Further tags

Φλώρουμ αποκαλούνται περιπαικτικά τα διαδικτυακά φόρουμ, οι τόποι όπου αγοραίοι τύποι και τύπισσες με κοινά ενδιαφέροντα συμπεριπτύσσονται ηλεκτρονικά.

Εκ των φόρουμ και φλώρος.

Έτσι επίσης αποκαλούν χλευαστικά το «Ελληνικό Κοινωνικό Φλώρουμ» οι πολιτικοί του αντίπαλοι.

- έλα μωρέ τον μαλάκα, έχει φτιάξει ένα φλόρουμ και από το πρωί μέχρι το βράδυ συζητά μόνος του με τις εκατό περσόνες του. Την μία το παίζει αδερφή, την άλλη γκόμενος, την πιο άλλη πιπίνι, την άλλη χεβυμεταλλάς. Αν θέλουν να πάνε όλοι οι χρήστες του site εκδρομή, τους φτάνει να καλέσουν ένα ταξί. Αυτός ρε σε λίγο θα μας πηγαίνει σε μπάρ μόνος του, και θα την πέφτει στον εαυτό του… Πολύ jazz, μιλάμε… (BuBis, εδώ)

- μια χρησιμη κατηγορια που λειπει απτο φλωρουμ θα ηταν αυτή: τα ξύδια θα μιλαμε για τα ξυδια που μας χαλασαν, για τις σουρες μας, η εμπειρια «ολόχεστος», «δεν μπορω να παω ευθεια», «οταν εχω βηχαλακι πινω ουρσους» κλπ (εδώ)

- ΚΚΕ ΚΑΙ ΦΛΩΡΟΥΜ ΤΑ ΙΔΙΑ ΣΚΑΤΑ. Η Σκυλα κατηγορει την χαρυβδη και αντιστροφα. το κκε συνεχωs προσπαθει να δικαιολογησει την κυβερνηση με την ΝΔ και διαφορα αλλα πραγματα, π.χ.το 91 το κκε εφαγε τα ενσημα των εργατων οταν αυτοι εχτισαν τον περισσο, η υποθεση ειναι ακομη στα δικαστηρια, ξερουμε τιs συνεργασιεs πκs-δαπ και αs μην συμφωνουν καποιοι,και τον τραμπουκισμο κκε-κνατ. αλλα και το φλωρουμ με πρωτομαστορα τον ξεφτιλα τον γιαννοπουλο ο οποιοs εχει δικτυωθει στο δικτυο και μαζι με αλλα κομματοσκυλα του φλωρουμ προσπαθουν να περασουν στον κοσμο τιs μπουρδεs περι «ευρωπαικηs ομπρελαs» «τριτου δρομου» «ειρηνικηs sυνηπαρξηs» και «δημοκρατιαs». (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καριόλα ήταν, είναι και θα είναι η καρέκλα (το κάθισμα) του γυναικολόγου, που βάζει την πελάτισσα-ασθενή του να κάτσει έτσι ώστε να βλέπει καλά έξω και μέσα των γεννητικών οργάνων της. Ενίοτε, στην θέα όμορφης και έτοιμης προς ατασθαλίες γυναικός, ο ιατρός με την ασθενή, έπεφταν σε σεξουαλικές περιπτύξεις. Εξού και το «θα γίνει της καριόλας»!

Άνοιξε μωρή καριόλα τα πόδια να δούμε τι παιδιά θα κάνουμε!

Αυτό εννοείς Πάτση; (από poniroskylo, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γαμοσπέρνει», μια λέξη η οποία δηλώνει ότι κάτι είναι και πολύ γαμάουα ή μάλλον κάτι παραπάνω από γαμάουα, δηλαδή κάτι που γαμάει και σπέρνει συγχρόνως.

— Πωω δικέ μου, άκου κομματάρα.
— Καλά μιλάμε το κομμάτι δεν γαμάει απλά, γαμοσπέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε οτιδήποτε ετοιμάζεται να χρησιμοποιηθεί, αν και η ημερομηνία λήξης του έχει περάσει προ πολλού, κυρίως τρόφιμο ή φάρμακο.

Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και το «έσβησε κεράκια».

«Γύρισα σπίτι γύρω στις 6 τελείως λιώμα και έψαχνα απεγνωσμένα κάτι να τρώγεται, αλλά το μόνο που υπήρχε στο ψυγείο ήταν ένα πιάτο μακαρόνια που είχε σβήσει κεράκια πριν 3 μέρες».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρώτο τραπέζι πίστα. Λέγεται και έτσι διότι ακουμπάς το πόδι σου στη πίστα και φαίνεται η κάλτσα.

- Φίλε μας βρήκες καλό τραπέζι;

- Τι να σου λέω τώρα ρε φίλε σε έφτιαξα πρώτο μάγκα. Το καλτσάτο σου ΄χω!

Βλ. επίσης πρώτο τραπέζι κάλτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κότσι αποκαλείται ο αστράγαλος, καθώς και το μυώδες τμήμα της κνήμης ενός ζώου.

Μεταφορικά παραπέμπει σε τόλμης ή μαγκιάς, σε αρχίδια με την καλή έννοια (κατά το αγγλικό guts).

Υπάρχει και το μπιθικώτσης που στα αρβανίτικα σημαίνει σκληρόκωλος (κώλος > μπίθα). Στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη, ωστόσο, το κότσι αντικαθίσταται από την κοτρόνα.

Δεν έχεις ρε τα κότσια να τα πεις αυτά που μου λες στον εργοδότη σου γιατί δεν έχεις τα δυναμάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυναμάρι αποκαλείται οτιδήποτε χρησιμοποείται για να ενισχύσει την δύναμη και την σταθερότητα ενός άψυχου αντικειμένου.

Μεταφορικά, παραπέμπει στην ανθρώπινη δύναμη, τα κότσια που χρειάζονται για να αντιμετωπίσεις κάτι ή κάποιον.

- ...ανασήκωσε ένα μεγάλο κορμό, να τον σφηνώσει δυναμάρι σε μια λασκαρισμένη ξυλοδεσιά (Ν. Καζαντζάκης)

- Τα δυναμάρια αυτού του ανθρώπου είναι καλά αφού αντέχει την πεθερά του και δεν έχει κλατάρει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στο βραζιλιάνικο μπικίνι, το λεγόμενο και 2/3, ή 3/4 (Θα σας γελάσω, γιατί με τα κλάσματα δεν τα πάω καλά από το δημοτικό).

Το συγκεκριμένο καβλωτίκ κυλοτάκι αποτελεί έναν από τους τρεις λόγους λατρείας στο λατινοαμερικάνικο αυτό κράτος! Οι υπόλοιποι δύο, είναι η τέχνη της στρογγυλής Θεάς, και το περήφανο (από άποψη στάσης) όπισθεν περιεχόμενο του εν λόγω αξεσουάρ.

- Βάλε eurosport ρε μπουχεσίδη, που έχεις και βλέπουμε τις national geographic!
- Τι έχει;
- Τελικό ευρωπαικού μπιτς-βόλεϋ γυναικών. Βάλε να δούμε τα βραζιλιάνικα...
- Τι δουλειά έχουν οι Βραζιλιάνες σε ευρωπαϊκό τελικό. ρε κατεστραμμένε;
- Αϊντε άϊντε.... Όλες, βρε βλάκα, φοράνε βραζιλιάνικα κυλοτάκια στο μπιτς. - Ε, τότε αξίζει.... Θα ενημερωθώ για τα του πλανήτη κάποια άλλη φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified