιο φτηνό πανεράι (έχει μεγάλη αναγνωρισιμότητα, διότι είναι και τεράστιο) πωλείται στην εξευτελιστική τιμή των 3.500 ευρώ.
Πού να γνώριζαν βέβαια οι δύσμοιροι οι ιταλοί ότι στα ελληνικά το όνομα της εταιρείας, θυμίζει το πανέρι των μικροπωλητών (βλέπε και βγάζω στο πανέρι). Ως εκ τούτου, ο όρος αρχίζει σιγά σιγά να χαρακτηρίζει τη μούφα. Οι οποίες μούφες, δεν κάνουν τη θραύση που έκαναν την κιτσοδεκαετία, αλλά ακόμα ζουν και βασιλεύουν.
Για τα ρολόγια συγκεκριμένα, μπορείτε να βρείτε ρέπλικα οποιουδήποτε ακριβού ρολογιού με 250 ευρώ στο ιντερνέτι. Και μιλάμε για ρολόι τζιτζί, αυτόματο, με γιαπωνέζικο μηχανισμό. Οπότε αν χτυπάτε γκόμενα πλουσιέξ, το αποκτάτε ως αρχικό κεφάλαιο για μακρόχρονη επένδυση, σε περίπτωση που σας κάτσει και την νυμφευθείτε. Τότε ο πεθερός, σας κάνει δώρο ένα Pateκ Philippe και από πανεράϊ ξηγιέστε σαμουράι.
- Ωραίο ρολογάκι πάλι Κωστάκη. Από Βουκουρεστίου μεριά;
- Απο ιντερνετικό πανεράϊ αυτή τη φορά, λόγω κρίσης. Ντάμπλιγιου, ντάμπλιγιου, ντάμπλιγιου, τελεία, μούφα, τελεία, κομ. Δουλεύει όμως μια χαρά και κανά δυο βούρλα γκόμενες το χάψαν ότι είναι ακριβό.
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Δούκας ονομάζεται στην μηχανόβια αργκό η motard μηχανή ΚΤΜ Duke.
Ονομάστηκε έτσι, καθώς Duke = Δούκας στα αγγλικά.
Είναι δημοφιλής μηχανή στον κύκλο των νέων λόγω του σχεδιασμού της και των επιδόσεων της. Είναι γνωστή για τα προβλήματα της και τις συχνές επισκέψεις της στα συνεργεία.
Ο κάτοχος της είναι συνήθως 20-30 ετών, φραγκάτος και με ύφος σαράντα καρδιναλίων. Οι οδηγικές του ικανότητες εκφράζονται μέσω της σούζας, της έλλειψης κράνους και της μηχανής που ποτέ δεν ισιώνει στον δρόμο. Παράδειγμα προς αποφυγή.
Got a better definition? Add it!
Παλιά στρατιωτική έκφραση για το εγγλέζικου τύπου (!) χακί φανταρίστικο μπερέ, που στόλιζε τα κεφάλια των ανδρών του στρατού ξηράς (1944-1952).
Σήμερα, τέτοιου χρώματος μπερεδάκι, φορούν οι άνδρες του στρατού ξηράς, που υπηρετούν στο Σώμα Αποδόσεως Τιμών (ταρατατζούμ - κόλπα με τα λιανοντούφεκα κ.λπ.), ενώ ραφ φορούν οι αντίστοιχοι της Αεροπορίας και οι μπατζήδες, βαθυκόκκινο η Αεροπορία Στρατού, άλικο η νεοσύστατη Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία, κυπαρισσί οι Ειδικές Δυνάμεις του στρατού ξηράς (Λ.Ο.Κ. / Χιονοδρόμοι / αλεξίπτωτοι κ.λπ.), βαθυγάλαζο οι πεζοναύτες, σιέλ η Προεδρική Φρουρά, μαύρο οι τεθωρακισμένοι (που παλιά ανήκαν στις ειδικές δυνάμεις) και μπλε-μαρέν πλέον όλοι οι οπλίτες του στρατού ξηράς, που πετάξανε το σκωτσέζικο δίκωχο απο το 2004.
Τα μαγκάκια απαξιούσαν να φορέσουν το μπερέ σα σκούφο μέχρι τ’ αυτιά (όπως δει) και προτιμούσαν να το ισορροπούν στο κεφάλι τους σα να κουβαλάνε ταψί απ’ το φούρνο.
Το δίκωχο, οι μάγκες το έλεγαν «βάρκα» (προσφάτως: μουνί ή τυρόπιτα) και το φορούσαν πατημένο σαν πηλίκιο, κατεβασμένο μέχρι τα μάτια -ε νώ υποτίθεται ότι ο προβλεπέ τρόπος είναι το φρύδι να απέχει δυο οριζόντια δάχτυλα απ' το εθνόσημο (βλ. φωτογραφίες του Παπαϊωάννου κ.α.).
Οι ναύτες έβαζαν ασίκικα την ασπιρίνη ανάριχτα στο κούτελο και με το φιόγκο μπρος, (όπερ απαγορευμένο) να φαίνονται οι αφέλειες, όμοια όπως οι κουτσαβοι προ αιώνος, ενώ σήμερα εκτός αυτού, κακοποιούν το εσωτερικό κυκλικό χαρτόνι-έλασμα και τη φορούν τσακισμένη σαν κακοτορνεμένη τάπα.
Δεν είναι περιττό ν’ αναφερθούν σχετικά:
Η εσκεμμένη παραποίηση στολής (στρατιωτικό πειθαρχικό αδίκημα) όπως π.χ. μπλάνκο στο τζόκεϊ με τους μήνες (και τηλεκάρτα από μέσα για να στέκεται το εθνόσημο) ή σκίσιμο στο πίσω μέρος του = παλιός / διακόσμηση αρβύλων στο πίσω μέρος / ξηλώματα τσέπης - κουμπιών / στολισμός των γκετόζωνων με δίστιχα - χουλιγκάνικα - τόπους καταγωγής κ.λπ. / πλύσιμο με χλωρίνη της στολής αγγαρείας (για να «παλιώσει») / αλλοπρόσαλλη ένδυση (π.χ. αγγαρείας με σαγιονάρες / χειμερινή μπελαμάνα με άσπρο παντελόνι / γκετόζωνο με αγγαρείας / τζόκεϊ με στολάρα κ.λπ.).
Η επιδεικτική και πολλές φορές (αυτοκαταστροφική) αψήφηση των κανόνων πειθαρχίας π.χ. λούφα / κοπάνες / γκραφίτι / αξουρισιά / κλάσιμο εντολών / τσαμπουκάς / χάραγμα διστίχων - ύβρεων στα σκεύη - όπλα / τσούρνεμα στρατιωτικού υλικού κ.λπ. και
Η «μετάφραση» των επισήμων ψευτο-καθαρευουσιάνικων στρατιωτικών όρων σε αργκό, (π.χ. λουκάνικο αντί για «ναυτικός σάκκος» ή «σάκκος εκστρατείας», τηλεόραση=τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο αντί Αρχιεπιστολέας, παρφέ αντί Α.Φ.Ε.=Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, κουφές αντί Κ/Φ=Κανονιοφόροι, παντόφλα αντί αποβατικό κ.λπ.).
Άπαντα στα οποία υποπίπτουν τα φανταράκια, από τότε που φτιάχτηκε ο (τακτικός) στρατός (δηλ. τουλάχιστον από τους Σουμέριους!), πράγμα που φανερώνει τη γνώμη τους για την ομοιομορφία του στρατεύματος...
(Γιαγιά):
-Φάει παιδάκι μ’ το φαΐ σ’, να μεγαλώεις, να γένεις άντρας, να πας φαντάρους, να φουράς του ταψί, να συ καμαρώνου...
(Παιδί):
-Πάλι μπάμιες;
Got a better definition? Add it!
Εκ του αρχαίου ελληνικού σάρωθρον (σκούπα). Σάρωμα ονομαζόταν παλαιότερα η σκούπα, η γνωστή αχυρένια, η χειροκίνητη ντε, που βγάζανε ρόζους τα χέρια σου από το κοντάρι. Πάει σετ με το χαρανί.
- Βασούλαααα... Πού έβανες μαρή του σάρουμααα;
- Ρε γιαγιά! Μίλα ελληνικά γαμώ το κέρατο μου!
- Του σάρουμα μαρή, να σαρώσου τα ξηρά τα φύλλα απού κατ'!
- Α τη σκούπα λες. Κι εγώ που νόμιζα ότι μου έλεγες για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών...
Got a better definition? Add it!
Παραδοσιακός τρόπος εκφοράς της λέξης «πουτάνα» στα Σφακιά.
Η προφορά έχει ως εξής: η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη σε βαθμό να δημιουργείται παύση μεταξύ αυτής και της δεύτερης και το «τ» ακούγεται σε δυο χρόνους (εξ ου και προτίμησα αυτήν την ορθογραφία), ενώ το αρχικό «π», ακόμα κι αν προηγείται «ν», δε γίνεται ποτέ «μπ» (διατήρηση που είναι σπάνια), ώστε ο ήχος φέρνει σε «πτ!»(ύελο).
Ως χαρακτηρισμός είναι αμετάκλητα απαξιωτικός για τη γυναίκα στην οποία αποδίδεται και συνδηλώνει παράλληλα την πρόθεση του χρήστη να απαξιώσει - αγνοώντας την - τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε κατ' επάγγελμα και κατά ήθος (σύμφωνα με την αντίληψή του) πόρνες.
Να σημειωθεί ότι πολλές λέξεις οι οποίες (ακόμα και σε άλλα μέρη της Κρήτης) έχουν «ου» στην πρώτη συλλαβή, στα Σφακιά έχουν διατηρήσει το αρχικό «ο» ή έχουν παρεπιδραστικά μετατρέψει το «ου» σε «ο» (ή σε κάτι ανάμεσά τους), πχ. κουρντίζω - κορντίζω, κουλαντρίζω - κολαντρίζω, κουτάλα - κοτάλα, βούπα (το ψάρι γώπα) - βώπα, ακόμα και το κουρά μπορεί να ακουστεί ως κορά κλπ.
- Πού 'ναι μρε το Στραθιό;
- Αυτός μρε τά'ει μπλεμμένα με μια ποττάνα στα Χανιά και δε γατέω ίντα θα τ'αποβγάλει....
- Και πώς σου φανήκανε οι φίλες της ξαδέρφης σου;
- Ποττάνες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φράση προέρχεται από τη δεκαετία του 1980 και μάλιστα από «ανορθόδοξη» πηγή. Για την κατανόηση της, απαιτείται μια μικρή ιστορία καθώς και ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες από τον κόσμο της μουσικής και ειδικότερα της ηλεκτρικής κιθάρας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, υπήρξε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη στα ηλεκτρονικά όργανα (keyboards, ηλεκτρονικά ντραμς), αλλά και στα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήχου. Μεγάλη απήχηση είχαν τα «πετάλια» για ηλεκτρικές κιθάρες - συσκευές παραμόρφωσης ήχου που μπαίνουν ανάμεσα στην κιθάρα και τον ενισχυτή και ενεργοποιούνται/απενεργοποιούνται με το πόδι. Η λογική είναι αφενός ο μουσικός να μην χρειάζεται να αφήσει την κιθάρα και αφετέρου, να μην πηγαίνει μπρος-πίσω στη σκηνή στα live, καθώς έχει το “pedal board” μπροστά (βλ. μήδια 3 και 4).
Ίσως το πρώτο πετάλι (και θεωρούμενο must εδώ και δεκαετίες), εμφανίστηκε το 1966 από την εταιρία Vox. Το εργαλείο δημιουργήθηκε, συνδυάζοντας ένα πεντάλ έντασης ήχου από ηλεκτρικό όργανο (keyboard) και ένα ποτενσιόμετρο. Το εφέ που δημιουργούσε το πετάλι αυτό, ήταν ένα «κλάμα» στον ήχο, που αυξομειώνονταν ανάλογα με την κίνηση του ποδιού (βλ. μήδια 1 και 2).
Λόγω του ήχου, το πετάλι ονομάστηκε Wah-Wah Pedal και αποτέλεσε αγαπημένο βοήθημα θρύλων της ροκ κιθάρας, όπως του Jimi Hendrix (άκου εισαγωγή Voodoo Chile), Eric Clapton, Jeff Beck και φυσικά αποτέλεσε το “signature sound” όλων των γκρουπ Funk/Soul της δεκαετίας του ’70 (βλ. μήδι 5 για την πιο ζόρικη wah-wah εισαγωγή όλων των εποχών).
Πίσω στο θέμα μας λοιπόν, ένα από τα πιο ψαγμένα μαγαζιά για κιθάρες και τα παρελκόμενα τους είναι ο Καγμάκης. Επειδή ο ίδιος είναι και μερακλής κατασκευαστής, η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών (ειδικά εκείνη την εποχή) ήταν της ροκ σκηνής. Ένα πρωινό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, σκάει μύτη ένας καραγκαγκάν σκυλάς και προσπαθώντας να εξηγήσει τι θέλει, λέει στον Καγμάκη: «Θέλω ένα καλάϊζερ (σσ: equalizer) που κάνει νιάου-νιάου».
Credit: Άγγελος
Περισσότερα ιστορικά Wah εδώ
Η χρήση της φράσης γίνεται κυρίως σε δύο περιπτώσεις
Όταν θέλουμε να κάψουμε κάποιον που πετάει μια άσχετη μπαρούφα:
- Νέος ταριφοδηγός: Μάστορα άλλαξες τα μπουζί στο ταξί; (σσ: τα ντήζελ δεν έχουν μπουζί)
- Μάστορας: Ναι μαζί με το καλάϊζερ νιάου-νιάου…
Όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε άσματα με υπερβολικό κλαψιλίκι:
- Ρε τι κλαψομουνιά τραβάει αυτή τραγουδιάρα...
- Άσε, το καλάϊζερ νιάου-νιάου βαράει υπερωρία…
Got a better definition? Add it!